Με ειδική βαρύτητα το φετινό φεστιβάλ ρεμπέτικου στη Σύρο - Το ρεμπέτικο στην Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της UNESCO

«Βαριά» κληρονομιά

Η Σύρος στα λιμάνια σταθμούς του ρεμπέτικου
  • Πέμπτη, 23 Φεβρουαρίου, 2017 - 06:20
  • /   Eνημέρωση: 23 Φεβ. 2017 - 23:00
  • /   Συντάκτης: Τέτα Βαρλάμη

Μία ζωντανή κληρονομιά, δηλαδή άυλη, η οποία συνεχίζει να λειτουργεί, είναι και το ρεμπέτικο, το οποίο αποτελεί μέρος του πολιτιστικού στοιχείου της Σύρας, που με τη σειρά της κατέχει το δικό της μερίδιο μεταξύ των πόλεων που καταγράφηκαν ως σταθμοί στην ιστορία του ρεμπέτικου.

Η Σύρος δεν άφησε το ρεμπέτικο να χαθεί και δεν το απολίθωσε ως μουσειακό είδος, αλλά το διατήρησε ζωντανό και μέσα από κινήσεις διαρκούς ανανέωσης, όχι μόνο το αναδεικνύει αλλά και το μεταλαμπαδεύει.

Στις αρχές του 2016 το ρεμπέτικο εγγράφηκε στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, που τελεί υπό την σκέπη της UNESCO, στο πλαίσιο ανάδειξης και προστασίας του λαϊκού πολιτισμού, με την υποψηφιότητα του να αξιολογείται εντός του 2017.

Το ρεμπέτικο αποτελεί μέρος της πολιτιστικής ταυτότητας της Σύρου, όταν αποτυπώθηκε σε αυτό, αποτελώντας βασικό δείγμα της γραφής του, σημείο προς σημείο η γεωγραφία της, ενώ παράλληλα διαμόρφωσε και το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής του.

Ζητούμενο αποτελεί, το πολιτιστικό αυτό στοιχείο, όχι απλώς να διαφυλαχθεί, αλλά κυρίως να συνεχίσει να διατηρείται ζωντανό και να προωθηθεί με κάθε τρόπο, αποτελώντας ταυτόχρονα και στοιχείο εκπαίδευσης ώστε να επιτευχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη του.

Μία πρώτη και άκρως επιτυχημένη όπως αποδείχθηκε απόπειρα ήταν η πρώτη περυσινή διοργάνωση του Φεστιβάλ ρεμπέτικου, το οποίο φέτος έρχεται να δώσει συνέχεια σε αυτό που οι διοργανωτές ευελπιστούν να καθιερώσουν ως θεσμό, πόσο δε μάλλον με την καταγραφή της Σύρας στα λιμάνια στα οποία γράφτηκε μέρος της ρεμπέτικης ιστορίας και ως γενέτειρας του «πατριάρχη» του ρεμπέτικου, Μάρκου Βαμβακάρη.

Η διαδρομή του ρεμπέτικου από λιμάνια σταθμούς

Όπως αναφέρεται στον πρότυπο φάκελο παρουσίασης του ρεμπέτικου ως Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά, αποδίδεται η ταυτότητα του ως μουσική-πολιτισμική έκφραση, άμεσα συνδεδεμένη με τον λόγο και τον χορό, που διαδόθηκε σταδιακά στα αστικά λαϊκά στρώματα τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. Εξελίχθηκε μεταπολεμικά σε μουσικό είδος ευρείας απήχησης, λειτουργώντας ως ισχυρό σύμβολο ταυτότητας και ιδεολογίας για την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση.

Στην αναφορά στις προφορικές παραδόσεις και εκφράσεις, σημειώνεται ότι το ρεμπέτικο, ιδιαίτερα στις πρώτες δεκαετίες της δημιουργίας του, διακρίνεται για τα στοιχεία της συλλογικότητας, της ανώνυμης δημιουργίας και της προφορικής διάδοσης, τα οποία και προσδιορίζουν τον άμεσα «λαϊκό» χαρακτήρα του είδους. Ως προς την επιτέλεση αλλά και όσον αφορά πολλά μορφολογικά χαρακτηριστικά (ποιητικά και μουσικά), συνδέεται με την παράδοση των δημοτικών τραγουδιών, κυρίως των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου.

