Ένα λησμονημένο κείμενο για τις Σφαγές της Χίου

“ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ”: του Ιωάννου Γ. Φραγκιά
  • Πέμπτη, 27 Απριλίου, 2017 - 06:22
  • /   Eνημέρωση: 27 Απρ. 2017 - 7:42

Το σημερινό άρθρο είναι μέρος δεύτερο από το γραπτό κείμενο του Ιωάννη Φραγκιά που αναφέρεται στην Χιώτισσα μητέρα του, την Δέσποινα που επέζησε από τις σφαγές του 1822.

Μέρος δεύτερο: Η νύχτα σκέπαζε την μικρή έρημη κοιλάδα. Σε μια στιγμή η σιωπή ήταν απόλυτη. Τα πτώματα βρισκόταν εκεί βουβά και το σκοτάδι έκρυβε την σπαρακτική θέα τους. Ξαφνικά, ελαφρά βήματα διέκοψαν από μακριά τη σιωπή της κοιλάδας. Μερικοί θάμνοι σείστηκαν, και πάλι σιωπή. Τα βήματα ακούστηκαν πάλι. Τρεις σκιές φάνηκαν να προχωρούν αργά, σταματούσαν και πάλι προχωρούσαν. Η μια ήταν υψηλή, οι άλλες δύο ήταν μικρές. Αν μπορούσε κάποιος να διακρίνει κάτω από το φως των αστεριών, θα έβλεπε μια υψηλή γυναίκα που κρατούσε σε κάθε χέρι της ένα μικρό παιδί, ένα αγόρι και ένα κορίτσι και να βαδίζουν με αστάθεια και με δυσκολία ανάμεσα στους θάμνους της κοιλάδας.

Η γυναίκα έριχνε τριγύρω, με φόβο, ματιές και έψαχνε να βρει μια κρύπτη, όσο γινόταν ασφαλή, ώστε να περάσει τη νύχτα μαζί με τα παιδιά της. Πουθενά, όμως, σ' αυτή την κοιλάδα δεν υπήρχε ένας χώρος κατάλληλος.

Οι θάμνοι ήταν αραιοί και μικροί, ώστε να μπορέσει ανάμεσά τους να κρύψει τουλάχιστον τα δύο παιδιά. Και η γυναίκα ήταν κατάκοπη έχοντας κάνει μια τόσο μεγάλη πορεία ανάμεσα σε βράχους και φαράγγια. Μόλις μπορούσε να κρατηθεί στα πόδια της.

- Παναγιά μου, βοήθεια! Ψιθύριζε. Έλεος! Ας βρεθεί ένας σχοίνος για τα παιδιά μου. Και... είδε, εκεί λίγο αριστερά, ανάμεσα σε γυμνό έδαφος υπήρχε ένας θάμνος, αρκετά μεγαλύτερος από τους άλλους. Τότε η γυναίκα έσυρε προς αυτόν τα παιδιά της. Ο τρόμος, η πείνα, η κόπωση, ο πόνος των ποδιών που είχαν γδαρθεί από την οδοιπορία ανάμεσα σε κλαδιά, κρατούσαν τα παιδιά σιωπηλά και έτρεμαν από το νυχτερινό κρύο.

- Κοιμηθείτε, παιδιά μου, εδώ, κοντά στο σχοίνο, ψιθύρισε η γυναίκα και εγώ θα είμαι άγρυπνη και θα σας φυλάξω. Κοιμήσου, Δέσποινά μου, κοιμήσου Αντώνη μου. Εγώ είμ' εδώ. Μη φοβάστε.

- Πεινάμε μητέρα, είπε το αγόρι.

- Πως κρυώνω! Ψιθύρισε το κορίτσι, ενώ τα δόντια του έτρεμαν από το νυχτερινό κρύο. Η μητέρα έβγαλε το μαύρο παλτό της και σκέπασε και τα δύο μικρά, ενώ παράλληλα ψιθύριζε:

- Παναγία μου, βοήθεια!

Τα παιδιά ξάπλωσαν κοντά στο σχοίνο κάτω από το παλτό της μητέρας τους, αγκαλιάστηκαν και μετά από λίγο έκλεισαν τα μάτια τους και κοιμήθηκαν βαθειά.

Τότε η γυναίκα έκλαιγε με πολλά δάκρυα και προσευχόταν γονατιστή στην Παναγία. Ήταν μόλις 28 χρονών, πανέμορφη στην όψη, ψηλή, με ωραίο σώμα, αλλά ένοιωθε πολύ κρύο αφού δεν φορούσε το παλτό της και έκλαιγε μέσα στην έρημη νύχτα, έχοντας την εικόνα “Νιόβης θρηνούσης”

