ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

«Όταν πρωτοείδα την σημαία μας»!

  • Πέμπτη, 16 Νοεμβρίου, 2017 - 06:12
  • /   Eνημέρωση: 16 Νοε. 2017 - 7:26

Συγκινητικά λόγια από έναν Έλληνα που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Τσεσμέ.

Το χωριό που γεννήθηκα η «Αγία Παρασκευή» του Τσεσμέ, ήταν ένα ωραίο χωριό ξαπλωμένο αμφιθεατρικά στο βάθος ενός ευρύχωρου λιμανιού μέσα στον κόλπο των Ερυθρών. “Δεξιά τω εισπλέοντι». Όπως γράφανε οι γεωγραφίες του παλιού καιρού.

Ίσως αυτό το ευρύχωρο λιμάνι να ήταν από τις αφορμές που οι πιο πολλοί συγχωριανοί μου ήταν θαλασσινοί.

Και όπως μπορώ να βεβαιώσω ήτανε και είναι από τους καλύτερους θαλασσινούς του Αιγαίου Πελάγους.

Εξακόσια σπίτια είχε το χωριό μου και τα τριακόσια πάνω κάτω καΐκια μικρά και μεγάλα. Καραβόσκαρα, τρεχαντήρια, τσερνίκια, ανεμότρατες, περάματα….

Κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή του λιμανιού μας ήταν χαρά θεού. Γιατί τα καΐκια που ήτανε μέσα φουνταριοσμένα, δικά μας και ξένα, υψώνανε στα πρυμιά των κατάρτια τις σημαίες των. Κάτι σημαίες με άλικο χρώμα και με ένα μισοφέγγαρο με άστρο στη μέση.

Κοκκίνιζε το λιμάνι. Πέρα ως πέρα.

Μεταχειρίζομαι τη λέξη ήτανε, γιατί το χωριό μου τώρα πια δεν υπάρχει. Τα σπίτια του γκρεμίστηκαν και οι κάτοικοι είναι σκορπισμένοι στα νησιά του Δυτικού Αιγαίου.

Είχε ένα σχολείο το χωριό μου με ένα δάσκαλο. Ήταν ένας νέος ωραίος άνδρας ο δάσκαλός μας και ονομαζότανε Ιωάννης Υψηλάντης. Εμείς όμως, οι μικροί μαθηταί του για πιο συντομία τον λέγαμε: Ο δάσκαλος ο Γιάννης. Πέθανε πριν από κάμποσα χρόνια στον Πειραιά σε βαθύτατο γήρας. Αιωνία του η μνήμη!

Τις ώρες του σχολείου, όταν ο δάσκαλος έκανε μάθημα στη μεγάλη τάξη εμείς οι μικρότεροι, όλοι παιδιά θαλασσινών, δεν κάναμε άλλη δουλειά παρά να σχεδιάζουμε αδιάκοπα επάνω στις πλάκες μας (αβάκια τις λέγαμε) καραβάκια και καϊκάκια με κατάρτια και πανιά και βάζαμε στο πίσω κατάρτι μια σημαιούλα. Βάζαμε πάντα το μισοφέγγαρο και το άστρο στη μέση. Ζωγραφίζαμε τις σημαίες που βλέπαμε να κυματίζουν στα κατάρτια των καϊκιών μας.

Μας μάθαινε και ύμνους, ο δάσκαλος ο Γιάννης. Θυμούμαι κάμποσους στίχους του πρώτου ύμνου που μας έμαθε να τραγουδούμε σε ένα συρτό μονότονο.

Άρχιζε έτσι: Βασιλεύ των Βασιλέων, Συ δοτήρ των αγαθών Στήριξον επί του θρόνου, Τον Σουλτάν Αβδούλ Χαμίτ κλπ.

Τον είχαμε βαρεθεί αυτόν τον ύμνο κι εμείς κι ο δάσκαλος, ώσπου μια μέρα μας λέγει: Σήμερα θα σας μάθω ένα νέο ύμνο. Προσέξτε. Τεντώσαμε όλοι τ' αυτιά μας και ο δάσκαλος ο Γιάννης αρχίζει να τραγουδά σιγανά με τη γλυκιά του φωνή:

Καράβι καραβάκι που πας γιαλό γιαλό

Με γαλανή σημαία και μ' αργυρό σταυρό

Άμα ακούσαμε εμείς τους πρώτους αυτούς στίχους του νέου μας ύμνου, ξαφνιαστήκαμε. Γύρισε, είδε ο ένας τον άλλο και με τις ματιές μας αναρωτιόμαστε: “Τι θα πουν αυτά τα λόγια; Κάποιο λάθος θα κάνει ο δάσκαλος. Σημαία γαλανή με αργυρό σταυρό εμείς ξέρουμε πως οι σημαίες είναι κόκκινες και έχουν στη μέση ένα μισοφέγγαρο με ένα άστρο”

