Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ. Καθηγητή καρδιολογίας

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑ

  • Τρίτη, 27 Φεβρουαρίου, 2018 - 06:22

Τα θρησκευτικά διδάσκουν την πίστη και τη λατρεία της θρησκείας μας, ενώ η θρησκειολογία ενημερώνει για όλες τις θρησκείες. Αφήνει την πίστη στη διάκριση του μαθητή και στην οικογενειακή του παράδοση. Το πολίτευμά μας δεν υποχρεώνει όλα τα παιδιά να παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών, αν είναι αλλόθρησκα. Σωστά. Επίσης το κράτος μας δεν δέχεται να γίνει καθηγητής θρησκευτικών πτυχιούχος θεολογίας αλλόθρησκος. Λογικό. Έτσι όμως παραβιάζονται τα στοιχειώδη δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών. Αν διαθέτουμε κάποιο χρόνο υποχρεωτικής εκπαίδευσης για όλα τα Ελληνόπουλα, πρέπει όλα να παρακολουθούν τα ίδια, υποχρεωτικά, μαθήματα σ΄ αυτό το διάστημα. Κι αν είναι όλοι οι πολίτες ίσοι, πρέπει όλοι, ανεξάρτητα από το θρήσκευμά τους, να μπορούν να αναλάβουν οποιαδήποτε δουλειά, όπως υπηρετούν την πατρίδα. Το μάθημα των θρησκευτικών είναι επομένως αναγκαστικά διχαστικό διαχωρίζοντας τους πολίτες. Δύο λύσεις: Ή καταργούμε το μάθημα των θρησκευτικών ή το αντικαθιστούμε με θρησκειολογία. Θρησκευτικά διδάσκει κάθε θρήσκευμα στους πιστούς του.

Η μακρόχρονη εμπειρία δείχνει ότι οι άνθρωποι πάντοτε πίστευαν σε υπερφυσικές δυνάμεις. Μοιάζει με βιολογική ανάγκη του ανθρώπου η πίστη. Γι΄ αυτό προτιμώ τη θρησκειολογία από την απουσία θρησκευτικών. Υπάρχουν πολλές διαδεδομένες θρησκείες σήμερα: Χριστιανική, Μουσουλμανική, Ιουδαϊκή, όλες με τις υποδιαιρέσεις τους, Βουδδιστές, Ινδουϊστές, και άλλοι. Έχω διαβάσει το Ευαγγέλιο, στο σχολείο διδάχθηκα ό,τι από την Παλαιά Διαθήκη ταίριαζε στο Χριστιανισμό αλλά για τις λοιπές θρησκείες ελάχιστα γνωρίζω. Οι Έλληνες όμως είχαμε και την παραδοσιακή «ειδωλολατρική», θρησκεία, στην οποία κανένας δεν πιστεύει σήμερα, αλλά εξακολουθεί, ισχυρίζομαι, να επηρεάζει σημαντικά τον καθημερινό μας βίο. Αυτά μόνο σε μάθημα θρησκειολογίας μπορούν να διδαχθούν, εφόσον θεωρούμε ότι η δυνατότητα να αναπτύξουν θρησκευτική συνείδηση τα παιδιά είναι απαραίτητη. Θα επιχειρήσω εδώ μια σύγκριση της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας με το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.

Θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της αρχαίας θρησκείας και της Χριστιανικής (μαζί με την Ιουδαϊκή και τη μουσουλμανική) είναι ότι η πρώτη ήταν πολυθεϊστική, ενώ η δεύτερη μονοθεϊστική. Ισχύει όμως αυτό;

Γραφή: «Είπεν ο Θεός. Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ΄ εικόνα ημετέραν και καθ΄ ομοίωσιν». Και παρακάτω: «Είπεν ο Θεός. Ιδού ο Αδάμ έγινεν ως είς εξ ημών» (Γεν 1,26 και 3,22). Πού τον βλέπετε το μονοθεϊσμό; Η Βίβλος είναι σαφής. Εκτός από το Θεό υπάρχουν και άλλοι Αθάνατοι. Είναι οι Άγγελοι με αρχηγούς τους Γαβριήλ, Ραφαήλ και Μιχαήλ, αλλά και οι Διάβολοι με αρχηγό το Σατανά. Η διαφορά τους είναι, αφήνεται να εννοηθεί, ότι ο Θεός είναι δημιουργός καλής τάξης στον κόσμο και μάλιστα δεν εμπιστεύεται ο ίδιος την παντοδυναμία Του και γι΄ αυτό αξιολογεί στο τέλος το έργο του: «Είπεν ο Θεός γεννηθήτω φως και εγένετο φως. Και είδεν ο Θεός το φως ότι καλόν». Οι Άγγελοι δεν έχουν δική τους βούληση, αλλά μεταφέρουν τη βούληση του Θεού στους ανθρώπους. Ούτε οι διάβολοι έχουν δική τους (κακή) βούληση, αλλά αντιστρατεύονται τη δημιουργική βούληση του Θεού.