Επόμενη Μέρα

Όταν άρχισε ο ήλιος να ανατέλλει φαινόταν ότι ο άμεσος κίνδυνος ήταν πια παρελθόν. Η δύστυχη γυναίκα είχε περάσει και είχε ζήσει απίστευτες συμφορές και για την πατρίδα της και για τα παιδιά της και για τον εαυτό της. Προχθές ακόμη, αυτή η γυναίκα ήταν οικοδέσποινα από τις πλουσιότερες της Χίου. Έχασε μέσα σε μια μέρα το σπίτι της, τους γονείς της και τον... σύζυγό της. Χάθηκαν όλα, χάθηκε η ευτυχία της. Και τώρα έμεινε μόνη με τα δύο παιδιά της, 10 ετών το μεγαλύτερο, και άρχισε να πλανιέται στα βουνά, προσπαθώντας να αποφύγει... “την αιμοσταγή μάχαιραν των εκμανέντων Τούρκων”. Τι θα γίνει; Πως να σώσει τα παιδιά της από τον θάνατο, από την πείνα και από τη συμφορά; Η νύχτα προχωρούσε με μια τρομερή σιωπή και ερημιά και η αγωνία της μητέρας μεγάλωνε και είχε το φόβο μήπως με το φως της ημέρας... το μαχαίρι των Τούρκων έφθανε στα παιδιά της...

Αν ήταν δυνατόν, θα επιθυμούσε να σταματήσει η ανατολή του φωτός μέχρι τα παιδιά να δυναμώσουν λίγο μετά τον ύπνο τους, ώστε να περπατήσουν προς την δυτική παραλία, όπου υπήρχε ελπίδα να σωθούν από ελληνικά πλοία... Το φως της ανατολής “ερρόδισε”, τα βουνά φωτίστηκαν, χρωματίστηκαν τα δένδρα και τα πουλιά άρχισαν να πετούν “προς άγραν τροφής”. “Ευτυχή αυτά που είχαν πτέρυγας”!

Τότε κρότοι υπόκωφοι, σαν πυροβολισμοί ακούστηκαν σαν να έρχονταν από τα έγκατα της γης. Η καρδιά της νεαρής γυναίκας φτερούγισε. Άρχισε μια νέα καταστροφή! Είδε τα παιδιά της αγκαλιασμένα να κοιμούνται πάνω στο χώμα με ένα ήρεμο αγγελικό ύπνο. Πλησίασε τα παιδιά τα αγκάλιασε, τα φίλησε και τα παιδιά ξύπνησαν έντρομα. Είδαν τη μητέρα τους με δάκρυα.

- Γιατί κλαις μητέρα; ρώτησαν μαζί και τα δύο.

- Μην τρομάζετε παιδιά μου. Δεν είναι τίποτα. Τώρα θα επιστρέψουμε στο σπίτι. Κράτησε, Δέσποινά μου, πάνω σου αυτή τη μικρή εικόνα της Παναγίας να σας φυλάξει παιδιά μου και τους δύο. Και τα δύο παιδιά, η Δέσποινα και ο Αντώνης προσκύνησαν με ευλάβεια την εικόνα.

- Ότι κι αν συμβεί, να μη χωρισθήτε παιδιά μου. Είδα απόψε στον ύπνο μου ότι ο πατέρας ήλθε και μας βρήκε. Όλα θα διορθωθούν. Μη φοβάστε. Τώρα σιωπή!...

Τότε... μακρινός μονότονος ήχος ακούστηκε από τον λόφο. Ανθρώπινες φωνές, πολλές και βραχνές συνόδευαν εκείνον τον ήχο που όλο μεγάλωνε, σαν να πλησίαζε.

Στράφηκε το βλέμμα της μητέρας προς τον λόφο, απ' όπου ερχόταν ο ήχος. Τρόμος και φρίκη πέρασε στο σώμα της και τρομαγμένη αγκάλιασε τα παιδιά της και τα έσφιξε δυνατά πάνω στο στήθος της... Τα δύο παιδιά την αγκάλιασαν και εκείνη γονάτισε κοντά τους εξακολουθώντας να βλέπει την κορυφή του λόφου. Δεν είχε καμία αμφιβολία πλέον. Ο ήχος του τυμπάνου συνόδευε την ομάδα των Τούρκων που κυκλοφορούσαν στις εξοχές του νησιού, καταδιώκοντας και σφάζοντας τους Χριστιανούς, αφήνοντας πίσω τους αίμα να κυλάει στους λόφους.

Και φάνηκε τότε στην κορυφή η “ερυθρά σημαία” ύστερα μια “κίδαρις δερβίσου με πράσινον χιτώνιον” έπειτα ο τυμπανοκρουστής Τούρκος και περίπου 20 άνδρες με σαρίκια στο κεφάλι, κρατούσαν “μαχαίρας καμπύλας” και όρθιες μεγάλες ράβδους, που στο επάνω άκρο τους είχαν τοποθετήσει “σφαιρικούς όγκους”. Όσο αυτό το πλήθος πλησίαζε, φάνηκε ότι πάνω στις ράβδους, οι σφαιρικοί όγκοι ήταν.... ανθρώπινες κεφαλές “αιμοσταγείς”!

Οι κραυγές τους συμβόλιζαν τη χαρά τους που σκότωναν τόσους ανθρώπους.

Συνεχίζεται

Ετικέτες: 

Διαβάστε ακόμα