Επεξηγώντας τον χαρακτηρισμό επιτελεστικές τέχνες, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι το τραγούδι (ποιητικό κείμενο), η μoυσική και ο χορός, με τη μορφή και λειτουργία του παραδοσιακού ενιαίου τρίπτυχου «λόγος-μέλος-κίνηση», αποτελούν δομικά στοιχεία του ρεμπέτικου που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν ηχογραφούσε ποτέ ένα τραγούδι αν πρώτα δεν το… «δοκίμαζε στα πόδια» ενός φίλου του εξαιρετικού χορευτή!

Όσον αφορά στους τόπους που συνδέονται με το ρεμπέτικο αναφέρεται ότι το είδος αναπτύχθηκε στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας, κυρίως λιμάνια (Πειραιάς, Αθήνα, Σύρος, Θεσσαλονίκη, Βόλος, Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο, Πάτρα, Καλαμάτα, Τρίκαλα κ.ά.).

Βασική αναφορά στον «πατριάρχη»

Η σημαντικότητα της μορφής του Μ. Βαμβακάρη στην ιστορία του ρεμπέτικου γίνεται σαφής ότι στην αναφορά το ιστορικό και τη γενεαλογία του στοιχείου Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς σημειώνεται ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972) λειτούργησε σαν γέφυρα ανάμεσα στο δημοτικό τραγούδι και στο ρεμπέτικο. Στο επίπεδο αυτό ο συνθέτης παρέμενε συνήθως ανώνυμος, αλλά, ακόμη και στην περίπτωση που ήταν γνωστός, δεν δρούσε αυτόνομα. Δημιουργούσε στο όνομα της ομάδας, με τη συνείδηση ότι εκφράζει την κοινή παράδοση και αισθητική. Ο Μάρκος υπήρξε από τους πρώτους που ηχογράφησαν με μπουζούκι (το 1932 στην Columbia και το 1933 στην Parlophone), σπάζοντας το φράγμα της απομόνωσης ενός οργάνου που συναντούσε προκατάληψη και διώξεις, παρ’ όλη τη μακραίωνη παρουσία του συγκεκριμένου οργανολογικού τύπου στον ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα.

Καθιέρωσε την κομπανία με τους μπουζουκο-μπαγλαμάδες, όταν το 1934, μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Ανέστο Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή, αποτέλεσαν το πρώτο συγκρότημα με μπουζούκια, «την ξακουστή τετράδα του Πειραιώς».

Από τότε, άρχισαν να υποχωρούν τα «σαντουρόβιολα» και η μικρασιατική σχολή του ρεμπέτικου (που καθιέρωσαν συνθέτες όπως ο Παναγιώτης Τούντας, ο Βαγγέλης Παπάζογλου κ.ά.), για να επικρατήσει το «πειραιώτικο» ύφος. Η νέα αυτή σχολή αφομοίωσε και μετασχημάτισε το ήθος και τα διδάγματα της έως τότε παράδοσης, μέσα από μια νέα επεξεργασία με βάση το μπουζούκι και τους παραδοσιακούς δρόμους-μουσικές κλίμακες. Έδωσε τα σημαντικότερα δείγματα του ρεμπέτικου, «κλασικά» στη μορφή, στο περιεχόμενο και στη λειτουργία τους. Γι’ αυτό τον λόγο ο Μάρκος θεωρήθηκε «πατριάρχης» του ρεμπέτικου.

Το 2ο Φεστιβάλ της Σύρου υπό προετοιμασία

Στην παρουσίαση του ρεμπέτικου ως Άυλη Πολιτιστική κληρονομιά, καταγράφονται και οι τρόποι αξιοποίησης, μεταξύ των οποίων αναφέρονται ερευνητικές, επιστημονικές, εκπαιδευτικές, καλλιτεχνικές και ψυχαγωγικές δράσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σε αυτές περιλαμβάνονται έρευνες, συνέδρια, βιβλιογραφικές και δισκογραφικές εκδόσεις, μαθήματα και σεμινάρια, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, ταινίες ντοκιμαντέρ, συναυλίες και φεστιβάλ με τη σύμπραξη Ελλήνων και ξένων μουσικών και συγκροτημάτων.

Το τελευταίο αυτό στοιχείο έρχεται να υλοποιήσει η Σύρος για δεύτερη χρονιά φέτος με τη νέα διοργάνωση του 2ου Φεστιβάλ ρεμπέτικου, για το οποίο έχει ήδη ξεκινήσει η προετοιμασία, με σημαντικό ενισχυτικό στοιχείο την κατάταξη του ρεμπέτικου στην Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά.

