Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ. καθ.καρδιολογίας

Λογοκρισία

  • Τρίτη, 25 Οκτωβρίου, 2016 - 06:09
  • /   Eνημέρωση: 25 Οκτ. 2016 - 7:36

Διάβασα προχθές στο Διαδίκτυο μια επιστολή προς την Ελληνική δικαιοσύνη. Έγραφε: «Στις 27 Οκτωβρίου του 2016 διεξάγεται μία δίκη που φέρνει στο εδώλιο την ίδια την ιστορική επιστήμη. Μία ιστορικός, η SheilaLecoeur (ΣέιλαΛεκέρ), ένα βιβλίο της, προϊόν ιστορικής έρευνας, που εκδόθηκε το 2013 με τίτλο Το νησί του Μουσολίνι. Φασισμός και ιταλική κατοχή στη Σύρο… και ο εκδοτικός οίκος που το κυκλοφόρησε… βρίσκονται κατηγορούμενοι….». Επιτρέψτε μου εδώ να πω τη γνώμη μου, όχι για το βιβλίο, αλλά για το γεγονός ότι κάποιο βιβλίο, συγγραφέας και εκδότης παραπέμπονται στο δικαστήριο. Έχω ξανασυζητήσει παρόμοιο θέμα.

Ο Αριστοτέλης ορίζει την ελευθερία: «ν μν τὸ ἐν μέρει ρχειν καὶ ἂρχεσθαι…ν δὲ τὸ ζν ς βούλεταἱ τις» Το να μπορεί κανένας να ζει όπως θέλει, αφορά το νοητό Εγώ, αφού η βούληση είναι νοητή διαδικασία. Δεν αφορά το αισθητό (σωματικό μας) Εγώ, αφού αυτό πειθαρχεί πλήρως στους φυσικούς, βιολογικούς νόμους. Το να είναι κάποιος εκ περιτροπήςάρχοντας και αρχόμενος, αφορά βέβαια το κοινωνικό Εγώ. Το «ενμέρει», στη σειρά δηλαδή, αναφέρεταιστην ισότητα, (ισοπολιτεία) και είναι ιδιότητα της δημοκρατίας. Επιτυγχάνεται καλύτερα με κλήρωση. Ο Αριστοτέλης φαίνεται να ταυτίζει ισότητα και ελευθερία. Η συμπόρευση ελευθερίας και ισότητας, υποστηρίχθηκε και από το διαφωτισμό (Kantκλπ) και τη Γαλλική Δημοκρατία, έχει όμως αμφισβητηθεί από σύγχρονους διανοητές. O πολιτικός και κοινωνιολόγος Moynihan έλεγε ότι «η αντιπαλότητα μεταξύ του Προέδρου Wilson και του Lenin ήταν ο αγώνας μεταξύ του κόμματος της ελευθερίας και της ισότητας». Προφανώς πρόκειται για σύγχυση. Η ελευθερία αφορά το νοητό Εγώ, ενώ η ισότητα το κοινωνικό. Αφορώντας δύο διαφορετικές υποστάσεις του Εγώ μας, δεν μπορούν να έρχονται σε αντίθεση. Ο Moynihanαναφέρεται, προφανώς στην ελευθερία της αγοράς και όχι στην ελευθερία των ανθρώπων.

Η ελευθερία της πράξης αφορά το αισθητό Εγώ, αφού η πράξη γίνεται από όλους αισθητή. Περιορίζεταιαπό τους βιολογικούς νόμους. Η ελευθερία της σκέψης αφορά το άβατο νοητό Εγώ, είναι η «ελευθερία της βούλησης». Τα σύνορά της ορίζονται από την απεριόριστη φαντασία. Η ελευθερία της έκφρασης όμως είναι συζητήσιμη. Η έκφραση είναι πράξη. Όταν εκφράζεται κάποιος, αυτό γίνεται αντιληπτό από όλους, έστω και αν δεν γίνεται κατανοητό. Εκφραζόμαστε κυρίως με τη γλώσσα (επικοινωνία στόματος-αφτιού) ή με τη γραφή (επικοινωνία χεριού-ματιού). Το τι λέμε όμως έχει αντιστοιχία με το τι σκεφτόμαστε (νοητά) και επιτυγχάνει επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών προσώπων. Ως επικοινωνία επομένως, η έκφραση αφορά το κοινωνικό Εγώ. Η κοινωνία οφείλει να ελέγχει τις πράξεις των μελών της, έτσι που οι πράξεις κάποιου να μην περιορίζουν τις πράξεις άλλων·δεν έχει δικαίωμα να ελέγχει τη νόησή τους (π.χ. κοινωνικά φρονήματα ή πίστεις)· πόσοδικαίωμα έχει όμως να ελέγχει την έκφραση, απαιτεί συζήτηση και ρητή απόφαση. Απαγορεύεται και τιμωρείται π.χ. η συκοφαντία, η εξύβριση, η παρακίνηση σε βία, καθώς τέτοιες εκφράσεις υποκινούν πράξεις, όπως ήταν η βία των τζιχαντιστών εναντίον των Γάλλων δημοσιογράφων που γελοιογραφούσαν τον Μωάμεθ.

