Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ. καθηγητής καρδιολογίας

ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΥΣΕΞΙΑ*

  • Τρίτη, 10 Ιουλίου, 2018 - 06:22

Ό,τι γεννιέται κάποτε πεθαίνει. Η μεταθανάτια «ζωή» είναι απόλυτο μυστήριο, απρόσιτο στον ανθρώπινο λογισμό. Παρά ταύτα, οι άνθρωποι δεν έπαψαν ποτέ να αγωνίζονται εναντίον του θανάτου. Εδώ και ένα αιώνα περίπου, η τεχνολογία, ιδιαίτερα η ιατρική, έχει επιτύχει πρωτοφανή παράταση της ζωής, τόση που έχει αρχίσει να δημιουργεί προβλήματα. Κοινωνικό πρόβλημα είναι ότι το κόστος της συντήρησης στη ζωή γιγαντώνεται, ενώ το άτομο είναι κοινωνικά ανίκανο να αποδώσει. Προσωπικό είναι ότι όσο περισσότερο ζει κάποιος, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να αποκτήσει μια νόσο η οποία δεν ιάται μεν, ούτε σκοτώνει, αλλά βασανίζει τον άρρωστο. Κι ο γιατρός βρίσκεται μπροστά σε διλήμματα που αδυνατεί να λύσει μόνος του.

Το Εγώ μας έχει τρεις συνιστώσες: μια αισθητή από όλους∙ μια νοητή από όλους, άμεσα προσιτή μόνο από το ίδιο το Εγώ∙ και μια κοινωνική, την εικόνα του που έχει αποτυπωθεί στην κοινωνία. Αντίστοιχα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει την υγεία όχι μόνο ως απουσία νόσου, αλλά ως ψυχική, σωματική και κοινωνική ευεξία. Αντίστοιχα διακρίνεται και η ιατρική σε τρεις στόχους. Η σωματική αποσκοπεί στην παράταση της ζωής, η ψυχική στη βελτίωση της ποιότητας ζωής και η κοινωνική στην αποκατάσταση της ικανότητας του αρρώστου να ανταποκρίνεται στις κοινωνικές του σχέσεις, οικογένεια, φίλους, επάγγελμα. Δυστυχώς, αρκετά συχνά η επιδίωξη του ενός στόχου επιδεινώνει τον άλλον. Οι χημειοθεραπείες παρατείνουν για κάποιο διάστημα τη ζωή, υποβαθμίζοντας όμως την ποιότητά της. Θεραπείες που ανακουφίζουν από συμπτώματα ενδέχεται να επισπεύδουν την έλευση του θανάτου. Ο άρρωστος, όταν, λόγω της νόσου του παύει να εργάζεται και να έχει έσοδα, είναι αναγκασμένος να αυξήσει τις δαπάνες του σε πληρωμές γιατρών, εξετάσεων, φαρμάκων, νοσοκομείων κλπ για να αποκατασταθεί. Επομένως απαιτείται ιεράρχηση των τριών στόχων της υγείας. Τα πλαίσια αυτής της ιεράρχησης οφείλει να τα αποφασίσει η κοινωνία, όχι ο γιατρός, που αδιαπραγμάτευτο έργο του είναι αποκλειστικά το συμφέρον του αρρώστου του. Ποιο είναι όμως το συμφέρον του;

Παραδοσιακά, η προτεραιότητα της σωματικής όψης, η παράταση της ζωής του αισθητού Εγώ, προέχει. Χωρίς σωματική ζωή δεν μπορούν να υπάρχουν οι δύο άλλες όψεις της ζωής. Ωστόσο, δεν ήταν πάντοτε έτσι. Χαρακτηριστικός είναι ο μύθος της Ηώς, πανέμορφης νεαρής αδελφής του Απόλλωνα ήλιου και της Άρτεμης σελήνης. Ερωτεύθηκε ένα κοινό θνητό, τον Τιθωνό. Τόσο τον αγάπησε, που παρακάλεσε το Δία να τον κάνει αθάνατο για να ζήσουν για πάντα μαζί. Κι ο ερωτύλος μεγάλος θεός συγκινήθηκε και της έκανε το χατίρι. Μόνο που η καημένη ξέχασε να του ζητήσει και να τον κάνει εσαεί νέο. Κι ενώ εκείνη έμενε νέα και ωραία, εκείνος γερνούσε, ζάρωνε, μιλούσε ψευδίζοντας σα να έκανε τζι-τζι κι η Ηώς τον λυπήθηκε και τον μεταμόρφωσε σε τζιτζίκι για να της τραγουδάει κάθε πρωί μόλις τη βλέπει να προβάλλει στην ανατολή.

Η έμφαση στην αισθητή όψη της ζωής ενισχύθηκε μετά τα τερατώδη πειράματα του ναζισμού. Ωστόσο, τα προβλήματα έχουν αρχίσει να γίνονται εμφανέστερα τελευταία. Σε κάποιες χώρες έχει γίνει νόμιμη η ευθανασία υπό ποικίλες μορφές.

