Έναν Αύγουστο, 100 χρόνια πίσω...

Του Παύλου Χρυσαφίδη
  • Παρασκευή, 5 Αυγούστου, 2016 - 06:22

Η Σέριφος, είναι ένα από τα όμορφα νησιά των Κυκλάδων. Η “Χώρα”, η πρωτεύουσα του νησιού, είναι σκαρφαλωμένη σε ένα λόφο και αγναντεύει αιώνες τώρα το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου και τα γειτονικά της Κυκλαδονήσια.

Στα δυτικά της έχει μοναδικές παραλίες που το σούρουπο χρωματίζονται από ένα ηλιοβασίλεμα μοναδικό.

Όμως αυτό που κινεί την περιέργεια του «πρωτάρη» επισκέπτη της είναι ερείπια κτιρίων, σιδηροτροχιές, σκόρπια βαγονέτα, ράμπες φόρτωσης και πολλά άλλα που μαρτυρούν ένα διαφορετικό τρόπο ζωής στο πρόσφατο παρελθόν. Όλα απομεινάρια των μεταλλείων που πριν μερικές δεκαετίες ήταν η κύρια απασχόληση των κατοίκων.

Για τη Σέριφο οι μαρτυρίες εξόρυξης σιδηρομεταλλευμάτων ξεκινούν από την αρχαιότητα.
Το1869 με την «Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία» άρχισε η μακροβιότερη μεταλλευτική εγκατάσταση στο νησιωτικό χώρο.
Το 1880 εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Γερμανός μεταλλειολόγος Αιμίλιο Γρόμαν.
Τυχοδιώκτης από αυτούς που ευδοκιμούν μέχρι σήμερα στη χώρα μας και καταχωρούνται στη μνήμη του Λαού με τον ασαφή κωδικό «λαμόγιο», κατόρθωσε ενστερνιζόμενος τους κλασσικούς νόμους της καπιταλιστικής αγοράς να πλουτίσει με μηδενικό κεφάλαιο, με τον εξής απλό τρόπο:

Ίδρυσε μια μικρή εταιρία και τη συνένωσε με την φαληρημένη "Σέριφος Σπηλιαζέζα" που είχε ήδη εγκαταστάσεις εξόρυξης στη Σέριφο.
Απαλλοτρίωσε γη με αντάλλαγμα το μεροκάματο στους ιδιοκτήτες της και ένα συμβολικό ποσό προς το ελληνικό κράτος και άμεσα προχώρησε σε εντατική εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της Σερίφου.
Αν τυχόν οι ντόπιοι αρνιόντουσαν, τότε, η εκχώρηση γινόταν «απλά» με το ζόρι.
Όπως μας έχει φτάσει σήμερα στόμα με στόμα, οι συνθήκες για τους μεταλλωρύχους την εποχή εκείνη ήταν βάρβαρες και απάνθρωπες. Με το χάραμα της μέρας έπρεπε να βρίσκονται στην είσοδο της κάθε στοάς και με τη δύση να σχολάνε. Τον ήλιο τον βλέπανε μόνο κάθε Κυριακή και όλα αυτά για ένα μεροκάματο που έφτανε ίσα - ίσα για να μη πεθάνουν.
Για την άγονη όμως Σέριφο, που ποτέ δεν ήταν νησί ψαράδων ή ναυτικών, ο Γερμανός «αφέντης» ήταν μια κάποια λύσις-και όχι μόνο για αυτήν.
Από τα γύρω νησιά και την Πελοπόννησο έφταναν δεκάδες εργάτες αναζητώντας μεροκάματο. Σιγά σιγά, το νησί των 2.000 κατοίκων, στα τέλη του 19ου αιώνα, έφτασε τους 4.400 το 1912 (από τους οποίους 2.000 εργάζονταν στα μεταλλεία).
Ο Γερμανός, καμάρωνε στους κύκλους του, πως εκτός από δουλειά πρόσφερε μόρφωση (τα χαλάσματα της Γραμονίου Σχολής υπάρχουν ακόμη) και περίθαλψη. Κατέληξε ντε φάκτο να είναι ένα είδος διοίκησης για το νησί.
Οι άθλιες εργασιακές συνθήκες συνεχίζονται και απ' τον γιο του Γρόμαν, Γεώργιο, που ανέλαβε το «φέουδο» του πατέρα του το 1906. Περιορίζει ακόμη περισσότερο τα "ακριβά" αλλά ελλιπή μέτρα ασφαλείας ,εντατικοποιεί την παραγωγή και συνεχίζει να αποσπά γη προσθέτοντας στις μεθόδους του πατέρα του περισσότερη βία.
Μόνο τη διετία 1914- 1916 εξήντα εργάτες βρίσκουν θάνατο στις στοές.
Φροντίζει και δημιουργεί ένα «προσκυνημένο» σ΄ αυτόν σωματείο, εξαγοράζοντας πολιτικούς και τοπικούς παράγοντες, αλλά και τις ενοχλητικές φωνές.
Όσες φορές αυτό δεν είναι εφικτό χρησιμοποιεί στρατό μαγκουροφόρων υποστηρικτών του....

Σήμερα, στο Μέγα Λιβάδι υπάρχει ένα μνημείο που μαρτυρά για την αιματοβαμμένη απεργία του 1916.

Η απεργία αυτή όπως και η βάρβαρη εκμετάλλευση στο νησί έχει περάσει από στόμα σε στόμα και οι περισσότεροι ντόπιοι γνωρίζουν από κάποιον δικό τους άνθρωπο τα γεγονότα.
Η θύμηση της ξεδιπλώνει μνήμες ιστορικές, στιγμή τη στιγμή, ζωντανεύοντας τις εικόνες του κάτεργου. Εικόνες εφιαλτικές για τους εργάτες, μα και ηρωικές, περήφανες για την ιστορία που έγραψαν, χαράζοντας το δρόμο του δίκιου τους.

