Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ. Καθηγητή καρδιολογίας

ΔΟΥΛΟΙ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ

  • Τρίτη, 7 Νοεμβρίου, 2017 - 06:12
  • /   Eνημέρωση: 7 Νοε. 2017 - 7:14

Μάχη. Η αιχμή του δόρατός μου στο στήθος του εχθρού. Είναι αιχμ-άλωτος. Τον κάνω δούλο μου. Να είναι κτήμα μου, πράγμα. Άλλο σενάριο. Είμαι πλούσιος γαιοκτήμονας. Η χρονιά πήγε άσχημα. Δεν έβρεξε, ήλθε ένα μαγιάτικο χαλάζι και κατέστρεψε τη σοδιά. Δεν με νοιάζει. Το χωράφι μου είναι τεράστιο, τα λίγα που έχω ανάγκη τα καλύπτει η οσοδήποτε μικρή παραγωγή του. Μου χτύπησε όμως την πόρτα ο φτωχογείτονας ζητώντας βοήθεια. Τον δάνεισα. Αν δεν μπορέσει να μου τα επιστρέψει, θα μου εκχωρήσει το χωραφάκι του, ύστερα θα μου πουλήσει δούλο το γιο του, τη γυναίκα του, τελικά τον εαυτό του. Να εργάζονται για μένα ή να τους πουλήσω στο σκλαβοπάζαρο. Ή, τρίτο σενάριο, απλά πήγα στην αγορά και τον αγόρασα. Υγιής, νέος, έχει γερά μούσκουλα, καλός να κάνει τη δουλειά μου. Εγώ πάλι, του εξασφαλίζω στέγη και τροφή. Λίγο είναι; Κι επειδή είμαι καλός άνθρωπος, θα του δώσω και κανένα αποφόρι μου για να μην κρυώνει. Προνόμιο του δούλου (που εγώ δεν το έχω) είναι ότι δεν πληρώνει φόρους! Γι΄ αυτό κάποιοι ευχαρίστως υποδουλώνονται.

Παλιά ήταν συνηθισμένο. Υπήρχε αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ δεσπότη και δούλων. Αν δεν τους έδινε να φάνε, θα πέθαιναν, καθώς δεν είχαν δικιά τους αποθήκη με τρόφιμα ούτε δικιά τους περιουσία για να τα παράγουν. Από την άλλη, αν δε δούλευαν για το δεσπότη, αυτός δεν θα είχε παραγωγή για να επιβιώσει. Αυτοί πάντως ήταν κτήματά του, όχι κτήτορες. Τι διαφορά υπάρχει;

Η εξάρτηση είναι αμοιβαία. Αν δεν παράσχει ο κύριος τροφή και στέγη, ο δούλος θα πεθάνει. Κι αν δεν δουλέψει αυτός για κείνον, ο αφέντης θα πεθάνει. Δεν στηρίζω πια την αιχμή του δόρατός μου στο στήθος του. Βέβαια, έχω πίσω μου την κοινωνία μου, στην οποίαν μετέχω εγώ, αλλά όχι εκείνος, και αυτή η κοινωνία δεν θα ανεχθεί να δραπετεύσει ο δούλος μου. Οι πρόγονοί μας νομίζω συκοφαντήθηκαν ότι, τόσο σοφοί, δεν σκέφτηκαν τη δουλεία. Ο Αλκιδάμας όμως έλεγε: «Ἐλευθέρους ἀφῆκε πάντας θεὸς, οὐδένα δοῦλον ἡ φύσις πεποίηκε.» Κι ο Αριστοτέλης έβλεπε ότι «νόμῳ γὰρ τὸν μὲν δοῦλον εἶναι τὸν δ΄ ἐλεύθερον οὺθὲν διαφέρειν. Διόπερ οὺδὲ δίκαιον. Βίαιον γὰρ…Καὶ πὰσα δουλεία παρὰ φύσιν ἐστὶ». Μ΄ άλλα λόγια, η δουλεία δεν είναι κάτι το φυσικό ή δίκαιο, επιβάλλεται βίαια με το νόμο (έθιμο). Στην έννοια της ελευθερίας περιλάμβανε και την ισότητα, το να άρχει ενμέρει και να άρχεται κάποιος. «Ελευθερία: Ἓν μὲν τὸ ἐν μέρει ἂρχειν καὶ ἂρχεσθαι…ἓν δὲ  τὸ  ζῆν  ὡς βούλεταἱ  τις». Ήταν όμως αναγκαία η δουλεία κι ο Αριστοτέλης τη δικαιολογεί. «Αν οι σαΐτες ύφαιναν από μόνες τους και οι χορδές της κιθάρας έπαιζαν από μόνες τους, τότε ούτε οι αρχιτεχνίτες θα χρειάζονταν υπηρέτες ούτε οι ελεύθεροι δούλους». Έφθασε να δει σχεδόν ένα είδος αμοιβαίας αγάπης μεταξύ δούλου και αφέντη, αφού καθένας τους προσφέρει στον άλλον. Ρατσιστικά θεώρησε ότι οι Έλληνες είναι «φύσει» ελεύθεροι, οι βάρβαροι «φύσει» δούλοι (διότι δεν σκέπτονται). Έναντι της προσφοράς έργου του δούλου στον αφέντη, αυτός απαλλάσσει το δούλο του από την ανάγκη να σκέφτεται. Λάθος είχε βέβαια ο Σοφός. Ο Ευριπίδης έμμεσα στήριξε τους δούλους, δίνοντάς τους ενεργό δράση στις τραγωδίες του. Ο θεσμός της δουλείας επεκτάθηκε στη Ρωμαϊκή εποχή. Κάποιος Καίκιλλος την εποχή του Αυγούστου είχε 4000 δούλους!

