Του Νίκου Αλμπανόπουλου

Από τη... μαγεία στο μένος

  • Παρασκευή, 15 Ιουνίου, 2018 - 06:12

Το Δεκέμβριο 2017 ο δήμος Ιωαννιτών «στόλισε» κατά τα καθιερωμένα την πόλη ενόψει Χριστουγέννων. Συμφώνησε δε να συμμετάσχει και η Σχολή Καλών Τεχνών με μια εγκατάσταση στην κεντρική πλατεία εμπνευσμένη από τον πύργο του Τάτλιν. Κάτι καινοτόμο και αναπάντεχο. Σε άλλους δρόμους και πλατείες η πόλη στολίστηκε συμβατικά, με τα συνηθισμένα πλαστικά δένδρα, αγιοβασίληδες, αγγελάκια και τα συναφή.

Κανείς δεν περίμενε την αντίδραση που θα ξεσηκωνόταν και το πόσο θα «κλόνιζε» χριστουγεννιάτικα τους Γιαννιώτες ένας μελλοντολογικός πύργος. Το «όχι» στο έργο μεγάλης μερίδας του κοινού, συνόδευαν αιτιολογίες άλλοτε εύλογες, στο πλαίσιο μιας ψύχραιμης συζήτησης («δεν είναι σωστό το μέγεθος, τα υλικά, ο φωτισμός, ο χώρος, η περίοδος» κλπ.), άλλοτε επιθετικές και προσβλητικές για τους νεαρούς καλλιτέχνες (έγιναν πχ. εκκλήσεις να γκρεμιστεί το έργο), άλλοτε απλώς παράδοξες («η δημοτική αρχή είναι φιλοσοβιέτ και φέρνει τον κομμουνισμό από την πίσω πόρτα», λόγω της σχέσης του Βλαδιμίρ Τάτλιν με τους Μπολσεβίκους 98 χρόνια πριν) και άλλοτε συναισθηματικές («θέλουμε τα παιδιά μας να φωτογραφηθούν κάτω από παραδοσιακό δένδρο». Θαρρείς και η φωτογράφιση στη βάση πλαστικού δένδρου είναι στην Ήπειρο παράδοση που έρχεται από τα βάθη των αιώνων).

Ποιος θυμάται τον κριτικό;

Εκείνοι που υπερασπίστηκαν την επιλογή της Καλών Τεχνών, είτε τους άρεσε το έργο είτε όχι, υπενθύμισαν ορισμένα στοιχειώδη: Τα νέα ρεύματα στην τέχνη, τα θέματα, τα υλικά, οι επιλογές έκθεσης συχνά αιφνιδιάζουν. Η δυσκολία να αποδεχθεί κανείς το νέο, το ανοίκειο όταν έχει συνηθίσει σε στερεότυπα, είναι λογική. Σε περιοδικό του 1916, γνωστός τότε κριτικός έγραφε για τις Δεσποινίδες της Αβινιόν του Πικάσο: «Οι κυβιστές δεν περίμεναν να τελειώσει ο πόλεμος για να αρχίσουν πάλι τις εχθροπραξίες, ενάντια στην κοινή λογική αυτή τη φορά. Στην Γκαλερί Πουαρέ εκτίθενται γυμνές γυναίκες με τα μέλη τους διασκορπισμένα στις τέσσερις γωνιές του καμβά. Εδώ ένα μάτι, εκεί ένα αυτί, πιο πέρα ένα χέρι, στην κορυφή ένα πόδι, από κάτω ένα στόμα. Ο επικεφαλής τους, ο κ. Πικάσο, ίσως είναι ο λιγότερο αναμαλλιασμένος της παρέας». Δεν χρειάζεται να πω ποιον ξέρουμε σήμερα, τον καυστικό επικριτή ή τον καλλιτέχνη;

Αυτή είναι με δυο λόγια η ιστορία της τέχνης: κάθε τι εκτός της καθιερωμένης αντίληψης ή θέσης, αντιμετωπίζεται αρχικά με καχυποψία και απόρριψη. Πολλά «καινοτόμα» έργα ξεχνιούνται, δικαίως ή αδίκως, άλλα γίνονται αντιθέτως δημοφιλή και μπαίνουν σε μουσεία, συλλογές και λευκώματα. Το ίδιο έχει συμβεί και στην αρχιτεκτονική αναρίθμητες φορές. Από το «δεν βλέπουν ότι αυτό το έκτρωμα δεν ταιριάζει στην πόλη μας!» μπορεί κανείς να φτάσει στο «εμβληματικό κτίριο που καθορίζει την πόλη» μέσα σε λίγες δεκαετίες.

Κανέναν δεν προσβάλλει

Θυμήθηκα το γιαννιώτικο «επεισόδιο» με αφορμή τον Ερμή που στήθηκε στην παραλία της Ερμούπολης και ξεσήκωσε αντιδράσεις. Εδώ, βέβαια, δεν είχαμε κάποια ομάδα φοιτητών για σάκο του μποξ, αλλά το γνωστό και καταξιωμένο Markus Lüpertz που είναι συνηθισμένος να προκαλεί -το επιδιώκει κιόλας, αφού τέτοια είναι η κοσμοθεωρία του. Γελάνε και τα μουστάκια του, όταν βλέπει σοκαρισμένους θεατές.

