Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ. καθ. Καρδιολογίας

Πανικός

  • Τετάρτη, 19 Απριλίου, 2017 - 06:11
  • /   Eνημέρωση: 19 Απρ. 2017 - 7:39

Αυτή τη στιγμή που διαβάζετε την εφιαλτική εμπειροφαντασία μου έχει περάσει καιρός από τότε που την έγραψα κι ίσως να μην ισχύει πια. Μακάρι! Είναι Μεγάλη Παρασκευή σήμερα. Και θυμήθηκα.

Ήμαστε στη Νέα Υόρκη. Για πρώτη φορά. Μείναμε κοντά στο Σέντραλ Παρκ. Ήταν εποχή με αυξημένη εγκληματικότητα στη μεγαλούπολη. Φίλοι μας προειδοποίησαν. «Μην χρησιμοποιήσετε το μετρό». «Το βράδυ μαζευτείτε γρήγορα στο ξενοδοχείο». «Μην μπείτε στο Σέντραλ Παρκ». Και αρκετά τέτοια. Εμείς βγήκαμε να περπατήσουμε, να χαζέψουμε στην πρωτόγνωρη, μοναδική πόλη. Που είναι χτισμένη σε ύψος, όχι σε έκταση. Έτσι, που τα εκατομμύρια των εργαζομένων στο Μανχάταν είναι σε απόσταση ποδιών από όποιον ήθελαν να επικοινωνήσουν μαζί του. Μια από τις αιτίες που η μοναδική αυτή πόλη κυβερνά τον κόσμο. Περπατήσαμε και θαυμάσαμε μέσα στην πολύβουη πόλη τα κτήρια, τα όλα της, ως την 5η Λεωφόρο. Περνούσε η ώρα και είπαμε να επιστρέψουμε. Άρχισε να σουρουπώνει. Ξαφνικά μέσα σε ένα τέταρτο άρχισε να σκοτεινιάζει απότομα. Και όλα άλλαξαν. Οι κατάμεστοι δρόμοι μονομιάς ερήμωσαν. Αραιές σκιές φάνηκαν να κατευθύνονται βιαστικά προς τις σκάρες του μετρό, να βρουν θέση να κοιμηθούν εκεί από όπου έβγαινε λίγος ζεστός αέρας. Ένας ρακένδυτος, κάτισχνος, σαφώς πεινασμένος και διψασμένος μαύρος, περπατούσε με τα δυο αγόρια του πάνω στην ήβη το ίδιο κάτισχνα κι αυτά. Κρεμασμένη μια επιγραφή μπροστά στον καθένα: «Ελεήστε μας να μην πεθάνουμε της πείνας». Τα αισθήματα μέσα μας άλλαξαν απότομα. Κοιτάξαμε γύρω μας. Η απειλή, αδιόρατη, διάχυτη. Τα φώτα στους ουρανοξύστες είχαν σβήσει. Μερικά υπήρχαν ακόμη, αλλά ποιο το όφελος; Κι αν φώναζες «βοήθεια!» ποιος θα σ΄ άκουγε να τρέξει; Απάνθρωπη πόλη. Πού οι κωμοπόλεις και τα χωριά μας με τα μονόροφα – διόροφα, που όταν περπατάς σε βλέπει δίπλα σου όλος ο κόσμος! Ο φόβος άρχισε να μας καταλαμβάνει. Σκοτείνιαζε επικίνδυνα. Οι ελάχιστοι που κινούνταν στο δρόμο ήταν καταφανώς πεινασμένοι και φοβισμένοι. Επιταχύναμε το βήμα μας, αλλά σα ν΄ άρχισε να εισβάλλει ο πανικός. Μας είχαν προετοιμάσει οι φίλοι με τις συμβουλές τους. Κάπου παραπέρα κάποιος φορούσε μια άσπρη μπλούζα και είχε ένα καροτσάκι μαζί του πουλώντας χοτ ντογκς. Τον πλησίασε ένας, κάτι είπαν και αυτός ο ένας άρχισε να απομακρύνεται. Καθώς εμείς πλησιάζαμε, ακούσαμε τον πωλητή να μουρμουρίζει μεγαλόφωνα: «άη γ@@@σου, μα@@κα!». Ο πανικός εξαφανίστηκε ως διά μαγείας. Υπήρχε άνθρωπος στο δρόμο. Σίγουρα θα έτρεχε αν φωνάζαμε: «Βοήθεια!»

Το μωρό άρχισε να περπατάει. Κάποια στιγμή ακούμπησε το χεράκι του σε ένα αναμμένο κάρβουνο. Κάηκε, πόνεσε, τραβήχτηκε, έκλαψε. Και σχημάτισε αμέσως το εξαρτημένο αντανακλαστικό του: Με την απλή θέα του αναμμένου κάρβουνου αισθάνεται το δυσάρεστο συναίσθημα του πόνου, χωρίς πόνο, και τραβιέται σε απόσταση. Το συναίσθημα που νιώθει ονομάζεται φόβος. Ο φόβος προστατεύει. Τον αισθανόμαστε πριν νιώσουμε τον πόνο και παίρνομε τα μέτρα μας. Κι όσο μεγαλύτερος ο φόβος, τόσο πιο έντονη κι η αντίδρασή μας. Προετοιμαζόμαστε να αντιδράσουμε με πάλη ή με φυγή. Αυτή είναι τότε η υπερένταση, το στρες. Με την υπερένταση διεγείρεται το συμπαθητικό νευρικό μας σύστημα και υπερεκκρίνονται ποικίλες ορμόνες, αδρεναλίνη, ενδορφίνες, κορτιζόλη και άλλες. Χάρη σε όλα αυτά, οι λειτουργίες μας διεγείρονται, Η αναπνοή και η καρδιά επιταχύνονται, η πίεση και το σάκχαρο αυξάνονται, αδιαφορούμε για τον πόνο, οι φλεγμονώδεις αντιδράσεις κατασιγάζουν, η προσοχή εστιάζεται αποκλειστικά στην προέλευση της απειλής και προς αυτήν στρέφονται οι αντιδράσεις. Κάθε τι άλλο είναι περιττό. Είμαστε πανέτοιμοι να τρέξουμε ή να παλέψουμε. Η υπερένταση σώζει, όταν πια η προστασία του φόβου έχει ξεπεραστεί. Αυτή είναι η κατάσταση συναγερμού του οργανισμού, αλλά έχει τεράστιο ενεργειακό κόστος. Όχι μόνο καταναλώνονται το οξυγόνο και τα καύσιμα με ρυθμό που δεν προλαβαίνουν να αντικατασταθούν, αλλά και τα απορρίμματα, το διοξείδιο του άνθρακα, τα όξινα προϊόντα κλπ, παράγονται τόσο γρήγορα που δεν προφτάνουν να αποβληθούν. Η άθροισή τους φέρνει κάματο, αδυναμία των οργάνων να ανταποκριθούν στις διαταγές του εγκεφάλου. Όσο πιο έντονη η επίθεση τόσο αυξάνεται η ταχύτητα των αντιδράσεων, οι κινήσεις των μυών, οι εκκρίσεις. Πρώτη κουράζεται συνήθως η προσοχή. Οι αντιδράσεις γίνονται υπερταχείες, αλλά ο εστιασμός τους έχει μηδενισθεί και καθίστανται αναποτελεσματικές, ενώ είναι φοβερά εργοβόρες. Χτυπάμε αλύπητα, αλλά όπου νάναι. Ο γενικός κάματος, η εξάντληση, η τελική παράδοση, δεν θα αργήσουν.

Άρχισε ο πόλεμος. Τώρα πια δεν κηρύσσεται. Απλώς αρχίζει. Διάσπαρτοι σε όλο τον κόσμο οι εχθροί χτυπούν όπου μπορούν, όποτε θέλουν, απροειδοποίητα. Εμείς οι «πολιτισμένοι» πάμε στον τόπο τους και βομβαρδίζομε αδιακρίτως, θανατώνοντας όποιον λάχει, ένοπλο και άοπλο, θύτες και θύματα, καταστρέφοντας μαζί και προαιώνια μνημεία, μνήμες των επιτευγμάτων του ανθρώπινου νου. Δε βαριέσαι! Αυτά όλα γίνονται μακριά από μας. Όμως εμείς εδώ βρισκόμαστε στο κέντρο όπου διασταυρώνονται οι παραδοσιακές ήπειροι. Σε όλη την υπερτρισχιλιετή ιστορία μας, πέρα από τις μεγάλες γεωλογικές ανακατατάξεις στην περιοχή μας, με τις γιγαντομαχίες, τιτανομαχίες, με εκατόγχειρες και φρικτά τέρατα, είχαμε και τις μεγάλες μάχες που έκκριναν την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας, ακόμη κι όταν δεν μετείχαμε οι ίδιοι. Φίλιπποι, Άκτιο, Ναύπακτος, τόσα άλλα. Σε μια ό-μη-γένοιτο νέα παγκόσμια αναμέτρηση είναι αδύνατο να μη βρεθούμε πάλι στο επίκεντρο του κυκλώνα. Και τότε;

Κάποιος Αμερικανός (ή Ρώσσος ή Κινέζος ή Τζιχαντιστής, δεν έχει σημασία) με βλέπει τρομοκρατημένο και μου βάζει στο χέρι ένα καλάσνικοφ. «Για να υπερασπισθείς τον εαυτό σου, την οικογένειά σου, τους τάφους των προγόνων σου…πήγαινε σκότωσε τον αντίπαλό σου». Απέναντί μου βλέπω ξαφνικά τον αδελφό μου. Είναι κι αυτός το ίδιο ανάστατος σαν και μένα, φυσικό είναι. «Έρχονται οι Αμερικανοί (ή οι Ρώσσοι, Κινέζοι, Τζιχαντιστές, δεν έχει σημασία), σε ξένους τόπους και ρίχνουν πυρηνικές βόμβες καταστρέφοντας ό,τι βρίσκεται στο δρόμο τους, ναι, στους ξένους τόπους. Μπορεί και σε μας. Πρέπει να αντιδράσουμε, να τους σκοτώσουμε, μαζί κι όποιους τους υποστηρίζουν». Εγώ ανήκω στους τελευταίους. Και παρατηρώ πως ο αδελφός μου κρατά κι αυτός καλάσνικοφ. Προφανώς του το έδωσε κάποιος αντι-Αμερικανός (ή αντιρώσσος, αντικινέζος, αντιτζιχαντστής, δεν έχει σημασία). Ο φόβος έχει γίνει προ πολλού υπερένταση. Ο πανικός είναι έτοιμος να εισβάλει. Είναι έτοιμος να με πυροβολήσει, εκτός αν εγώ προλάβω. Μένει τίποτε;

Εκρήξεις τριγύρω. Τα κτήρια καταρρέουν. Πτώματα στους δρόμους. Κάποιος, προφανώς τρελός, περπατά αμέριμνος ανάμεσα στα χαλάσματα, κάτισχνος, πεινώντας και διψώντας. Μας βλέπει αδιάφορος στον πανικό. Και μουρμουρίζει τις μαγικές λέξεις αρκετά δυνατά για να τον ακούσουμε: «Άη γ@@@θείτε, μα@@κες».

 

Διαβάστε ακόμα