Συνέντευξη του ζωγράφου και μέλους του animasyros, Γιώργου Παπαδημητρίου, με αφορμή τη νέα εικαστική έκθεσή του στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων

«Η Σύρος ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά»

Στην αγαπημένη του Σύρο, το νησί που κατάφερε από την πρώτη κιόλας στιγμή να «κλέψει» το μυαλό και την καρδιά του και να τον έλξει στη μεγάλη πολιτιστική «αγκαλιά» του, τόσο ως δημιουργό, όσο και ως μέλος της ομάδας του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινουμένων Σχεδίων «Animasyros», επιστρέφει ο ζωγράφος Γιώργος Παπαδημητρίου με μία νέα, αναδρομική έκθεση.

Από τη Μεγάλη Πέμπτη 5 Απριλίου έως και τη Δευτέρα του Πάσχα 9 Απριλίου 2018 (11:00 – 14:00 & 17:00 – 22:00) οι φιλότεχνοι της πρωτεύουσας των Κυκλάδων θα έχουν την ευκαιρία να θαυμάσουν στην Αίθουσα Τέχνης «Γιάννη & Ελένης Βάτη» επιλεγμένα έργα που φιλοτεχνήθηκαν κατά την διάρκεια της μέχρι σήμερα καλλιτεχνικής πορείας του.

Η έκθεση του Γιώργου Παπαδημητρίου ανοίγει τον κύκλο των εικαστικών εκθέσεων που θα διεξαχθούν φέτος στο νησί, στο πλαίσιο του προγράμματος «Σύρος – Πολιτισμός 2018».

Σε συνέντευξή του στην «Κοινή Γνώμη», ο καλλιτέχνης αναφέρεται στα στοιχεία της Σύρου που τον γοητεύουν και τον συγκινούν, στις πηγές έμπνευσής του, στους πειραματισμούς του σε διάφορα εικαστικά ύφη, αλλά και στη θέση που κατέχει η ζωγραφική στη ζωή του.

Η εικαστική «επιστροφή» σας στη Σύρο, πέντε χρόνια μετά την τελευταία έκθεσή σας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, εδώ υπάρχει μια μεγάλη αγάπη. Ποια είναι τα στοιχεία που σας γοητεύουν στο νησί, διατηρώντας άσβεστη την επιθυμία σας να το επισκέπτεστε συχνά και με την ιδιότητα του δημιουργού;

“Η Σύρος πραγματικά είναι ένας αγαπημένος προορισμός και τολμώ να πω ότι στόχος μου είναι κάποια στιγμή να μπορέσω να εγκατασταθώ μόνιμα εκεί. Ήταν έρωτας «με την πρώτη ματιά» που ξεκίνησε το 2011 όταν, με παρότρυνση των γονιών μου αλλά και με αφορμή το βιβλίο του Καραγάτση «Η μεγάλη χίμαιρα», αποφάσισα να περάσω εκεί τις καλοκαιρινές μου διακοπές. Γοητεύτηκα λοιπόν από τη φυσική ομορφιά του τοπίου, το αρχοντικό ύφος που αποπνέει η Ερμούπολη, τις πανέμορφες παραλίες, ενώ επισκέφθηκα το Κοκκινόσπιτο στο Πισκοπιό που ενέπνευσε τον συγγραφέα, με την ιστορία της οικογένειας των Ρεΐζηδων. Το 2013, σε συνεργασία με τον Δήμο Σύρου – Ερμούπολης πραγματοποιήσαμε στο Πνευματικό Κέντρο την πρώτη μου έκθεση στο νησί, ενώ τα τελευταία χρόνια έχω τη χαρά να το επισκέπτομαι κάθε Σεπτέμβρη, στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Animation «Animasyros», στο οποίο συμμετέχω ως επιμελητής αφιερωμάτων. Φέτος με τιμούν ιδιαίτερα με την παραχώρηση της Αίθουσας Τέχνης «Γ.&Ε. Βάτη» και τους ευχαριστώ θερμά για αυτό».

Η έκθεση σας με έργα που φιλοτεχνήθηκαν κατά τη διάρκεια της μέχρι τώρα καλλιτεχνικής πορείας σας θα παρουσιαστεί στην Αίθουσα «Βάτη» τις ημέρες του Πάσχα. Υπάρχει κάποια «γέφυρα» ανάμεσα στα μηνύματα της μεγάλης Χριστιανικής εορτής και στα συναισθήματα που θα γεννήσουν οι πίνακες σας στο φιλότεχνο κοινό;

«Θεματολογικά, με έχει απασχολήσει στο παρελθόν η έννοια της Πίστης και στην παρούσα έκθεση θα δούμε δύο - τρία έργα στα οποία υπάρχει μια αναφορά στο θέμα, εννοιολογικά όμως, μηνύματα όπως αυτό της αγάπης για παράδειγμα, θεωρώ ότι είναι εμφανή σε αρκετά από αυτά. Στον πίνακα ‘Sinners & Saints’ βλέπουμε Αγίους να προσεύχονται προκειμένου να συγχωρεθούν οι αμαρτίες των ανθρώπων ενώ το έργο ‘Επιτάφιος’ παρότι η έμπνευση του προήλθε από τις Επιτύμβιες στήλες της Αρχαίας Ελλάδας, κάθε φορά που το κοιτάω μου αφήνει μια αίσθηση κατάνυξης».

