Ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των ανασκαφών του 2016 στην Αρχαία Πόλη της Κύθνου, στο Βρυόκαστρο με σημαντικότερο σημείο την ταύτιση του αναζητούμενου Ασκληπιείου

Νέα ευρήματα, νέα ερωτήματα

  • Τετάρτη, 11 Ιανουαρίου, 2017 - 18:46

Μεγάλης αξίας ανακαλύψεις, φαίνεται να έκανε η ανασκαφική ομάδα, υπό την εποπτεία του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, στον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας πόλης, στο Βρυόκαστρο της Κύθνου, τα οποία σηματοδοτούν την έναρξη νέου κύκλου ανασκαφών.

Πρόκειται για το ασύλητο ιερό, που τα κτίριά του χρονολογούνται από τους αρχαϊκούς έως και τους ελληνιστικούς χρόνους και το οποίο περιέχει έναν δίδυμο ναό, δύο βωμούς, έναν εκτεταμένο «αποθέτη», όπου βρέθηκαν πολύτιμα αφιερώματα, ενώ στην τελευταία ανασκαφή, ταυτοποιήθηκε και το Ασκληπιείο.

Η ανασκαφή στο συγκεκριμένο σημείο έχει ξεκινήσει ήδη από το τη δεκαετία του 1990 και πραγματοποιείται από το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Θράκης, σε συνεργασία με την ΚΑ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων και την Εφορεία Ενάλιων Αρχαιοτήτων, η οποία έχει αναλάβει την υποβρύχια έρευνα και ανασκαφή στον όρμο του Μανδρακίου, όπου βρισκόταν το λιμάνι της αρχαίας πόλης της Κύθνου, αποτυπώνοντας ολόκληρη τη λιμανολεκάνη και τα κτίσματα που εντοπίστηκαν στην ακτή, αλλά και στον πυθμένα της θάλασσας, με ένα εξ αυτών να ταυτίζεται ενδεχομένως με το καταβυθισμένο παράκτιο οχυρωματικό τείχος, απ’ όπου ανασύρθηκαν και σημαντικά γλυπτά των ρωμαϊκών χρόνων.

Η ανασκαφική ομάδα, επικεφαλής της οποίας είναι ο καθηγητής Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν, ανακοίνωσε σε έκθεσή της τα αποτελέσματα των ανασκαφικών ερευνών στην αρχαία πόλη της Κύθνου, που που πραγματοποιήθηκαν από τις 20 Ιουνίου έως τις 17 Ιουλίου 2016. Παράλληλα με τη βασική ομάδα, κλιμάκιο σπηλαιολόγων της ΣΠΕΛΕΟ εργάστηκε εθελοντικά στην έρευνα της δεξαμενής.

Οι έρευνες στηρίχτηκαν οικονομικά από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, τη Γ.Γ. Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, τον Δήμο Κύθνου και κυρίως από τον χορηγό Αθανάσιο Μαρτίνο, ενώ από την πλευρά της Εφορείας Αρχαιοτήτων υπεύθυνη ήταν η αρχαιολόγος Θεοδώρα Παπαγγελοπούλου.

Ευρήματα που «μαρτυρούν» τη λατρεία του Ασκληπειού

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ομάδας, στον ένα περίπου μήνα εργασιών, ανασκάφηκαν δύο δημόσια οικοδομήματα των κλασικών-ελληνιστικών χρόνων στο Μεσαίο Πλάτωμα της Άνω Πόλης (Κτίρια 1 και 2).

Μια κλίμακα λαξευμένη στο βράχο συνέδεε το λιμάνι με το “φρύδι” της κορυφογραμμής, όπου ιδρύθηκαν τα ιερά αυτά. Φαίνεται, ότι η ορατότητα αυτών των κτιρίων από τη θάλασσα, δηλαδή το «θαλάσσιο μέτωπο», ήταν βασικό κριτήριο του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού των ιερών της κορυφογραμμής.

Πλησίον των δύο κτιρίων είχαν βρεθεί παλαιότερα μια ελληνιστική επιγραφή («Σαμοθρακίων Θεών») και θραύσμα μαρμάρινου αγάλματος που αποδόθηκε στον Μεσσήνιο γλύπτη Δαμοφώντα. Βέβαια, η πρωιμότερη ανθρώπινη παρουσία, με βάση την κεραμική, τοποθετείται στους γεωμετρικούς-πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους.

Το Κτίριο 1, όπως σημειώνεται, διαστάσεων 17,40 × 11,50 μ., είναι ευρυμέτωπο, διμερές με στοά στα ανατολικά (σωζόμενο ύψος δυτικού αναλήμματος 2,80 μ.). Κατά τόπους, τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά του κτιρίου, σώζεται κατά χώραν το ερυθρό κονίαμα, με το οποίο ήταν επιχρισμένοι οι τοίχοι του. Η στοά, πλάτους 4,50 μ., ήταν δωρικού ρυθμού, όπως μαρτυρούν μερικά θραύσματα από πώρινα κιονόκρανα. Διακόπτεται στο μέσον περίπου από μεταγενέστερο εγκάρσιο τοίχο. Συνεπώς, φαίνεται, ότι στα ρωμαϊκά χρόνια διαμορφώθηκαν δύο ανεξάρτητα οικοδομήματα: ένα μεγαλύτερο στα βόρεια, με βοτσαλωτό δάπεδο στην κυρίως αίθουσα (το οποίο στερεώθηκε  από τον συντηρητή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Γ. Καράμπαλη) και ένα μικρότερο, στα νότια. Στο δωμάτιο με το βοτσαλωτό δάπεδο υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι υπήρχαν ανάκλιντρα περιμετρικά των τοίχων.