Ο “πρωτόσκολος” ανέλαβε να ξεκαθαρίσει το ζήτημα και όταν ο δάσκαλος εσταμάτησε, σηκώνει το χέρι και λέγει:

- Υπάρχουν και σημαίες γαλανές με σταυρό αντί μισοφέγγαρο ;;;

Ο δάσκαλος στάθηκε άφωνος, έρριξε μια ματιά στον πρωτόσκολο, ματιά που τότε νομίζαμε ότι είναι θυμωμένη ματιά. Τώρα βέβαια ξέρω τι εσήμαινε. Ύστερα, σηκώθηκε από την έδρα του, πήγε στο παράθυρο, κύτταξε καλά – καλά έξω σα να φοβότανε μην ακούσει κανένας εκείνα που θα μας έλεγε, ύστερα γύρισε, ξανακάθισε στην έδρα του και αρχίζει:

- Η σημαία με τα γαλανά χρώματα και με τον αργυρό σταυρό είναι η Ελληνική Σημαία!

Και παίρνοντας μια κιμωλία μας εζωγράφισε πάνω στο μαυροπίνακα μια Ελληνική Σημαία, χωρίς χρώματα βέβαια. Έπειτα αφού την έσβησε γρήγορα – γρήγορα άρχισε να μας μιλάει για την Ελλάδα με μια φωνή που έτρεμε, ενώ τα μάτια του ήταν βουρκωμένα έτοιμα να δακρύσουν. Για πρώτη φορά στη ζωή μου εκείνη τη μέρα άκουσα από το στόμα του δασκάλου μας ότι κι εμείς είμαστε Έλληνες!

- Δεν είμαστε ρταγιάδες; Τον ρώτησε ο πρωτόσκολος.

- Όχι, είμαστε και εγώ κι εσείς κι οι πατεράδες σας και τ' αδέλφια σας Έλληνες: Φωνάζει δυνατά ο δάσκαλος κτυπώντας τη γροθιά του επάνω στην έδρα. Και πήρε πια δρόμο και άρχισε να λέγη. Μας μίλησε για την παλιά Ελλάδα και για τη σημερινή. Για πρώτη φορά ακούγαμε τα ονόματα των ηρώων του '21 του Μιαούλη, του Καραϊσκάκη, του Μάρκου Μπότσαρη, του Κανάρη και του Κολοκοτρώνη.

Όση ώρα μιλούσε ο δάσκαλος μέσα στο σχολείου δεν ακουγότανε ούτε ανάσα.

Από τον πρωτόσκολο ίσαμε το μικρό του νηπιαγωγείου είχαμε τ' αυτιά μας τεντωμένα, τα μάτια μας ορθάνοιχτα και τα στήθη μας φουσκωμένα. Μια δυνατή φουρτούνα άρχιζε να σπαράζη τα σπλάχνα μας. Η ώρα να σχολάσουμε έφθασε, μα κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ούτε δάσκαλος, ούτε μαθηταί. Μόνον όταν πια βασίλεψε ο ήλιος βγήκαμε από το σχολείο και είμαστε άλλοι πια άνθρωποι.

Μέσα στα παιδικά μας στήθη είχε μπουκάρει ένας αέρας αλλιώτικος που έκανε τα πνευμόνια μας να φουσκώνουν υπερήφανα. Τα μάτια μας πήρανε μια ανέκφραστη λαμπάδα και τα μέτωπά μας σηκώθηκαν αγέρωχα απάνω. Ετελεσιουργήθη μια ανάτασις των ψυχών μας.

- Είμαστε Έλληνες! Είμαστε Έλληνες! Δεν είμαστε ραγιάδες. Λέγαμε ο ένας στον άλλον για να μη το ξεχάσουμε.

Ήταν η πρώτη μέρα που εκοινώνησα του Αχράντου Εθνικού Μυστικού Δείπνου! Και ότι συνέβαινε σε μένα, συνέβαινε και στους άλλους συνομηλίκους μου. Όταν μπήκα μέσα στο σπίτι μας, έπεσα στην αγκαλιά της μάννας μου και φιλώντας την, της φώναξα:

- Μανούλα μου είμαι Έλληνας. Δεν είμαι ραγιάς.

- Σώπα παιδάκι μου, μη φωνάζεις μη σ' ακούσει τ' αυτί του Αγαρηνού. Απαντούσε εκείνη και μ' έσφιγγε στοργικά στην αγκαλιά της.

Συνεχίζεται

- Πρωτόσκολος ή Πρωτόσχολος: ο καλύτερος μαθητής κάθε τάξης, που βοηθούσε στη διδασκαλία των άλλων μαθητών. Η λέξη έγινε γνωστή το 1796

- Αυτή η ιστορία ανήκει στον Π.Ι. Καψή – 25 Μαρτίου 1948

- Αφιέρωμα στον “Σύλλογο Μικρασιατών” Ερμούπολη - Σύρου

Ετικέτες: