Ο πρόεδρος Ξενοδόχων Σύρου μιλά για τον αφανισμένο τουρισμό

“Ο τουρισμός είναι μονόδρομος για το νησί”

Ο τουρισμός αποτελούσε τον τελευταίο οικονομικό πυλώνα της Πρωτεύουσας αν και με το μεγαλύτερο επενδεδυμένο κεφάλαιο. Έως τώρα ήταν ένας παρακμάζον κλάδος του νησιού που δεν του δόθηκε η κατάλληλη βαρύτητα ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί και μαζί να εξελίξει και τον τόπο.

Την περίοδο που κατέρρευσαν οι τοπικές οικονομικές πηγές ανάπτυξης , ο τουρισμός δεν αποτέλεσε απλώς μια εναλλακτική λύση αλλά των οικονομικό πνεύμονα της Σύρου. Ωστόσο, η τοπική κοινωνία δεν ήταν προετοιμασμένη να έρθει αντιμέτωπη με ένα νέο οικονομικό γίγνεσθαι στην οικονομική δραστηριότητα του τόπου. Σε συνάρτηση, οι λάθος διαχειρίσεις και εφαρμογές της δημοτικής αρχής, προκάλεσαν τον τομέα αυτόν να αποτελεί ακόμα μια υποανάπτυκτη πρακτική, την ίδια στιγμή μάλιστα που προβλέπεται να είναι η μόνη λύση για την αναζωογόνηση της συριανής αγοράς.

Λάτρες του πολιτισμού

Μετά την παρακμή των βιοτεχνιών και του Νεωρίου Σύρου τα οποία αποτελούσαν την οικονομική δυναμική του τόπου, τα ποσοστά κέρδους των επιχειρήσεων παρουσίαζαν αρνητικό πρόσημο. Η επιτακτική ανάγκη “λύτρωσης” της τοπικής αγοράς έφερε στο προσκήνιο τον κλάδο του τουρισμού ως εναλλακτική λύση, χωρίς όμως να έχει υιοθετηθεί μια συγκεκριμένη τουριστική πολιτική, η οποία ανέκαθεν απουσίαζε. Ακόμα και αν το νησί πληρούσε τις προδιαγραφές ώστε να κάνει τα πρώτα ορθά βήματα στην νέα του οικονομική πορεία “το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας ήταν ενάντια” όπως δηλώνει και ο κ. Αρβανίτης. Δικαιολογεί την στάση αυτή αναφερόμενος στην αντίληψη που επικρατούσε, ότι ο τουρισμός θα επιβαρύνει την ναυπηγική δραστηριότητα που αποτελούσε το κοινωνικό-οικονομικό status quo του νησιού.

Προστατεύοντας όμως ένα κλάδο που αποτελούσε εν μέρη την ιστορία της Πρωτεύουσα των Κυκλάδων, “ξεχάστηκαν” να ακολουθήσουν τα βήματα της ανάπτυξης που πρόσταζε η εποχή αξιοποιώντας λειτουργικά τα στοιχεία του πολιτισμού και της παράδοσης της Σύρου. “ Αν δεν διαμορφωθεί ένα ανταγωνιστικό μοντέλο με όρους που επιτάσσει η ενιαία αγορά, εφαρμοσμένους ωστόσο στα δεδομένα κάθε τόπου,τότε η ίδια σε πετάει εκτός” και εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι το νησί ακολούθησε την αντίθετη οδό. Η αυστηρότητα, η προσκόλληση στα στοιχεία του πολιτισμού όπως και η κλειστή κοινωνία που χαρακτήριζε τον τόπο έπνιξε κάθε πρωτοβουλία για αλλαγή και εξέλιξη. Παρόλα αυτά οι ευθύνες δεν καταμερίζονται μονομερώς όπως και η δράση που απαιτείται δεν είναι εφικτό να προέρχεται από μεμονωμένες αποφάσεις.

Τα λάθη του παρελθόντος

Στην πρώτη επαφή του νησιού με τον τουρισμό, οι βιαστικές αποφάσεις που λήφθηκαν όπως αποδεικνύεται έδρασαν εκ του αντιθέτου. Το νησί εκείνη την περίοδο είχε αποκτήσει μια τουριστική ταυτότητα και απευθύνονταν κατά κύριο λόγο στον εγχώριο τουρισμό. Παράλληλα όμως, “απέρριψε κάθε γέφυρα συγκοινωνίας με τις αγορές του εξωτερικού και “εγκλωβίστηκε” στην εσωτερική αγορά” όπως τονίζει ο πρόεδρος των ξενοδοχειακών μονάδων ,καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως “όταν η εγχώρια αγορά κατέρρευσε μας παρέσυρε μαζί της και εξαιτίας των αμείλικτων κανόνων του τουρισμού η επιτυχής επιστροφή απαιτεί πίστωση χρόνου έως και πέντε χρόνια”.

Σε αυτήν την λάθος τουριστική πρακτική αποδίδει ο κ. Αρβανίτης τις πτωτικές τιμές της τουριστικής κίνησης στον τόπο από το 2013 κατά το οποίο η Ελλάδα πραγματοποίησε ρεκόρ αφίξεων και μόνο η Σύρος παρουσίαζε μείωση 30%. “ Οι μόνες επιχειρήσεις που εξαιρέθηκαν από το πτωτικό πλάνο ήταν σε όσες το πελατολόγιο και οι συνεργασίες τους είχαν άκρες στο εξωτερικό”,δηλώνει, συμπληρώνοντας πως: “Υπήρχαν ξενοδοχεία που άγγιζαν μόνο 15% πληρότητα και ταυτόχρονα η αναπτυξιακή τάση να διαμένουν οι τουρίστες σε παράνομα καταλύματα, καταρρακώσαν τις νόμιμες επιχειρήσεις του νησιού”. Συνεπώς ως απόρροια της γενικότερης λανθασμένης πολιτικής που ακολούθησε η δημοτική αρχή, η Σύρος συνεχίζει να δημιουργεί δευτερογενής ζήτηση. Όπως εξηγεί απογοητευμένος ο πρόεδρος ξενοδόχων “η έλλειψη χώρων διαμονής στα γύρω νησιά οδηγεί τους τουρίστες στην Σύρο ως έσχατη λύση”.

Όσοι πιστοί,προσέλθετε

Σε συνδυασμό με τα προβλήματα που αναφέρθηκαν, ο κ. Αρβανίτης εστιάζει στο πρόβλημα της έλλειψης γνώσεων και επαγγελματισμού στον τουριστικό κλάδο, το οποίο θεωρεί βάση και καταλύτη της δυσμενής κατάστασης που επικρατεί. “Ο τουρισμός σαν δραστηριότητα προαπαιτεί ανάλογες γνώσεις. Μερίδιο ευθύνης φέρει τόσο ο Δήμος όσο και οι επιχειρηματίες” ,δηλώνει. Αναφερόμενος τόσο στην τουριστική επιτροπή, τονίζοντας την έλλειψη τουριστικής συνείδησης , τον δυσανάλογο αριθμό της που αποφέρει δυσλειτουργικές ενέργειες, όσο και στον Δήμο που παρέμεινε αδρανής σε προτάσεις που κατατέθηκαν για νέο αναπτυξιακό πλάνο και διαμόρφωση μιας εναλλακτικής τουριστικής ταυτότητας οδηγείται στο συμπέρασμα πως μόνη λύση αποτελεί η καθοδήγηση από κάποιον ειδήμονα τουριστικό επικοινωνιολόγο και η καταγραφή στοιχείων υποστήριξης και προβολής του τόπου.

Οι επιχειρηματίες από την πλευρά τους οφείλουν να αποκτήσουν πιο ενεργό ρόλο στην τουριστική ανάπτυξη του τόπου μέσα από την συλλογικότητα, που έως τώρα απουσίαζε, όπως επιβεβαίωσε και ο πρόεδρος των ξενοδόχων. Η έλλειψη συνεργασίας σε συνάρτηση με την απουσία γνώσεων ,ώστε να δημιουργηθούν εναλλακτικές λύσεις σε περίοδο τουριστικές κρίσεις που παρουσιάζονται σε μια εύπλαστη τουριστική αγορά η οποία επηρεάζεται από διάφορους κοινωνικό-πολιτικούς παράγοντες αποτελούν ταυτόχρονα το πρόβλημα και η λύση της δεδομένης οικονομικής κατάστασης και απομόνωσης του τόπου από τις ακτοπλοϊκές γραμμές. “Ο τουρισμός έρχεται να καλύψει τα κενά που αφήνει ο δημόσιος τομέας” δηλώνει χαρακτηριστικά ,και για αυτόν τον λόγο δημιουργείται η επιτακτική ανάγκη υιοθέτησης προτύπων υψηλής παροχής υπηρεσιών με σκοπό την εξασφάλιση διαχρονικών επισκεπτών που αποτελούν την επιτυχία της επιχείρησης και κατ' επέκταση του νησιού.

Υπό εξέλιξη βρίσκονται συνεργασίες και συμφωνίες με χώρες του εξωτερικού, κάνοντας το νησί τα πρώτα βήματα στην ανάπτυξη θρησκευτικού και εκπαιδευτικού τουρισμού. Ωστόσο όπως υπογραμμίζει και ο ίδιος, “ Οι νέες πρωτοβουλίες που θα παρθούν με στόχο την τουριστική ανάπτυξη, θα επιτευχθούν μόνο μέσα από την καθολική ενημέρωση, τον επαγγελματισμό και την συλλογική συμμετοχή”.