Το κτίριο, όπως εκτιμούν οι αρχαιολόγοι, πρέπει να οικοδομήθηκε στους όψιμους κλασικούς χρόνους, αλλά η κύρια φάση χρήσης του τοποθετείται στην Ελληνιστική περίοδο. Η παρουσία αρκετών ρωμαϊκών λύχνων στα ανώτερα στρώματα φανερώνει τη συνέχιση της λειτουργίας του οικοδομήματος και κατά τους χρόνους αυτούς. Μια ενεπίγραφη βάση τιμητικής στήλης του Δήμου Κυθνίων του β’ μισού του 2ου αι. π.Χ. ή των αρχών του 1ου αι., βρέθηκε τοποθετημένη σε δεύτερη χρήση στο ύστερο νότιο προστώο.

Η λατρευτική χρήση του Κτιρίου 1 τεκμηριώνεται τόσο από την παρουσία βωμού στα ανατολικά (σωζόμενου μήκους 6,20 μ., πλάτους 2,85 μ.) όσο και από τα κινητά ευρήματα. Μεταξύ άλλων πρόκειται για θραύσματα πήλινων ειδωλίων και μια μικρή μαρμάρινη κεφαλή Ασκληπιού που βρέθηκε εντός του βόρειου προστώου.

Η έρευνα του εσωτερικού της παρακείμενης δεξαμενής (έως βάθους 7,50 μ.), έφερε στο φως αρκετά θραυσμένα μικρά μαρμάρινα γλυπτά παιδικών μορφών ελληνιστικών-ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και έναν ενεπίγραφο κιονίσκο ρωμαϊκών χρόνων (1ος-2ος αι. μ.Χ.), αφιέρωμα από κάποια Καλλιστώ προς τον Ασκληπιό.

Η λατρεία του Ασκληπιού στην Κύθνο ήταν γνωστή ήδη από ένα αναθηματικό ανάγλυφο του β’ μισού του 4ου αι. π.Χ. με προέλευση το νησί που φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο απεικονίζει την υποδοχή του Ασκληπιού από τοπικό ήρωα.

Ευρήματα μνημειακής αναδιοργάνωσης της Άνω Πόλης

Ακολούθως, στην ανακοίνωση αναφέρεται, ότι το Κτίριο 2, διαστάσεων 20,20 × 8 μ., σώζεται στα δυτικά σε ύψος 3,30 μ. Εσωτερικά, το κτίριο διαιρείται σε τέσσερα τετράγωνα δωμάτια, εσωτερικής πλευράς 4 μ. περίπου, τα οποία επικοινωνούν με επιμήκη διάδρομο, πλάτους 2 μ. Μια είσοδος με βαθμίδες αναγνωρίστηκε στα νότια. Το κτίριο αυτό συνδέεται, όπως φαίνεται, με τη μνημειακή αναδιοργάνωση της Άνω Πόλης της Κύθνου, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.

Τα ευρήματα από το εσωτερικό του Κτιρίου 2 ήταν ποικίλα και ενδιαφέροντα, αλλά δεν οδηγούν προς το παρόν τους αρχιολόγους στην αποσαφήνιση της χρήσης του. Συλλέχτηκαν κεραμική, κυρίως των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, εμπορικοί αμφορείς (αρκετοί με ενσφράγιστες λαβές), μολύβδινα αντικείμενα, πήλινα γυναικεία ειδώλια, χάλκινες βελόνες και ήλοι, κ.ά. Η έρευνα στο σημείο αυτό δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

Ανάγκη περαιτέρω ανασκαφής

Όπως επισημαίνει, βάσει των παραπάνω, η αρχαιολογική ομάδα, οι νέες έρευνες, μολονότι αποσαφήνισαν σε σημαντικό βαθμό την αρχιτεκτονική μορφή των δημοσίων κτιρίων του Μεσαίου Πλατώματος της αρχαίας πόλης της Κύθνου και οδήγησαν στην ταύτιση του αναζητούμενου Ασκληπιείου, εντούτοις δημιούργησαν μια σειρά από νέα ερωτήματα τα οποία δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν, παρά μόνον όταν ολοκληρωθεί η ανασκαφή.

Μέσω των νέων ευρημάτων, η ομάδα στην ανακοίνωσή της υποστηρίζει, ότι η σύνδεση της επιγραφής των «Σαμοθρακίων Θεών» με το νοτιότερο διαμέρισμα του Κτίριου 1 παραμένει μια απλή υπόθεση, ενώ η σύνδεση της λατρείας της Αφροδίτης με το Κτίριο 2 δεν φαίνεται πλέον πειστική, ενώ καταλήγει με την ελπίδα, ότι η συνέχεια της ανασκαφής θα αποσαφηνίσει και τα ζητήματα αυτά.