Έχει δικαίωμα το κοινό να κάνει κριτική στο έργο; Απεριόριστο. Αλλά έχει και ο καθένας μας δικαίωμα να κάνει κριτική στους επικριτές για το προσωπικό ύφος και τη συγκρότησή τους. Να θυμίζει με ευγένεια ότι βοηθά στην κατανόηση της τέχνης η παρακολούθηση των εκθέσεων στην πόλη, που φέρνουν τα έργα κοντά μας και προκαλούν ζύμωση και στοχασμό. Των εκθέσεων που συνήθως επισκέπτονται οι επίσημοι στα εγκαίνια και οι τουρίστες τις υπόλοιπες μέρες.

Να εξηγεί, επίσης, ότι ο Ερμής και κάθε άλλη μορφή δεν απεικονίστηκε στην τέχνη με ένα και μοναδικό τρόπο. Τι στην ευχή; δεν τον είδε κανένας τον θεό Ερμή ούτε τον φωτογράφισε. Τον φαντάστηκαν καλλιτέχνες και τον αναπαρήγαγαν ο καθένας με τον τρόπο του, τη θεωρία του και την αντίληψη που υπηρετούσε. Αλλιώς η αρχαϊκή γλυπτική (ώριμο σε ηλικία, σοβαρό, με γένια), αλλιώς η αρχαία και ελληνιστική γλυπτική (νεαρό, ανάλαφρο, γυμνό), αλλιώς η κλασική ζωγραφική και αλλιώς η εξπρεσιονιστική, αλλιώς η μοντέρνα τέχνη των κόμικς και πάει λέγοντας. Και δεν τελειώνουμε με τις τέχνες της απεικόνισης: αλλιώς τον είδε ο Κερένυϊ στη Μυθολογία των Ελλήνων, αλλιώς ο Τσιφόρος στη δική του. Δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος να απεικονίσεις κάτι, και καμία καλλιτεχνική απεικόνιση δεν είναι σε θέση να προσβάλει κανέναν, άνθρωπο ή πόλη.

Μπορεί να τον υπερασπιστεί;

Στους υπεύθυνους της δημοτικής αρχής που συγκατατέθηκαν στην υπαίθρια έκθεση, μπράβο χωρίς ενδοιασμούς. Εκείνο, όμως, που κατόπιν κάνει εντύπωση είναι ο τρόπος που επέλεξαν να την υπερασπιστούν ή σωστότερα, να μην την υπερασπιστούν. Τονίζουν σε γραπτή ανακοίνωση (με bold και υπογράμμιση ταυτόχρονα!) ότι η έκθεση είναι προσωρινή και έγινε χωρίς κόστος για τους δημότες. Με δυο λόγια «δεν πάθαμε και τίποτα βρε παιδιά, υπομονή, σε 20 μέρες φεύγει»!

Έτσι αντιδράς, όταν αιφνιδιάζεσαι από την ίδια την τέχνη και τους δημότες σου, όταν ξυπνάς από το λήθαργο συγχαρητηρίων και ευχάριστων φωτογραφήσεων σε εγκαίνια, και αντιλαμβάνεσαι ότι η σχέση σου με τις τέχνες πρέπει να πάει σε λίγο μεγαλύτερο βάθος. Έτσι αντιδράς, επίσης, όταν έχεις ένοχα συναινέσει να γίνεται η τέχνη εργαλείο προσωπικής προβολής με απεικόνιση εν ζωή, σε  δημόσιο χώρο. Προνόμιο που, για να το πω απλά, δεν πωλείται και δεν αγοράζεται.

Πολλές μικρές πόλεις, στον τομέα της τέχνης, βασανίζονται από την ελαφρότητα ενός επαρχιωτισμού, που διαπερνά σε πλείστες περιπτώσεις και τα Μέσα Ενημέρωσης. Όλες οι παραστάσεις είναι «φανταστικές», όλες οι συναυλίες «μαγεύουν και απογειώνουν», όλες οι εκθέσεις ζωγραφικής «συγκινούν και εντυπωσιάζουν». Τα βαρετά, επαναλαμβανόμενα, εντέλει ανειλικρινή εγκώμια, εκτός από την άγνοια ή το φόβο που προδίδουν (φόβο να πεις τεκμηριωμένα τη γνώμη σου), τελικώς μειώνουν τους λίγους καλλιτέχνες που πραγματικά έχουν δυνατότητες να κάνουν κάτι ξεχωριστό. Μη γελιέστε, μετρημένοι στα δάκτυλα είναι. Αλλά πλάι σε αυτούς είναι όμορφο και δημιουργικό ο καθένας να δουλεύει, να προσπαθεί, να ξεπερνά τον εαυτό του, να διεκδικεί την έκθεσή του στα μάτια των συμπολιτών.

Δεν είναι, λοιπόν, κακό η κριτική πχ. για τη Χ παράσταση να λαμβάνει υπόψη ότι οι συντελεστές είναι ερασιτέχνες, να τους ενθαρρύνει, αλλά παράλληλα να επισημαίνει τις εμφανείς αδυναμίες, όπου υπάρχουν, ώστε σε επόμενο έργο να δουλευτούν περισσότερο. Πώς να το κάνουμε; Δεν γίναμε ξαφνικά η πόλη του Κουν, του Χατζιδάκι και του Χατζηκυριάκου Γκίκα, να «μαγευόμαστε» από κάθε ντόπιο καλλιτέχνη και την επομένη να βγάζουμε το μένος μας με το πρώτο «ξένο» έργο που θα μας ξενίσει.