Η επιστήμη στοχεύει στην αναζήτηση της αλήθειας εκεί όπου διασταυρώνονται η θεωρία με την εμπειρία, η υπόθεση με την παρατήρηση, το νοητό με το αισθητό. Κάθε αδιασταύρωτη «αλήθεια», όπως αυτή που στηρίζεται σε μια υπερβατική πίστη, είναι αμφισβητήσιμη. Και η αλήθεια, ευχάριστη ή δυσάρεστη, είναι πάντοτε καλοδεχούμενη.Η επιστημονική αλήθεια ενέχει ποσοστό σφάλματος, που μπορεί, ωστόσο, να μετρηθεί ή, τουλάχιστον, να παρατηρηθεί. Και η αλήθεια που εκφράζεται από μια επιστημονική μελέτη μπορεί να αντικρουστεί με άλλα επιστημονικά επιχειρήματα. Και οφείλει να γίνεται έτσι, διότι, από την αντίθεση μεταξύ επιστημονικών υποθέσεων προκύπτει η σύνθεση νέων που περιμένουν τη διασταύρωσή τους με νέες παρατηρήσεις για να επιβεβαιωθούν. Τέτοιες διαμάχες υπάρχουν τόσο στις φυσικές όσο και στις κοινωνικές επιστήμες, όπως είναι η ιστορική επιστήμη.

Τα τελευταία χρόνια είχαμε την περίπτωση ενός Γερμανού ιστορικού, του Richter, που παρουσίασε τις χιτλερικές ωμότητες στην Κρήτη, λίγ΄ ως πολύ ως νόμιμη άμυνα στις επιθέσεις που δέχονταν από τους Κρητικούς. Οι Γερμανοί ήταν στρατιώτες, ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν ό,τι τους διέταζαν, οι Κρητικοί όμως ήταν άτακτοι αντάρτες, κανένας δεν τους υποχρέωνε να κάνουν ό,τι έκαναν. Η υπόθεση οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη, όπου, σωστά, ο καθηγητής απαλλάχθηκε. Τα επιχειρήματά του, καταφανώς απαράδεκτα για τον κοινό, Ελληνικό τουλάχιστον, νου, ήταν αυτά που επικαλούνταν οι ναζιστές στις δίκες που έγιναν μετά τη λήξη του πολέμου. Τέτοια επιχειρήματα όμως οφείλουν να αντικρουστούν από ιστορικούςμε επιστημονικά αντεπιχειρήματα και όχι ποινικά. Δεν είχε διαπράξειτις άδικες Γερμανικές πράξεις ο συγγραφέας. Αυτή την υπόθεση θυμήθηκα με την παραπομπή της SheilaLecoeurστη δικαιοσύνη.

Ακόμη και στις πιο ακραίες καταστάσεις η ζωή συνεχίζεται. Γίνονται κάποιες πράξεις που απαιτούν κοινωνική τεκμηρίωση, γάμοι, κηδείες, άδειες οικοδόμησης, μισθοδοσίες κλπ. Κάποιοι που νομιμοποιούν τέτοιες πράξεις στις δύσκολες συνθήκες μιας κατοχής αξίζουν συχνά συγχαρητήρια μάλλον παρά ψόγο. Φυσικά, αξίζουν την κοινωνική κατακραυγή, αν, χάρη στην εξουσία τους, έβλαψαν συμπολίτες τους ή επωφελήθηκαν. Ήμουν πολύ μικρός στην κατοχή και η όποια μαρτυρία μου δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Νομίζω όμως πως θυμάμαι αόριστα τον Βαΐτση Βάγια νομάρχη και δεν θυμάμαι να έχω ακούσει ότι επωφελήθηκε ή έβλαψε οποιονδήποτε χάρη στη θέση του.

Η Lecoeur,έχοντας εντρυφήσει σε χιλιάδες κατοχικά έγγραφα, μας υπομνήσκει στο βιβλίο της, ποιοι ήταν τότε οι τοπικοί άρχοντες και της οφείλομε γι΄ αυτό χάριτες. Αναναφέρει ανακρίβειες ή ανεπαρκώς τεκμηριωμένα στοιχεία, έργο των ιστορικών είναι να τα ανασκευάσουν. Αν βέβαια, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που θέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον των προσώπων που αναφέρει, τότε έχει σοβαρές νομικές ευθύνες. Στην προκειμένη περίπτωση δύσκολα μπορώ να φαντασθώ να ισχύει η τελευταία περίπτωση, αφού μάλιστα ο αναφερόμενος κατοχικός νομάρχης δεν υπάρχει πια.

Αντίθετα, η προσπάθεια κάποιων να παραπέμψουν την ιστορικό στη δικαιοσύνη μου φαίνεται πολλαπλά επιζήμια. Προσπαθούν αφενός να φιμώσουν την ιστορική επιστήμη, πράγμα απαράδεκτο. Αφετέρου βλάπτουν αυτοίτην υπόληψη του θανόντα, καθώς παρακινούν σε δημόσια αναμόχλευση τη δράση του, που πέρα από το γεγονός ότι υπήρξε νομάρχης στην κατοχή, για τίποτε δεν κατηγορείται σήμερα.

Δεν αμφιβάλλω ότι η Δικαιοσύνη θα πράξει το καθήκον της, όταν μάλιστα το Σύνταγμά μας ορίζει σαφώς ότι «η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες» και ακόμη ότι «ο τύπος είναι ελεύθερος. H λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται».

 

Διαβάστε ακόμα