Γι’ αυτό μίλησαν στην «Κοινή Γνώμη» οι εκπρόσωποι των δύο διοργανωτών, εκ μέρους του Δήμου Σύρου-Ερμούπολης η αντιδήμαρχος Πολιτισμού, Θωμαή Μενδρινού και εκ μέρους του Επιμελητηρίου Κυκλάδων ο πρόεδρος του, Γιάννης Ρούσσος.

Δίνοντας το στίγμα της φετινής διοργάνωσης η κ. Μενδρινού δήλωσε ότι «Ήδη έχουμε ξεκινήσει, σε συνεργασία με την Εταιρεία Ανάπτυξης και Προώθησης του Επιμελητηρίου Κυκλάδων, τις ενέργειες για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του 2ου Φεστιβάλ ρεμπέτικου «Η Σύρα του Μ. Βαμβακάρη». Φέτος θέλουμε να καθιερωθεί αυτό το φεστιβάλ ως θεσμός, βάσει και της δυναμικής που επιδείχθηκε από την πρώτη χρονιά και να πάρει την θέση που του αξίζει ανάμεσα σε πολλά φεστιβάλ που πραγματοποιούνται όχι μόνο στην Ελλάδα για το ρεμπέτικο, αλλά και διεθνώς. Αυτό σημαίνει ότι γίνονται προσπάθειες για να φιλοξενηθούν και σχήματα εκτός Ελλάδος, αλλά γίνονται και επαφές με το υπουργείο Πολιτισμού ώστε η Σύρος να επιβεβαιώσει  την θέση που της αξίζει, με βάση την συμπερίληψη της στις πόλεις του ρεμπέτικου ως Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά προστατευόμενη από την UNESCO. Και αυτό γιατί η Σύρος έχει το πολιτιστικό απόθεμα του ρεμπέτικου, είναι η γενέτειρα του Μάρκου Βαμβακάρη και έχει κάθε λόγο να καταλαμβάνει αυτή τη θέση. Το σημαντικό είναι να κάνουμε την προσπάθεια ώστε να έχουμε το αποτέλεσμα, το οποίο θεωρούμε ότι έχουμε κάθε λόγο να το διεκδικήσουμε». 

Από την πλευρά του Επιμελητηρίου ο κ. Ρούσσος επεσήμανε πως «Πέρα από τις άλλες δραστηριότητες του νησιού, κρίναμε ότι η ρεμπέτικη ιστορία της Σύρου και ο Μ. Βαμβακάρης είναι ένα κεφάλαιο το οποίο χρειάζεται να αξιοποιηθεί. Γι’ αυτό το Επιμελητήριο ασχολήθηκε, καθώς θεωρεί ότι είναι ένα στοιχείο, μεταξύ όλων των άλλων που έχει η Σύρος, το οποίο πρέπει να αναδειχθεί. Επειδή το κάθε νησί πρέπει να εκμεταλλεύεται τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα. Έτσι πρέπει και η χώρα, καθώς το ρεμπέτικο είναι ένα μουσικό είδος που πρέπει να κατοχυρωθεί, όπως αντίστοιχα έχουν λειτουργήσει άλλες χώρες, όπως η Γαλλία ή η Αργεντινή προκειμένου να κατοχυρώσουν τον πολιτισμικό τους πλούτο. Προσωπικά χαίρομαι που το κεφάλαιο Μάρκος Βαμβακάρης, στο οποίο επενδύει τελευταία ο τόπος όλο και περισσότερο, δίνει τη δυνατότητα στη Σύρο να είναι μεταξύ των περιοχών σταθμών του ρεμπέτικου».

«Τέχνη γνησίως και μοναδικά ελληνική»

Χαρακτηριστική η αναφορά του Μάνου Χατζιδάκι στην ιστορική διάλεξη του για το ρεμπέτικο, που το χαρακτήριζε ως «τέχνη γνησίως και μοναδικά ελληνική», η οποία εκπορεύεται από μία «αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία», όταν το 1949 σημείωνε ότι «ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ' ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες».

Αναλύοντας σημείωνε ότι «Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτος και περιεκτικότερος».