Για να καταργηθεί ένας θεσμός καθιερωμένος από αιώνες χρειάζονται ταυτόχρονα ένα εμπειρικό και ένα θεωρητικό κίνητρο. Και, φυσικά, επαρκής χρόνος. Η δουλεία έγινε ασύμφορη. Για να θρέψουν τους δούλους, δεν αρκούσε το έργο που πρόσφεραν. Θεωρητικό ήταν η καταλυτική επίδραση του Χριστιανισμού. Παύλος: «οὐκ ἒνι Ἰουδαῖος οὐδἑ Ἓλλην, οὐκ ἒνι δοῦλος οὐδἑ ἐλεύθερος, οὐκ ἒνι ἂρσεν καὶ θῆλυ, πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστἑ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Στο Βυζάντιο έγινε σταδιακά η αποδυνάμωση της δουλοκτησίας. Ο Ιουστινιανός για πρώτη φορά όρισε με νόμο πως ο δούλος είναι άνθρωπος και όχι πράγμα. Παρά ταύτα η ευγενική λευκή φυλή συνέχισε τη δουλεία στην Αμερική ως πριν από ενάμιση αιώνα, ενώ ανεπίσημα η δουλεία συνεχίζεται ως σήμερα, όταν π.χ. αυτός που βρίσκεται σε ένδεια είναι καταδικασμένος να μείνει άστεγος ή σε υποχρεωτική εργασία ή στη φυλακή ή να εκπορνεύεται.

Η αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ δούλου και αφέντη είναι γεγονός. Πού βρίσκεται λοιπόν η ουσία; Είναι ακριβώς αυτό που παρατήρησε, αλλά ανάποδα, ο Αριστοτέλης. Το αισθητό, σωματικό μας Εγώ δεν μπορεί να είναι ελεύθερο, υποκείμενο στους φυσικούς/φυσιολογικούς νόμους. Ούτε το κοινωνικό μας Εγώ είναι ελεύθερο, υποκείμενο στους κοινωνικούς νόμους. Οι φυσικές και οι κοινωνικές επιστήμες μπορούν να μειώνουν την αντίστοιχη εξάρτηση, αλλά δεν την καταργούν. Τελικά ελευθερία υπάρχει μόνο στο νοητό Εγώ που είναι άμεσα αντιληπτό αποκλειστικά από το ίδιο το πρόσωπο, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν μόνον έμμεσα να το νοούν, να το συμπεραίνουν. Η ελευθερία της βούλησης είναι απεριόριστη. Ασφαλώς, μόλις η ελευθερία της βούλησης αρχίσει να εκδηλώνεται αισθητά αρχίζουν οι περιορισμοί από τους φυσικούς και κοινωνικούς νόμους. Ορθά λοιπόν η οξυδέρκεια του Αριστοτέλη παρατήρησε ότι κύρια διαφορά μεταξύ δούλου και ελευθέρου είναι ότι ο δεύτερος απαλλάσσει τον πρώτο από την ανάγκη να σκέφτεται έχοντας, αποκλειστικά αυτός, την ελευθερία της βούλησης. Μόνο που θεώρησε τη σκέψη ως δυσάρεστο μόχθο, ενώ αυτή είναι η υπεροχή, η ηδονή της ελευθερίας.

Προφανώς, σήμερα ελευθερία ταυτιζόμενη με την ισότητα δεν υπάρχει πουθενά. Στην καλύτερη περίπτωση της ολιγαρχικής ρεπούμπλικας («φιλελεύθερης» ή «αστικής» δημοκρατίας) κάθε πολίτης εκφράζεται μία στιγμή κάθε 4 χρόνια για να εκφράσει έγκυρα τη βούλησή του στην εκλογική κάλπη. Αντ΄ αυτής, υπάρχει η ελευθερία της αγοράς, όπου εμπορεύσιμα είναι, σε σημαντικό βαθμό, ακόμη και τα άτομα. Το μόνο που δεν είναι εμπορεύσιμο είναι το νοητό Εγώ, οι γνώσεις, τα συναισθήματα και η βούληση του καθενός, χωρίς τη θέλησή του. Το αισθητό, σωματικό, Εγώ όμως είναι εμπορεύσιμο, αφού όταν ασθενήσει, πληρώνει για να αποκατασταθεί η υγεία του. Πολύ περισσότερο εμπορεύσιμο είναι το κοινωνικό Εγώ, που η επικοινωνία του με το περιβάλλον του είναι συνάρτηση της οικονομικής του κατάστασης. Προφανώς η πορνεία (ιεροδουλεία), έστω οικειοθελής, είναι δουλεία.

Η διαφοροποίηση των ατόμων είναι υποχρεωτική. Ωστόσο, μόνον η δημοκρατία, με ίσες πιθανότητες άρχειν και άρχεσθαι, μπορεί να επιτύχει να μην εκφυλίζεται η διαφοροποίηση σε ανισότητα, ενώ επιτρέπει προσωπική ελευθερία ως εκεί που δεν θίγει την ελευθερία των άλλων.

 

Διαβάστε ακόμα