Αβέβαιο το μέλλον των ξενοδοχειακών μονάδων

Παλεύουν με την κατάρρευση

Οι αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις, τα υψηλά δημοτικά τέλη, το πάγωμα του τραπεζικού δανεισμού αλλά και οι επικείμενες επενδύσεις για τη δημιουργία τουριστικών χωριών, φαίνεται να απειλούν την βιωσιμότητα των ελληνικών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Παρά την υψηλή τουριστική αύξηση που παρατηρείται τις χρονιές του 2013 και 2014, το μεγαλύτερο μέρος των ξενοδόχων κρούει στην κυβέρνηση “τον κώδωνα του κινδύνου”, καθώς πολλές ξενοδοχειακές μονάδες της χώρας βαδίζουν σε τεντωμένο σκοινί μη μπορώντας πλέον να επωμιστούν το βάρος των εξόδων, κάτι το οποίο κάνει επιτακτική την ανάγκη να αντιμετωπιστούν άμεσα και καταλυτικά ζητήματα όπως η έλλειψη ρευστότητας και η επιβολή συνεχόμενων και αυξημένων φόρων.

Ομολογουμένως οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις αποτελούν βασικό παράγοντα στην επιτυχία του ελληνικού τουρισμού, κάτι το οποίο δεν δικαιολογεί τα “απανωτά χτυπήματα” που δέχονται οι επιχειρηματίες του κλάδου, οι οποίοι αγανακτούν με την πολιτική του Υπουργείου Οικονομικών, μέσα από την οποία επιβάλλονται αδιάκριτα φόροι, οι οποίοι απειλούν σημαντικό αριθμό ξενοδοχείων με “λουκέτα”.

Περισσότερη κίνηση, μικρότερο  κέρδος

Η ανησυχία σχετικά με την βιωσιμότητα των μονάδων δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις των νησιών των Κυκλάδων, οι οποίες “ασφυκτιούν” λόγω των αυξημένων λειτουργικών εξόδων που επωμίζονται συν την αυξημένη φορολόγηση που δέχονται.Ακόμα και σε νησιά όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Νάξος και η Πάρος, που αποτελούν τουριστικούς προορισμούς, με τον μεγαλύτερο όγκο επισκεπτών κατά την θερινή περίοδο, αυτό δεν μπορεί να “απαντήσει” στα αυξημένα λειτουργικά τους έξοδα.

“Οι φόροι οι οποίοι έχουν επιβληθεί στους ξενοδόχους, τους έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση απελπισίας και αβεβαιότητας για το μέλλον” αναφέρει χαρακτηριστικά ο αντιπρόεδρος ξενοδόχων Νάξου,Βαγγέλης Κατσαράς, ενώ παράλληλα τονίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα οικονομικά βάρη που έχουν επωμιστεί. Μάλιστα σε μια προσπάθεια προσέλκυσης περισσότερων επισκεπτών στο νησί, τα πακέτα τιμών ήταν αρκετά μειωμένα με αποτέλεσμα το κέρδος από την τουριστική περίοδο να είναι για πολλές επιχειρήσεις μηδαμινό, ενώ η βιωσιμότητα τους κατά τους χειμερινούς μήνες να είναι κυριολεκτικά “στον αέρα”. “Την κατάσταση επιβαρύνει το γεγονός ότι ναι μεν παρατηρείται αύξηση του τουρισμού στο νησί ωστόσο η τουριστική περίοδος είναι μειωμένη με αποτέλεσμα να δημιουργείται ανάγκη για επιμήκυνση προκειμένου μπορούν οι ξενοδόχοι να ανταποκριθούν στα “τυφλά” φορολογικά χτυπήματα του υπουργείου” υπογραμμίζει ο κ. Κατσαράς.

Θύμα του ΕΝΦΙΑ και των αυξημένων φόρων φαίνεται να είναι και το νησί των ανέμων με τον πρόεδρο ξενοδόχων Μυκόνου, Μιχάλη Αποστόλου, να αναφέρει χαρακτηριστικά ότι “υποφέρουν” από τις επιβαρύνσεις με πολλές ξενοδοχειακές μονάδες να πωλούνται λόγω του ότι δεν μπορούν να επωμιστούν τις αυξημένες υποχρεώσεις.

“Δύσκολες συνθήκες επιχειρηματικού περιβάλλοντος”

Η Σύρος δεν αποτελεί εξαίρεση, με τον μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να υποστηρίζει ότι αποτελεί έναν τουριστικό προορισμό χωρίς τουρίστες, κάτι το οποίο επιβεβαιώνει η εικόνα “ερήμωσης” και “απομόνωσης” που παρουσιάζει, γεγονός που οδήγησε στο να λειτουργήσουν οι τουριστικοί περίοδοι του 2013 και 2014 με απώλεια οκτώ ξενοδοχειακών μονάδων. Η πτωτική πορεία που ακολουθεί το νησί στον τομέα του τουρισμού, σε συνδυασμό με την άσχημη οικονομική κατάσταση που βιώνουν οι πολίτες της χώρας λόγω της υφιστάμενης κρίσης, έχουν συνθέσει ένα ζοφερό τοπίο, το οποίο έχει επηρεάσει άκρως αρνητικά την επιχειρησιακή και οικονομική βιωσιμότητα των ξενοδοχειακών μονάδων. Την συγκεκριμένη κατάσταση έρχονται να επιβαρύνουν οι αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις, οι οποίες λειτουργούν ως “τροχοπέδη” στην τουριστική ανάπτυξη του νησιού. “Για ακόμη μια χρονιά το νησί παρουσίασε αρνητικό πρόσημο στον τομέα του τουρισμού σε σχέση με άλλα νησιά των Κυκλάδων, όπου παρατηρήθηκε αυξημένη επισκεψιμότητα, κάτι το οποίο συνέβη σε όλα τα τουριστικά μεγέθη” υποστηρίζει ο πρόεδρος ξενοδόχων Σύρου, Ιάκωβος Αρβανίτης, και συνεχίζει λέγοντας ότι “η μειωμένη τουριστική περίοδος, το αυξημένο λειτουργικό κόστος των ξενοδοχείων, όπως οι νέοι φόροι και το εργασιακό κόστος, καθώς και ο αθέμιτος ανταγωνισμός που υπάρχει στον τομέα της διαμονής έχει δημιουργήσει συνθήκες επιχειρηματικού περιβάλλοντος άκρως δύσκολες και επικίνδυνες, κάτι το οποίο επηρεάζει τον ξενοδοχειακό τομέα του νησιού”. Η άμεση, αλλά και η έμμεση φορολογία έχει οδηγήσει σε αυξημένο λειτουργικό κόστος και κατ’ επέκταση σε σημαντική οικονομική επιβάρυνση των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων,κάτι το οποίο έχει δημιουργήσει εκτός από “προβληματικές επιχειρήσεις” στον ξενοδοχειακό τομέα και επιχειρήσεις που λειτουργούν σχεδόν με ανύπαρκτα έσοδα.

Ξενοδοχεία  προς πώληση

Τα αυξημένα λειτουργικά έξοδα και οι φορολογικές απαιτήσεις στις οποίες οι ξενοδόχοι καλούνται να ανταποκριθούν, έχουν οδηγήσει πολλούς επιχειρηματίες του κλάδου να προβαίνουν σε κινήσεις πανικού όπως η πώληση των ξενοδοχειακών τους μονάδων και πολλές φορές σε μικρότερη τιμή από την αντικειμενική τους αξία. “Ο ξενοδοχειακός τομέας στο νησί εισέρχεται σε ένα περιβάλλον πάρα πολύ δύσκολο, διαμορφώνει καινούργιες καταστάσεις, με αποτέλεσμα πολύ σύντομα να αναμένονται οι επιπτώσεις που θα υπάρξουν στην οικονομία του νησιού” προειδοποιεί ο κ. Αρβανίτης, ωστόσο εξηγεί ότι “η χρυσή τομή υπάρχει αρκεί να αλλάξει ριζικά η τουριστική πορεία του νησιού και να μην συνεχιστεί η απομόνωση που επέφερε η απάθεια των προηγούμενων ετών, προκειμένου να μην υπάρξουν άσχημες εξελίξεις στον τομέα της διαμονής”. Ο τουριστική αύξηση από μονή της όμως δεν μπορεί να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δεδομένου ότι η βιωσιμότητα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων αυτή τη στιγμή απειλείται κυρίως από τις ακολουθούμενες πολιτικές. Όσον αφορά στο φορολογικό “σφυροκόπημα” ο κ. Αρβανίτης εμφανίζεται κάθετα αντίθετος με την συγκεκριμένη πολιτική, ενώ παράλληλα τάχθηκε υπέρ της άποψης του προέδρου του ΣΕΤΕ, Ανδρέα Ανδρεάδη, ο οποίος έχει καταδικάσει δημόσια τις φορολογικές επιβαρύνσεις.

“Ζητάμε από την πολιτεία καλύτερη μεταχείριση, ειδικά από τη στιγμή που ο τουρισμός αποτελεί τον μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, ενώ θεωρούμε αναγκαίες τις ελαφρύνσεις στον τομέα της φορολογίας και μείωση στον τομέα του εργασιακού κόστους. Για εμάς είναι ζητούμενο οι εποχιακές επιχειρήσεις να έχουν φορολογικές ελαφρύνσεις, από τη στιγμή που προσπαθούν να καλύψουν τα λειτουργικά έξοδα του έτους μέσα σε λίγους μήνες” εξήγησε τέλος ο πρόεδρος ξενοδόχων.

Φοροελαφρύνσεις για να επιτευχθεί η ανταγωνιστικότητα 

Για μεγάλη διαφορά του ΦΠΑ και για αυξημένη φορολογία στον τομέα των τουριστικών επιχειρήσεων σε σχέση με άλλες χώρες, κάνει λόγο ο διευθυντής του ΕΟΤ Σύρου Μιχάλης Παράβαλος και τάσσεται υπέρ των φορολογικών ελαφρύνσεων προκειμένου γίνει η χώρα πιο ανταγωνιστική σε Ευρώπη και Μεσόγειο. Ενώ σε ενδεχόμενη κίνηση όπου θα μείωνε σημαντικά τον ενιαίο φόρο ακίνητης περιουσίας για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά στην βιωσιμότητα των ξενοδοχείων, δεδομένου ότι ο τουρισμός αποτελεί τη βαριά βιομηχανία και μέσα από αυτήν επιδιώκεται η ανάκαμψη της οικονομίας. Άλλη μια λύση για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο κλάδος των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων είναι η επιβολή διαφορετικού συντελεστή έτσι ώστε να μην διαλυθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Τέλος, σχετικά με την αντίδραση που υπάρχει από την πλευρά των ξενοδόχων της Σύρου ο κ. Παράβαλος εξήγησε ότι δεν έχει δεχτεί έως σήμερα καμία πρόταση για οργανωμένες κινήσεις διεκδίκησης μείωσης του ΕΝΦΙΑ, με μόνη όχληση που έχει δεχτεί να είναι η αγωνία που του μεταφέρθηκε από τους ιδιοκτήτες ενοικιαζόμενων δωματίων.

Άκρως αρνητικοί στη  δημιουργία τουριστικών  χωριών

Πέραν των εκφρασμένων διαμαρτυριών, ότι οι φορολογικές επιβαρύνσεις στις ξενοδοχειακές μονάδες στοχεύουν στο να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν οι επιχειρηματίες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις υποχρεώσεις τους, ίσως αυτές οι κινήσεις στοχεύουν στο να δημιουργήσουν «πεδίο δόξης λαμπρόν» υπέρ της δημιουργίας μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων. Άλλωστε η δημιουργία τουριστικών χωριών είναι προ πυλών,μετά το νομοθετικό πλαίσιο που προώθησε η κυβέρνηση, κάτι το οποίο αλλάζει ριζικά το καθεστώς στον τουριστικό τομέα.

Στον αντίποδα των διθυραμβικών δηλώσεων της κυβέρνησης που μιλά για επενδύσεις οι οποίες θα αποτελέσουν εφαλτήριο για την δημιουργία σταθερής τουριστικής κίνησης στη χώρα, έρχεται η ρητή θέση των εκπροσώπων του ξενοδοχειακού κόσμου ότι κάτι τέτοιο θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου όσον αφορά στο κλείσιμο των ξενοδοχειακών μονάδων.

Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος ξενοδόχων Σύρου υποστηρίζει ότι για την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου θα πρέπει να εξεταστούν συγκεκριμένοι παράμετροι και ιδιαιτερότητες. “Οι τουριστικές επιχειρήσεις που θα δημιουργηθούν θα οδηγήσουν σε σημαντικά προβλήματα τις τοπικές κοινωνίες, ειδικά στις μικρομεσαίες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να ανταγωνιστούν τιμολογιακά αυτές τις μεγάλες επιχειρήσεις” εξηγεί ο κ. Αρβανίτης, ενώ παράλληλα τονίζει ότι με την δημιουργία των “υπερμεγεθώντουριστικών επιχειρήσεων” βάζουμε την “ταφόπετρα” στις μικρές τουριστικές οικογενειακές επιχειρήσεις, οι οποίες ανέκαθεν αποτελούσαν την ραχοκοκαλιά και την κινητήρια δύναμη στον τομέα του τουρισμού.

Για τον ίδιο αποτελεί απορίας άξιον το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν κατάφερε να διδαχτεί τόσο από το παράδειγμα της Ισπανίας, η οποία αντιμετωπίζει πλήθος προβλημάτων λόγω ανάλογων επενδύσεων, όσο και από το εγχείρημα του all inclusive, τα αποτελέσματα του οποίου είναι ήδη ορατά. Στο βωμό εξυπηρέτησης των μεγάλωνσυμφερόντων θυσιάζονται οι μικρές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει θετική στην τουριστική ανάπτυξη ενός νησιού. “Τάσσομαι κατά της δημιουργίας τουριστικών χωριών στα νησιά όπως η Σύρος, δεδομένου ότι πιστεύω ότι όταν δημιουργούνται μονάδες που μπορούν να φιλοξενούν μεγάλο αριθμό επισκεπτών αυτομάτως όλος ο υπόλοιπος τομέας διαμονής του νησιού μένει αναξιοποίητος και εκτός ανταγωνισμού”, οπότε “για να επιτυγχάνεται μια ισόρροπη βιωσιμότητα θα πρέπει η επιλογή των περιοχών όπου θα εφαρμόζεται το νομοθετικό πλαίσιο να γίνεται με βάση τα πληθυσμιακά δεδομένα”.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται όλοι οι φορείς του τουρισμού, καθώς και οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων ξενοδοχειακών μονάδων της χώρας, οι οποίοι παλεύουν για την βιωσιμότητα τους.

<