Από πού αντλείτε τα θέματά σας για να αποτυπώσετε στον καμβά τον πνευματικό και ψυχικό κόσμο σας;

«Πρωταρχική πηγή έμπνευσης μπορεί να αποτελεί το οτιδήποτε: καθημερινές καταστάσεις, βιώματα, εμμονές, απωθημένα, ο έρωτας (εφικτός ή ανέφικτος)… Όχι δηλαδή κάτι διαφορετικό από εκείνο που εμπνέει κάποιον ποιητή, μουσικό ή λογοτέχνη. Μου αρέσει να λέω πάντα ότι οι αρνητικές καταστάσεις που βιώνει ένας καλλιτέχνης είναι στην πραγματικότητα ένα Θείο δώρο, γιατί τον ωθούν σε πρωτόγνωρη διαδικασία δημιουργίας. Απαιτεί πολλές ώρες εσωστρέφειας, πνευματικής πίεσης και απομόνωσης αλλά δεν γίνεται διαφορετικά… Και ακριβώς επειδή έχει το χάρισμα να ξορκίσει αυτό που τον βασανίζει μετατρέποντάς το σε έργο, καταφέρνει τελικά και λυτρώνεται μέσα από την Τέχνη του.

Στα έργα των τελευταίων χρόνων πάντως, λόγω του ότι έκανα αρκετές σπουδές σε Μουσεία όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό, του Κεραμεικού ή της Ακρόπολης, η επιρροή της Ελληνικής Μυθολογίας είναι εμφανής τόσο θεματολογικά όσο και στον τρόπο που αντιμετωπίζω εικαστικά τα έργα. Διδάχτηκα μέσα από την Τέχνη των προγόνων μας την ομορφιά της απλότητας, της αφήγησης, του συμβολισμού, ακόμη και του καλώς εννοούμενου θράσους. Μέσα από τις τοιχογραφίες της Σαντορίνης, της Πομπηίας ή των ψηφιδωτών του Βυζαντινού Μουσείου, άντλησα έμπνευση και βρήκα σχεδιαστικές λύσεις που δεν είχα ως τότε φανταστεί».

Ποιες οι τεχνικές και οι φόρμες, που σας εκφράζουν περισσότερο, αποτελώντας γερό «πάτημα» για μία προσωπική κατάθεση ψυχής;

«Παρότι η ζωγραφική για μένα είναι ένας αέναος πειραματισμός σε διάφορα εικαστικά ύφη, η εξπρεσιονιστική γραφή είναι εκείνη που νιώθω ότι μου ταιριάζει περισσότερο σαν ιδιοσυγκρασία. Ο χρόνος που ασχολούμαι σοβαρά με τη ζωγραφική (περίπου δέκα χρόνια) είναι σαφώς λιγότερος από εκείνον που έχουν αφιερώσει πολλοί μεγάλοι ζωγράφοι, εντούτοις παρατηρώ ότι ακόμη και σε αυτό το διάστημα έχω αλλάξει αρκετά τις προτιμήσεις και το ύφος μου: πλέον προτιμώ ένα ωραίο προσχέδιο, λιτές καθαρές φόρμες, παλέτα με πιο ήπια – γήινα χρώματα, περιγράμματα λίγα και ουσιαστικά… Αδιαμφισβήτητα έχω επηρεαστεί από τους αγαπημένους μου Γιάννηδες (τον Μόραλη και τον Τσαρούχη) αλλά και Ευρωπαίους εξπρεσιονιστές όπως τον Λωτρέκ, τον Μουνκ, τον Σίλε και τον Μπαλτύς». 

Η ενασχόληση με την τέχνη θεωρείται από πολλούς ένα «μικρόβιο» το οποίο κουβαλά κανείς εφ’ όρου ζωής, ακόμη κι αν δραστηριοποιείται επαγγελματικά σε άλλο πεδίο. Ποια η θέση που κατέχει η ζωγραφική στη δική σας ζωή;

«Ξεκίνησα να ζωγραφίζω από πολύ μικρή ηλικία, όπως τα περισσότερα παιδιά εξάλλου αλλά ουδέποτε υπήρξε η σκέψη ή η παρακίνηση από τους γονείς για σπουδές πάνω σε αυτό. Η καλλιτεχνική δημιουργία μου βγήκε περισσότερο στη μουσική, στην οποία εντρύφησα στην Πάτρα, παράλληλα με τις σπουδές στη σχολή Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων. Το μάθημα που πήρα πριν ακόμη τελειώσω το στρατιωτικό, ήταν ότι για να ζήσεις αξιοπρεπώς ως καλλιτέχνης στην Ελλάδα χρειάζεται είτε κάποιο οικονομικό υπόβαθρο είτε μια «κανονική» δουλειά. Αλλιώς θα χρειαστεί να (ξε)πουλήσεις πάρα πολλά ιδανικά, να κάνεις υποχωρήσεις που σε φέρνουν σε πολύ δυσμενή θέση, να επιδιώκεις ωφέλιμες σχέσεις… Εργάζομαι λοιπόν εδώ και 20 χρόνια ως ιδιωτικός υπάλληλος και δεδομένης και της κατάστασης που βιώνουμε πλέον δεν έχω μετανιώσει για την επιλογή αυτή. Ίσα – ίσα που έχω τη δυνατότητα να αφιερώνω όσες ώρες νιώθω ότι χρειάζονται για την δημιουργία ενός έργου, χωρίς να ανησυχώ για σημαντικότερα θέματα όπως το βιοποριστικό. Μην ξεχνάμε εξάλλου ότι πολλοί άνθρωποι της Τέχνης, στην Ελλάδα και το Εξωτερικό, εργαζόντουσαν παράλληλα και αυτό όχι μόνο τους δυσκόλεψε αλλά αποτέλεσε και πηγή έμπνευσης για τα έργα τους».