Και οι πρόγονοί μας; Βέβαια, οι ποιητές, Όμηρος, Ησίοδος κλπ μιλούν για πολλούς αθανάτους θεούς. Ωστόσο, υπήρχαν και φιλόσοφοι. Υλιστές και ιδεαλιστές. Ηράκλειτος: «Τρέφονται γὰρ πὰντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς, τοῦ θείου». Το θείον λοιπόν είναι Ένα. Εμπεδοκλής: «Οὓτως Ἁρμονίης πυκινῷ κρύφῳ ἐστήρικται/ Σφαῖρος κυκλοτερής μονίη περιηγέι γαίων» και περιγράφει το μόνο Θεό, την Αρμονία, σα Σφαίρα, ότι δεν είναι ορατή, δεν έχει κεφαλή ούτε πόδια και γεννητικά όργανα. Θυμίζει τον Ιωάννη που γράφει: «Ουδείς πώποτε Θεόν εώρακε»; Αλλά και ιδεαλιστές, όπως ο Πλάτων, θεωρούν, ένα μοναδικό, στον ενικό, το θείον.

Βέβαια, οι αρχαίοι πρόγονοί μας λάτρευαν πολλούς θεούς και τους απεικόνιζαν άλλοτε ζωγραφίζοντάς τους και άλλοτε σε αγάλματα. Στις εορταστικές λατρείες, γίνονταν πανηγύρια, μαζεύονταν κόσμος, άναβαν κεριά, έρχονταν κι οι πραματευτάδες με τα εμπορεύματά τους, έκαναν και θυσίες, αφιέρωναν τα κόκκαλα στους θεούς και έτρωγαν αυτοί τα μεζεδάκια. Από τις πιο σημαντικές ήταν οι εορτές του Διονύσου. Σύμβολό του το κρασί. Ήταν άνθρωπος, θνητός, διότι κάθε χρόνο πέθαινε. Γι΄ αυτό και δεν είχε θέση στον Όλυμπο. Αλλά ήταν και θεός, αθάνατος, διότι μετά το θάνατό του ανασταινόταν. Ο θάνατός του συνοδευόταν από θρηνώδεις ύμνους όπως «δείξον ημίν την ένδοξόν σου ανάστασιν» και η ανάστασή του εορταζόταν με εκκωφαντικούς κρότους, σωστό πανδαιμόνιο. Εμείς, οι Χριστιανοί, γιορτάζομε τους Αγίους, τους απεικονίζομε ζωγραφιστούς ή, οι καθολικοί, και γλυπτούς. Όταν γιορτάζουν, κάνομε πανηγύρια με προσέλευση πιστών, άναμμα κεριών, υπαίθριους πραματευτές, ψησταριές κλπ. Και ο Ιησούς είναι θεάνθρωπος. Μοίρασε το κρασί λέγοντάς μας: «τούτο εστί το αίμα μου». Πεθαίνει στο Σταυρό για μας και ανασταίνεται με βαρελότα και άλλες τρακατρούκες.

Κι όμως υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στην ορθόδοξη πίστη αφενός και την Ιουδαϊκή και αρχαιοελληνική αφετέρου: Ο Θεός που πιστεύομε είναι τρισυπόστατος.

Ο Άγιος Σπυρίδωνας πήρε ένα κεραμίδι, το έσφιξε, μια φλόγα πετάχτηκε πάνω, νερό έρρευσε κάτω και στο χέρι του έμεινε το χώμα. Όπως το κεραμίδι είναι νερό, χώμα και φωτιά, αλλά είναι Ένα, έτσι και ο Θεός είναι Ένας, αλλά τρισυπόστατος. Εντυπωσιακό, παραστατικό, αλλά δεν αντέχει στη λογική.

Τρισυπόστατο όμως είναι και το Εγώ μας. Το αισθητό από όλους Εγώ γεννιέται με τη σύλληψη. Το νοητό Εγώ, αντιληπτό άμεσα μόνον από τον εαυτό του, ενώ οι άλλοι το νοούν, το συμπεραίνουν, γεννιέται μόλις βγει το έμβρυο στο φως και στον αέρα. Το κοινωνικό Εγώ, τη στιγμή που εισάγεται στην κοινωνία του. Εγώ είμαι Ένας, αλλά τρισυπόστατος, λοιπόν. Με αξιόλογη ανεξαρτησία καθεμιάς από τις υποστάσεις. Το αισθητό Εγώ μπορεί να είναι ακρωτηριασμένο, το νοητό και το κοινωνικό όμως υποχρεωτικά ακέραια. Το αισθητό και το νοητό Εγώ είναι ανεπανάληπτα, τα κοινωνικά Εγώ όμως είναι όλα ίδια μεταξύ τους τη στιγμή της ένταξής τους στην κοινωνία. Το αισθητό Εγώ ζει στον φυσικό χρόνο και χώρο, το νοητό όμως ζει μόνο σε μια στιγμή, τώρα, και σε ένα σημείο, εδώ, όπου κι όποτε νάναι. Το τρισυπόστατο λοιπόν του ενιαίου Εγώ μπορεί να αποτελέσει το πρότυπο για την κατανόηση του τρισυπόστατου ενιαίου Θεού της Ορθοδοξίας. Ο Θεός, πνεύμα, είναι αμέθεκτος, μόνον νοητός, ουδείς πώποτε Τον εώρακε. Ο Υιός που εγένετο σαρξ, αντιστοιχεί στο αισθητό Εγώ. Και το Άγιον Πνεύμα που μεταφέρει τη θεία βούληση στους πιστούς αντιστοιχεί προφανώς στο κοινωνικό Εγώ.

Τέτοιου είδους συγκρίσεις, που βοηθούν στην πρόσληψη των μυστηρίων της δικής μας θρησκείας, μόνον ένα μάθημα θρησκειολογίας, όχι θρησκευτικών, επιτρέπει να γίνονται στους μαθητές.

 

 

 

Διαβάστε ακόμα