“Ο τσαγκάρης ποτέ δεν πεθαίνει”

Σύμμαχος η κρίση

Για την πλειοψηφία, η οικονομική κρίση διαδραματίζει σήμερα τον ρόλο ενός στυγνού “εκτελεστή”, ο οποίος συντρίβει όνειρα, ελπίδες και κάθε προοπτική επαγγελματικής αποκατάστασης, “πυροβολεί” την επιχειρηματικότητα και “σκοτώνει” εν ψυχρώ τον ίδιο τον εργαζόμενο.

Εξαίρεση στον κανόνα αποτελούν οι περιπτώσεις εκείνες, όπου η επιδρομή της κρίσης ενδέχεται να αποφέρει θετικές συνέπειες σε όσους έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν συμφέρουσες λύσεις στον ταλαιπωρημένο καταναλωτή.

Μολονότι με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη της βιομηχανίας αρκετά επαγγέλματα που άνθισαν στο παρελθόν τείνουν πλέον να εκλείψουν, υπάρχουν και αυτά που λόγω της γενικότερης καθίζησης της αγοράς, κατάφεραν την τελευταία στιγμή να γλυτώσουν από την “αγχόνη”.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το παραδοσιακό επάγγελμα του τσαγκάρη, το οποίο αν και στην παλιά του μορφή χάνεται, κάθε μέρα και περισσότερο, εντούτοις επιβιώνει με νύχια και με δόντια, παρά τις παράπλευρες απώλειες που καλείται να αντιμετωπίσει, όπως και οι υπόλοιποι κλάδοι.

Στροφή των καταναλωτών στις πιο συμφέρουσες λύσεις

Και ενώ πριν από κάποια χρόνια το συγκεκριμένο επάγγελμα θεωρούταν από πολλούς “νεκρό”, εξαιτίας της υπερκαταναλωτικής μανίας του κόσμου να αντικαθιστά με κάτι καινούριο οτιδήποτε έχει υποστεί την παραμικρή φθορά, σήμερα δύσκολα καταλήγει κανείς στη λύση της αγοράς, εάν πρώτα δεν έχει καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να διασώσει αυτό που ήδη έχει στην κατοχή του.

Επομένως, ο τσαγκάρης, ο οποίος έχει περιοριστεί αποκλειστικά στην επισκευή των υποδημάτων συνεχίζει να καλύπτει τις ανάγκες των ανθρώπων που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν νέα παπούτσια. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ζητούν από τον τσαγκάρη τους να επιδιορθώσει ξανά και ξανά το ίδιο ζευγάρι, που πιθανόν να μην επιτρέπει πια άλλες επεμβάσεις, προκειμένου με αυτό τον τρόπο να αποφύγουν μεγαλύτερα έξοδα.

Οι αλλαγές με την πάροδο των χρόνων

Μέχρι τη δεκαετία του 1950 και 1960, το επάγγελμα του τσαγκάρη θεωρούταν από τα πιο κερδοφόρα. Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν ακόμα πολλά εργοστάσια μαζικής παραγωγής, οι περισσότερες οικογένειες στρέφονταν κατ' ανάγκη σε κάποιον τσαγκάρη, ο οποίος όχι μόνο επιδιόρθωνε παπούτσια, αλλά κατασκεύαζε κιόλας. Παρόλο που οι παραγγελίες για επισκευή ήταν πολύ περισσότερες, οι τσαγκάρηδες που ειδικεύονταν στην κατασκευή υποδημάτων, πληρώνονταν σαφώς καλύτερα.

Σήμερα, δεν υπάρχουν πια τσαγκάρηδες που κατασκευάζουν υποδήματα, παρά μόνο εκείνοι που “μπαλώνουν” τις τρύπες, αποκαθιστούν τις φθορές και γενικότερα κάνουν αναμορφώσεις, καθώς η πλειοψηφία αγοράζει τα έτοιμα βιομηχανοποιημένα υποδήματα που είναι πολύ πιο φθηνά και διατίθενται σε πολλά διαφορετικά σχέδια.

Ειδικότερα, η εξαφάνιση του παραδοσιακού τσαγκάρη οφείλεται κυρίως στη μηχανική τελειοποίηση των υποδημάτων, στην τεράστια ποικιλία παπουτσιών για κάθε ηλικία, εργασία και ασχολία, ώστε να καλύπτονται όλα τα γούστα.

Δεν το βάζουν κάτω

Ωστόσο, παρά τα σημεία των καιρών που επιβάλλουν να τασσόμαστε με τις επιταγές της μόδας δραστηριοποιούνται ακόμα κάποιοι από τους παλιούς εκείνους τεχνίτες, που μέσα από την αγάπη τους για το παπούτσι προσπαθούν να κρατήσουν ανέπαφα ορισμένα στοιχεία της παράδοσής μας. Ταυτόχρονα, εντοπίζονται και νέες αφίξεις στο χώρο, που φιλοδοξούν να προσδώσουν έναν αέρα ανανέωσης, εξελίσσοντας την τέχνη για όσο διάστημα το χρειάζεται ο κόσμος.

