Δημοτική Βιβλιοθήκη Μυκόνου

Άσβεστος πνευματικός “φάρος”

- Κέντρο πολιτισμού και πληροφορίας για παιδιά και τουρίστες του νησιού- Περιορισμένη η επισκεψιμότητα των μόνιμων κατοίκων, πολλοί εξ' αυτών αγνοούν ακόμα και την ύπαρξή της

“Κουλτούρα είναι να ξέρεις εκατό λέξεις περισσότερες από τους άλλους” εκτιμούσε ο Γάλλος συγγραφέας Φρεντερίκ Νταρντ, ενώ ο Άγγλος φιλόσοφος Τζων Λοκ είχε σημειώσει πως “η μόνη άμυνα εναντίον του κόσμου είναι η βαθιά γνώση για αυτόν”.

Τα πολύτιμα αυτά προνόμια προσφέρονται απλόχερα στους βιβλιόφιλους μέσα από τους “πνευματικούς φάρους” του τόπου μας, οι οποίοι συμβάλλουν σημαντικά στο να καταστεί το διάβασμα από “αναγκαία συνθήκη” απόλαυση.

Οι βιβλιοθήκες, πέρα από κατοικίες εκατομμυρίων πνευμάτων που βγαίνουν από τις σελίδες τη νύχτα, αποτελούν τους θεματοφύλακες της γραπτής πνευματικής παρακαταθήκης κάθε πόλης και τις “κιβωτούς” ενός μοναδικού πλούτου, όπου καταγράφεται η πορεία της ελληνικής και παγκόσμιας σκέψης και ιστορίας δια μέσου των αιώνων.

Σε αξιόλογο κέντρο πολιτισμού και γνώσης έχει εξελιχθεί από τον Αύγουστο του 1957 μέχρι και σήμερα η Δημοτική Βιβλιοθήκη Μυκόνου, μεταδίδοντας αξίες και ιδανικά στους μόνιμους κατοίκους του νησιού, αλλά και στους πολυάριθμους επισκέπτες του, οι οποίοι διψούν για πνευματική τροφή”, που σχετίζεται με τον ανεκτίμητο φυσικό πλούτο του. Ιδρύθηκε με την πρωτοβουλία και δωρεά του Ιωάννη Αλεξάνδρου Μελετόπουλου, πρώην Εφόρου του Ιστορικού και Εθνολογικού Μουσείου Αθηνών.

Συλλεκτικός εκδοτικός “θησαυρός”

Έχουν καταγραφεί μέχρι τώρα 11.500 τόμοι βιβλίων που αποτελούν την Κλειστή και τη Γενική Συλλογή των βιβλίων της βιβλιοθήκης, η οποία διαθέτει επίσης μεγάλη συλλογή από παλιό πληροφοριακό υλικό, που αποτελείται από Εγκυκλοπαίδειες και λεξικά. Το σημαντικότερο τμήμα της κρίνεται το Ιστορικό Αρχείο Μυκόνου, το οποίο περιλαμβάνει έγγραφα και χειρόγραφα των
προηγούμενων αιώνων σχετικά με την ιστορία του νησιού και των Κυκλάδων.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έγγραφα με την αλληλογραφία της ηρωίδας της ελληνικής επανάστασης του 1821, Μαντώ Μαυρογένους, προσφέροντας τη δυνατότητα σε επιστήμονες και φοιτητές για μελέτη και έρευνα. Από τον Ιανουάριο του 2005 - και μετά το θάνατο της πρώτης και μοναδικής βιβλιοθηκάριου Καλλιόπης Τριανταφύλλου - η Βιβλιοθήκη λειτουργεί με τη βιβλιοθηκονόμο Βασιλική Νικηφορίδου.

Πρώτος σταθμός των τουριστών

Σε δηλώσεις της στην “Κοινή Γνώμη”, η κ. Νικηφορίδου σημειώνει ότι ο επιβλητικός και συνάμα ευχάριστος χώρος της κάνει τους επισκέπτες να νιώθουν τη Βιβλιοθήκη, ως μία υποστηρικτική κοινωνική δύναμη και μία αστείρευτη πηγή επιστήμης και γνώσης. Ωστόσο, επισημαίνει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό επισκεψιμότητας προέρχεται ετησίως από τους τουρίστες, οι οποίοι αναζητούν χρήσιμες πληροφορίες για τη σύντομη παραμονή τους στο νησί. “Οι περισσότεροι προτιμούν να δουν κάποιο μουσείο και να πάρουν μία γεύση από τη Χώρα, παρά να πάνε για ένα μπάνιο και να γυρίσουν κατευθείαν στο καράβι” αναφέρει χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας ότι η πλειοψηφία εξ' αυτών γνωρίζει από πριν την τοποθεσία της Βιβλιοθήκης, εν αντιθέσει με αρκετούς μόνιμους κατοίκους του νησιού, οι οποίοι αγνοούν παντελώς την ύπαρξή της.

Ελλιπές ενδιαφέρον από τους μόνιμους κατοίκους

Ανάμεσα στις δράσεις προώθησης και προβολής του έργου της ήταν και η παλαιότερη συνεργασία της κ. Νικηφορίδου με την μηνιαία τοπική εφημερίδα “Ο Μυκονιάτης” όπου η ίδια διατηρούσε τη μόνιμη στήλη “Δημοτική Βιβλιοθήκη Μυκόνου: Οι θησαυροί μας αποκαλύπτονται”. “Κάθε μήνα είχα αφιέρωμα σ' ένα παλαιό βιβλίο μέσα από τη συλλογή, εξηγούσα ποιος μας το έκανε δωρεά και τη σημασία του για τη Βιβλιοθήκη μας. Όσοι έπαιρναν την εφημερίδα, είχαν μια επαφή με τον χώρο” διευκρινίζει, καθιστώντας γνωστό ότι το κοινό της κατά τη χειμερινή περίοδο απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από μαθητές του νησιού και τις οικογένειές τους, ενώ συχνά την επισκέπτονται “εποχιακοί” κάτοικοι του νησιού, αλλά και μελετητές από την Αθήνα, οι οποίοι έχουν εντοπίσει το σπάνιο υλικό τους.

“Απαραίτητη η μεταφορά της”

“Το ενήλικο κοινό δεν ενδιαφέρεται τόσο. Θα μπορούσαμε να έχουμε χρήστες όπως στη Σύρο, που την επισκέπτονται καθημερινώς, αλλά οι κάτοικοι εδώ δεν είναι έτσι μαθημένοι” υπογραμμίζει, εκτιμώντας ότι μεγάλο ρόλο σε αυτό παίζουν η παιδεία των ανθρώπων, αλλά και η τοποθεσία της Βιβλιοθήκης. “Μπορεί να βρίσκεται στη Χώρα, όμως το χειμώνα οι γονείς που θα τρέξουν για τις υποχρεώσεις των παιδιών τους είναι πολύ δύσκολο να κατέβουν και να την επισκεφτούν. Αν λοιπόν η Βιβλιοθήκη βρισκόταν στον περιφερειακό, που είναι ο άξονας των σχολείων και των φροντιστηρίων ίσως να γινόταν κάτι καλύτερο”, σημειώνει.

Επιπροσθέτως, αναφέρει ότι έχει πέσει επί τάπητος η ιδέα μεταφοράς της Βιβλιοθήκης στο παλαιό κτήριο του Λιμεναρχείου Μυκόνου, το οποίο αγοράστηκε από το δήμο για αυτόν ακριβώς το λόγο. “Βέβαια ο δήμαρχος επιμένει ότι η βιβλιοθήκη θα πρέπει να μείνει στο κέντρο γιατί εξυπηρετεί τους τουρίστες. Αυτή τη στιγμή δεν το συζητούν καθόλου, γιατί δεν έχουν χρήματα. Όμως, οι Μυκονιάτες ελπίζουν ότι κάποια στιγμή θα έχουν μία νέα βιβλιοθήκη”, δηλώνει.

Εργαζόμενη στο χώρο τα τελευταία οχτώ χρόνια και γνωρίζοντας καλύτερα τις ανάγκες της Βιβλιοθήκης, η ίδια εκτιμά ότι θα πρέπει να μεταφερθεί. “Ας μείνει εδώ το Ιστορικό Αρχείο να καλύπτουμε ένα μέρος των τουριστών και η Βιβλιοθήκη να πάει κάπου αλλού” τονίζει, υποστηρίζοντας ότι οι σημερινές εγκαταστάσεις δεν τη βοηθούν να υποδεχτεί μεγάλο αριθμό επισκεπτών, εκπληρώνοντας στο έπακρον τους σκοπούς της.

Δεσμευτική η έλλειψη προσωπικού στο δήμο

Εξίσου απαραίτητη κρίνει και την παρουσία ενός δεύτερου υπαλλήλου στη Βιβλιοθήκη, σημειώνοντας ότι θα της “έλυνε” τα χέρια. “Πολλές φορές έχουμε ζητήσει βοήθεια, όμως δεν υπάρχουν άτομα στο δήμο που θα μπορούσαν να δουλέψουν, προκειμένου να είμαστε όλη την ημέρα ανοιχτά. Ή σε περίπτωση που εγώ λείψω με άδεια, να μην παραμείνει κλειστή η Βιβλιοθήκη” λέει χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι η υφιστάμενη κατάσταση είναι αρκετά δεσμευτική για την ίδια.

“Εάν δεν γίνει ποτέ μία προκήρυξη μέσω ΑΣΕΠ, αυτό σημαίνει ότι εγώ δεν μπορώ να πάρω μετάταξη και πως πρόκειται να μείνω εδώ μέχρι τα 67 μου. Θα με ενδιέφερε να μου φέρουν καταρχήν ένα άτομο διοικητικό, να μάθει τη δουλειά, να λειτουργούμε και πρωί και απόγευμα με όσες ανάγκες έχουμε, γιατί οι ανάγκες μας αυτή τη τη στιγμή είναι αρκετές, αλλά όποτε πηγαίνω στο δήμο, μου απαντούν “βάστα γερά, κάνε ό,τι μπορείς, γιατί και εδώ έχουμε μεγαλύτερες ανάγκες””.