Στην ενεργητική ευθανασία ανήκουν κυρίως περιπτώσεις που ο άρρωστος υποφέρει, ενώ η νόσος του είναι ανίατη. Η ιατρική του προσφέρει τα μέσα ανακούφισης. Ωστόσο, αυτά γίνονται βαθμιαία ανεπαρκή, διότι η νόσος προχωρεί, ενώ τα ίδια τα φάρμακα προκαλούν αντοχή, εθισμό και γίνονται ολοένα λιγότερο δραστικά. Ο γιατρός αυξάνει τις δόσεις τους, ώσπου δίνει υπερβολική δόση που γίνεται θανατηφόρος. Οι θρησκευτικές αντιλήψεις, ισχυρές πάντοτε, ιδίως στις ακραίες υπαρξιακές περιπτώσεις, εύχονται «Χριστιανά τα τέλη της ζωής, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά». Ο γιατρός μπορεί να συμβάλλει σ΄ αυτό το στόχο, αλλά η ευχή απευθύνεται στο Θεό, όχι στο γιατρό. Αν όμως ο Θεός ενεργεί διαμέσου κάποιου οργάνου του, γιατί να μη δεχθούμε ότι ο θεράποντας γίνεται το όργανό Του;

Η παθητική ευθανασία έχει πρώτιστα ισχύ στις περιπτώσεις που έχει πεθάνει το νοητό Εγώ, αλλά επιβιώνει το αισθητό. Στις τυπικές περιπτώσεις το νοητό Εγώ πεθαίνει όταν πάψει οριστικά να διακρίνει τον εαυτό του από το περιβάλλον του. Αν σταματήσει απότομα η καρδιακή λειτουργία, σε <10 δευτερόλεπτα περίπου χάνονται οι αισθήσεις και, αν δεν υπάρξει ιατρική παρέμβαση, σε 3-4 λεπτά επέρχεται και ο σωματικός θάνατος. Το σώμα αρχίζει να εξομοιώνεται με το περιβάλλον του. «Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει». Σε αιφνίδιο βίαιο θάνατο, το τέλος του νοητού και του αισθητού Εγώ μπορούν να είναι ταυτόχρονα, ενώ σε βαριά κώματα, ο νοητός θάνατος μπορεί να προηγείται ώρες, μέρες, κάποτε και μήνες ή έτη πριν από το θάνατο του αισθητού Εγώ. Η σωματική «ζωή» τότε συντηρείται με σωληνάκια που εισδύουν στο σώμα και με διάφορα τεχνητά όργανα, τεχνητή καρδιά, πνεύμονες, νεφρούς, ήπαρ κλπ. Η σωματική όψη της ύπαρξής μας υπάρχει εξίσου σε μας και στα ζώα. Η νοητή όψη όμως, κυρίως με ελευθερία της βούλησης, είναι ειδικά ανθρώπινο προνόμιο. Ζει λοιπόν πραγματικά ένα τέτοιο άτομο, όταν δεν αντιδρά σε κανένα ερέθισμα κι ούτε έχει καμιά αυτόματη κίνηση; Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν απλώς παραλειφθεί η κατάλληλη υποβοήθηση στο σώμα του, το άτομο καταλήγει και σωματικά. Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο, όταν το άτομο έχοντας πλήρεις αισθήσεις έχει δηλώσει εκ των προτέρων τη ρητή βούλησή του ότι δεν επιθυμεί να του προσφερθούν τέτοιου είδους βοήθειες. Ο γιατρός, φροντίζοντας για το συμφέρον του αρρώστου του, δεν επιτρέπεται να εφαρμόσει καμιά θεραπεία ενάντια στη βούληση του αρρώστου.

Υπάρχει και η υποβοηθούμενη ευθανασία, στην οποίαν ο γιατρός δίνει στον άρρωστό του τα κατάλληλα, ανώδυνα, θανατηφόρα φάρμακα για να τα χρησιμοποιήσει όποτε αυτός νομίζει.

Στη χώρα μας, οποιαδήποτε μορφή ευθανασίας από τις παραπάνω διώκεται ποινικά.

Θεωρώ, ότι ο νόμος πρέπει να εκσυγχρονισθεί, για το συμφέρον του αρρώστου, λαμβάνοντας υπόψη της σύγχρονες δυνατότητες και ανάγκες. Ειδήμονες, γιατροί, νοσηλευτές, νομικοί, φιλόσοφοι, θρησκευτικοί ηγέτες κλπ πρέπει να συνεισφέρουν. Η απόφαση όμως είναι της κοινωνίας ούτε μόνο των ειδημόνων ούτε μόνο των αρχόντων. Μια κληρωμένη επιτροπή (βουλευτές;) έχοντας ακούσει τους ειδήμονες θα ήταν ίσως η πιο κατάλληλη να αποφασίσει σχετικά.

Κάθε απόφαση, πάντως, θα πρέπει να λάβει υπόψη της την πολυπλοκότητα του προβλήματος και να μην καταλήξει σε γενικεύσεις. Θεωρώ, αν ερωτώμουν, ότι η προτεραιότητα της ποσότητας έναντι της ποιότητας της ζωής πρέπει γενικά να πρυτανεύει στους νέους, ενώ η προτεραιότητα της ποιότητας (κατά της δυσεξίας) στους υπερήλικες

*Στηρίζεται σε διάλεξη που δόθηκε σε συνεδρία της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας, Αθήνα, 7 Ιουνίου 2018, με τίτλο: «Ηθικά ιατρικά προβλήματα και η υπαρξιακή ανάλυσή τους».

Διαβάστε ακόμα