Φυσικά δεν ήταν διόλου τυχαίο ότι κατόπιν αυτών παρουσίασε τον Μάρκο Βαμβακάρη και την Σωτηρία Μπέλλου, με πρώτο τραγούδι την Φραγκοσυριανή, για να καταλήξει με το επιμύθιο «Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας».

Περιγραφή του ρεμπέτικου ως στοιχείο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς

Όπως στον φάκελο του ρεμπέτικου περιγράφεται αυτό ως στοιχείο Άυλης Πολιτιστικής κληρονομιάς, πρόκειται για αστικό λαϊκό μουσικό είδος που άκμασε το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Με επιρροές από το δημοτικό και το μικρασιάτικο τραγούδι, αντικατοπτρίζει το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής όπου αναπτύχθηκε και ιδιαιτέρως τη ζωή του περιθωρίου. Στην πορεία η κοινωνική του βάση επεκτάθηκε στους πρόσφυγες, στην εργατική και τη μεσοαστική τάξη, ενώ στις μέρες μας αναγνωρίζεται ως δημοφιλής πολιτιστική κληρονομιά που ανήκει σε όλους τους Έλληνες.

Η παράδοση των ρεμπέτικων τραγουδιών αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του ελληνικού αστικού λαϊκού πολιτισμού, ως μια συλλογική μορφή έκφρασης και επικοινωνίας που κατόρθωσε να συνταιριάξει σε μια θαυμαστή ενότητα τον λόγο, τη μουσική και τον χορό. Η περίοδος δημιουργίας τους καλύπτει το πρώτο μισό του 20ού αι., εποχή διαμόρφωσης στην Ελλάδα των μεγάλων αστικών κέντρων και της αργής αλλά σταθερής επέκτασης του βιομηχανικού πολιτισμού. Συνδέονται με συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις και ομάδες: αρχικά με το υποπρολεταριάτο των πόλεων-λιμανιών και, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, με τους προσφυγικούς πληθυσμούς. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η κοινωνική τους βάση διευρύνεται στα μεσαία αστικά στρώματα.

Οι συνθήκες δημιουργίας και επιτέλεσης, οι κοινωνικοί φορείς, καθώς και πολλά υφολογικά και μορφολογικά στοιχεία του ρεμπέτικου παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες αντιστοιχίες με ανάλογα είδη αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύχθηκαν την ίδια περίπου εποχή σε άλλες χώρες, όπως τα αργεντίνικα τάνγκος, τα αμερικάνικα μπλουζ, τα πορτογαλέζικα φάδος κ.ά.

Αν και η πρωτογενής δημιουργία των ρεμπέτικων δείχνει να ολοκληρώνεται στα μέσα της δεκαετίας του 1950, τα τραγούδια αυτά εξακολουθούν να παραμένουν εξαιρετικά δημοφιλή έως τις μέρες μας, μέσα από την αναβίωσή τους από τις νεότερες γενιές με πλήθος έρευνες, συνέδρια, βιβλιογραφικές και δισκογραφικές εκδόσεις, μαθήματα και σεμινάρια, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, αφιερώματα και συναυλίες καθώς και καθημερινές επανεκτελέσεις και διασκευές σε κέντρα διασκέδασης, μουσικές σκηνές αλλά και φιλικές γιορτές και διασκεδάσεις.

Τα ρεμπέτικα τραγούδια προσφέρουν γόνιμο έδαφος για μια ιστορική, κοινωνιολογική-ανθρωπολογική και εθνομουσικολογική έρευνα, τόσο για τα πρωτότυπα καλλιτεχνικά τους στοιχεία (ύφος, γλώσσα, στιχοποιία, μουσικές κλίμακες, ρυθμούς, μελωδίες, ενορχήστρωση, χορό) όσο και για τις πολύτιμες αναφορές τους σε ήθη, συνήθειες και παραδόσεις ενός ιδιαίτερου τρόπου ζωής, σε συγκεκριμένα γεγονότα, χώρους και πρόσωπα, κοινωνικές ταυτότητες και ιδεολογίες.

Πάνω απ’ όλα όμως, εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν μια ζώσα μουσική παράδοση, με ισχυρό συμβολικό-ιδεολογικό και αισθητικό-καλλιτεχνικό χαρακτήρα, μέσα από τη σημερινή επιτέλεση των τραγουδιών από σύγχρονες κοινωνικές ομάδες και ιδίως από πολλούς νέους.