Με τον ερχομό όλο και νέων εργατών από άλλα μέρη της Ελλάδας ήλθαν και μεταλλωρύχοι που είχαν σοσιαλιστικές ιδέες κι έτσι άρχισε μια σοσιαλιστική και συνδικαλιστική ζύμωση στη Σέριφο.

Το 1915 γυρίζει στην πατρίδα του τη Σέριφο (καλεσμένος από τους συμπατριώτες του ή κατ΄ άλλους απεσταλμένος της σοσιαλιστικής ομάδας) ο Kωνσταντίνος Σπέρας, με στόχο την οργάνωση ταξικού σωματείου.
Οργανώνει λοιπόν τους μεταλλωρύχους και μαζί επεξεργάζονται ένα από τα πιο επαναστατικά για την εποχή Καταστατικό εργατικού σωματείου με τελευταίο άρθρο του :“Το ατομικόν συμφέρον ευρίσκει ο εργάτης όχι εις την κολακίαν του κεφαλαίου, αλλά εις την σύμπραξίν του με άλλους εργάτας”.
Το νεοσύστατο «Σωματείο Eργατών Mεταλλευτών Σερίφου Eργατών», είναι πλέον γεγονός.

Στις 2 Αυγούστου του 1916, φτάνει στη Σέριφο ειδικός υπάλληλος του υπουργείου οικονομίας και αφού διαπιστώνει μεν πως η κατάσταση είναι πραγματικά χάλια τους προτρέπει να συνεχίσουν να εργάζονται σε αναμονή των αποφάσεών του.
Αυτή η εμφανής κοροϊδία και σύμπλευση του κράτους με την εργοδοσία, είναι και η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι.

Στις 7 Αυγούστου οι εργάτες αρνούνται να φορτώσουν το πλοίο "Μαννούσι" και σταματούν κάθε εργασία στις στοές αλλά και στο έδαφος, απαιτώντας 8 ώρες δουλειά, μέτρα ασφαλείας και μεγαλύτερη αμοιβή. .
Ο διευθυντής των μεταλλείων ειδοποιεί το υπουργείο εσωτερικών, μιλώντας για στάση των εργατών και πυρπόληση της αποθήκης.
Καταφθάνει στο νησί απόσπασμα τριάντα χωροφυλάκων από την Κέα με εντολή να εξασφαλίσουν, με κάθε τρόπο, τη φόρτωση και τον απόπλου του πλοίου.
Ο επικεφαλής υπομοίραρχος παρότι διαβεβαιώνει τον Ειρηνοδίκη ότι το πολύ θα ρίξει μερικούς πυροβολισμούς στον αέρα για εκφοβισμό, κατευθύνεται με όλη τη δύναμη στο λιμάνι του Μεγάλου Λιβαδιού, πυροβολεί και σκοτώνει εν ψυχρώ τον Θεμιστοκλή Κουζούπη.
Οι πάνω από πεντακόσιοι συγκεντρωμένοι αντιδρούν δυναμικά και από εκεί και πέρα εκτυλίχθηκε και γενικεύτηκε μια πραγματική μάχη, με τους χωροφύλακες να πυροβολούν και τους εργάτες να μάχονται με πέτρες, ξύλα και οτιδήποτε άλλο βρίσκουν μπροστά τους.
Στην εξέλιξη των συγκρούσεων σκοτώνονται τρεις ακόμα εργάτες.
Ο απολογισμός τραγικός. Τέσσερις εργάτες νεκροί και δεκάδες οι τραυματίες. Ο υπομοίραρχος λιθοβολείται μέχρι θανάτου και το πτώμα του πετιέται στη θάλασσα. Άλλοι δύο από τους χωροφύλακες νεκροί και σχεδόν όλη η δύναμη τραυματισμένη και άοπλη.
Τις επόμενες μέρες οι εξεγερμένοι ελέγχουν τα πάντα στο νησί.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου φτάνει το ελληνικό πολεμικό "Αυλίς" με 250 στρατιώτες αλλά και δικαστικούς από τη Σύρο. Η διοίκηση του σωματείου και μερικοί ακόμα εργάτες φυλακίζονται.
Έτσι τελειώνει το σύντομο καλοκαίρι της “αναρχίας” στη Σέριφο. Ο δρόμος όμως για την ουσιαστική κατοχύρωση του 8ώρου είχε ανοίξει.
Ο χώρος όπου έγινε η σύγκρουση στο Μεγάλο Λειβάδι, αλλά και τα μεταλλεία όπου θυσιάστηκαν πολλές ανθρώπινες ζωές αποτελούν τόπους ιστορικούς για την εργατική τάξη και τους αγώνες της.
Η δυναστεία του Αιμίλιου Γρόμαν τελειώνει το 1963, όταν ο ομώνυμος εγγονός εγκαταλείπει την Ελλάδα για τη Ν. Αφρική επειδή βρήκε πλουσιότερες φλέβες μεταλλεύματος εκεί, και τα μεταλλεία κλείνουν.
Η Σέριφος ερημώνει.
Σήμερα η δικαιούχος εταιρεία «Μεταλλεία Σερίφου και Σπηλιαζέσας» (συμφερόντων Θεόδωρου Αγγελόπουλου) πλανάται σαν φάντασμα πάνω στο νησί με συνεχείς δικαστικές διενέξεις με κατοίκους της Σερίφου ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εκτάσεων των παλαιών μεταλλείων.