Το επάγγελμα του τσαγκάρη ασκεί για 65 ολόκληρα χρόνια στη Σύρο ο κ. Κώστας, ο οποίος εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να εργάζεται με την ίδια αγάπη, εξυπηρετώντας ακόμα και πελάτες που του στέλνουν υποδήματα προς επιδιόρθωση από το εξωτερικό. Αν και του έχει περάσει πολλές φορές από το μυαλό να αποσυρθεί, αφήνοντας χώρο στις επόμενες γενιές επαγγελματιών, ο ίδιος αισθάνεται την ανάγκη να παραμείνει στη θέση του. “Θα είχα σταματήσει, εάν η κόρη μου και ο γαμπρός μου μπορούσαν ήξεραν να συνεχίσουν τη δουλειά. Είμαι υποχρεωμένος προς αυτούς και φυσικά προς τον κόσμο, ο οποίος τόσα χρόνια εκτιμά την εργασία μου και με στηρίζει”, αναφέρει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας μάλιστα την εκτίμηση της κόρης του ότι “θα παραμείνει στο μαγαζί, μέχρι να πεθάνει”.

Καθιστά γνωστό ότι παλαιότερα ασχολούταν με την κατασκευή χειροποίητων αγροτικών παπουτσιών, κάτι που πλέον δε συνεχίζει. “Είχα αγοράσει μια μεταχειρισμένη μηχανή (750.000 δραχμές) που την είχαν φέρει με γερανό, γιατί ήταν ασήκωτη. Φτιάχναμε μποτάκια και καλοκαιρινά. Ο γιος μου όμως που τον είχα μάθει έφυγε στην Αθήνα. Και μετά εγώ δε μπορούσα να κάνω και τις δυο δουλειές. Έτσι, τη χάρισα στο Βιομηχανικό Μουσείο”, εξηγεί. Όπως τονίζει “το επάγγελμα περνάει κρίση”, καθώς “υπάρχει το κινέζικο προϊόν που είναι πολύ φθηνό. Ο άλλος το αφήνει και λιώνει. Προτιμά να δώσει δέκα ευρώ για να αγοράσει κάτι καινούριο, παρά να διαθέσει τα ίδια χρήματα για να αλλάξει ένα ζευγάρι σόλες”.

“Δύσκολα ζεις μόνο από το επάγγελμα αυτό”

Υπογραμμίζει ακόμα ότι κάποιος που δραστηριοποιείται σε αυτό τον τομέα, δεν μπορεί να ζήσει, εάν δεν έχει και κάποια δεύτερη απασχόληση. “Εγώ μπορώ, επειδή παίρνω σύνταξη, όμως γενικότερα το επάγγελμα δεν έχει πολλά έσοδα”. Παρόλα αυτά, κρίνει ότι είναι ένα επάγγελμα που δεν θα σβήσει εύκολα. “Μπορεί τα απλά και τα φθηνά παπούτσια να μην προσπαθήσει κάποιος να τα φτιάξει, αλλά εκείνα που του κόστισαν ακριβά δεν θα τα πετάξει τόσο εύκολα”. Εξηγεί ακόμα ότι αρκετοί πελάτης τον πιέζουν να επιδιορθώσει κάτι το οποίο δύσκολα “σώνεται”. “Στην περίπτωση αυτή, αναγκαζόμαστε να βάζουμε τεχνικές σόλες, που μπορεί να κοστίζουν λίγο περισσότερο, αλλά έχουν μεγαλύτερη αντοχή”, καταλήγει.

“Το επάγγελμά μας δε θα χαθεί εύκολα”

Με την επιδιόρθωση υποδημάτων ασχολείται τα τελευταία είκοσι χρόνια και ο κ. Βασίλης, ο οποίος συνεχίζει την παράδοση του πατέρα του. Όπως σημειώνει, “αν και τα πράγματα ήταν καλύτερα κατά το παρελθόν, τώρα με την κρίση η δουλειά αρχίζει να ανακάμπτει”. Προσθέτει μάλιστα ότι ο κόσμος δεν πετάει εύκολα τα παπούτσια του, αν πρώτα δεν έχει προσπαθήσει να τα επισκευάσει. “Αν είναι δερμάτινο και αξίζει, το φτιάχνει. Αν είναι πλαστικό, μπορεί να το φτιάξει μια-δυο φορές και μετά να το πετάξει”, αναφέρει χαρακτηριστικά. Ο ίδιος εκτιμά ότι το επάγγελμα του τσαγκάρη δεν θα εκλείψει, αφού εκτός από την επισκευή παπουτσιών, οι τεχνίτες καταπιάνονται και με άλλες εργασίες, όπως γαζώματα και επισκευές σε φερμουάρ μπουφάν, τσαντών και βαλιτσών.

Φρέσκο “αίμα” στο επάγγελμα του τσαγκάρη είναι ο κ. Δημήτρης, ο οποίος σημειώνει ότι “οι άνθρωποι της Σύρου έφτιαχναν ανέκαθεν τα παπούτσια τους”. Ωστόσο, κρίνει ότι “η κρίση έχει ευνοήσει σε κάποιο βαθμό τον συγκεκριμένο κλάδο, καθώς εκείνος που σε άλλη εποχή θα πετούσε εύκολα κάποιο ζευγάρι του, σήμερα έρχεται και το μεταποιεί”. Προσθέτει μάλιστα ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις πελατών που “μπορεί να έχουν δέκα χρόνια ένα δερμάτινο παπούτσι, όμως δεν το πετάνε. Αντίθετα, έρχονται εδώ και ζητούν να τους το αλλάξουμε”.

Ετικέτες: