Ο ζωγράφος Βασίλης Πράπας «δεν παραδίνεται» στις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις και μας ξεναγεί στην έκθεση «Remis au pas», στην Πινακοθήκη Κυκλάδων

«Η Τέχνη είναι ανθρωποκεντρική»

Ο Βασίλης Πράπας κατατάσσει τον εαυτό του στους ανθρωποκεντρικούς ζωγράφους. Στα τριάντα (και) χρόνια που δημιουργεί, ο άνθρωπος δεν απουσιάζει ποτέ από τα έργα του. Ακόμη και σ’ ένα τοπίο, καταλαμβάνει πάντοτε μία θέση, ως αναπόσπαστο κομμάτι της Φύσης και της Τέχνης.

Η ανθρώπινη μορφή κυριαρχεί και στην έκθεσή του με τίτλο «Remis au pas», η οποία παρουσιάζεται στην Πινακοθήκη Κυκλάδων, στο πλαίσιο του 4ου Διεθνούς Θερινού Πανεπιστημίου στη Σύρου με θέμα «Το λάθος στη γλώσσα και την επικοινωνία».

Στους 32 πίνακες του καλλιτέχνη, οι μορφές επικοινωνούν με το κοινό, με τη γλώσσα της ψυχής, που διατηρεί τη δύναμή της, ακόμη κι αν το κορμί τους έχει προδώσει. Ο άνθρωπος τρέχει, δραπετεύει, οπλίζεται, παλεύει, πέφτει αλλά, ποτέ δεν παραδίνεται. Αντιθέτως, ορίζει ο ίδιος τη μοίρα του, χωρίς να υποτάσσεται στο -φαινομενικά- μάταιο και χωρίς να αντιμετωπίζει παθητικά τη ζωή. Η διαρκής κίνηση των σωμάτων φανερώνει την ανάγκη για ελευθερία και απαλλαγή από κάθε είδους φόβο που επιχειρεί να τα καθηλώσει και να τα καταστήσει έρμαιά του.

«Δεν μπορώ να φανταστώ έργο μου χωρίς το ανθρώπινο στοιχείο»

Η ιδέα για τη δημιουργία των συγκεκριμένων έργων γεννήθηκε μία βραδιά στη Λυών. «Βρισκόμουν μαζί με συναδέλφους στο ατελιέ μου, πίναμε κρασί και συζητούσαμε για τον άνθρωπο, για τη φθορά του. Εγώ εξέφρασα την άποψη πως, ο άνθρωπος δεν παραδίνεται μέχρι να πεθάνει. Δεν έχει σημασία το κορμί. Αν το μυαλό και η ψυχή έχουν τη δύναμη να προχωρήσουν, όσο κι αν το σώμα δεν ακολουθεί. Από κείνη τη βραδιά άρχισα να δημιουργώ όλη αυτή τη σειρά. Ζωγράφισα περισσότερα από 70 έργα. Παραγωγή τρελή. Δεν το περίμενα. Προέκυπταν συνεχώς καινούρια. Και τώρα, στο ατελιέ μου στην Αθήνα, δημιουργώ κι άλλα», δήλωσε ο εικαστικός στην «Κοινή Γνώμη». 

Σύμφωνα με τον ίδιο, η Τέχνη είναι ανθρωποκεντρική. «Όποιος ζωγράφος δεν το καταλαβαίνει αυτό, δεν ξέρει από ζωγραφική. Ο άνθρωπος πρέπει να υπάρχει παντού. Με τη ζωγραφική ασχολούμαι πάνω από 30 χρόνια. Δεν μπορώ να φανταστώ δικό μου έργο, χωρίς ανθρώπινη ύπαρξη. Και στα τοπία μου ακόμα, τοποθετώ έναν άνθρωπο στο πλάι, έτσι όπως εγώ τον θέλω. Μικρό μεν, αλλά υφίσταται. Ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης, της ζωγραφικής και κατ’ επέκταση της Τέχνης. Τι άλλο να ζωγραφίσω; Αυτά που κάνουν σήμερα οι νέοι; Performance, happenings και άλλα ξενόφερτα; Πρόκειται για ένα σχέδιο Αμερικανών που γκρεμίζει καθετί παλιό για να έρθει το καινούριο. Στη λούμπα, έπεσαν και οι Ευρωπαίοι. Με το μοντέρνο, αυτό που λέμε «Γερμανικό εξπρεσιονισμό». Ουσιαστικά, αυτή η σχολή είναι ελληνική. Παρθένης, Παπαλουκάς, αυτοί αποτελούν τη ρίζα της Σχολής του Μονάχου. Στη Γερμανία, οι άνθρωποι δεν ξέρουν να ζωγραφίσουν. Βουρτσιές. Η βουρτσιά όμως, δεν έχει νόημα. Αλλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο».

Σημαντικές συμμετοχές και διακρίσεις

Ο Βασίλης Πράπας φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών με καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη, τον Γιάννη Παπά και τον Νίκο Νικόλαου. Πραγματοποίησε σπουδές γραφιστικής και σκηνογραφίας στην Ανωτάτη Σχολή Δοξιάδη, σκηνοθεσίας στη Σχολή «Σταυράκου» και μεταπτυχιακές σπουδές στη Φλαμανδική Ζωγραφική, στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Άμστερνταμ.

Το 2003 έλαβε τιμητική διάκριση από το Υπουργείο Πολιτισμού για τη συμβολή του στην προσπάθεια του Υπουργείου Πολιτισμού και του Δήμου της Αρχαίας Ολυμπίας στην ανάδειξη της Αρχαίας Ολυμπίας σε παγκόσμιο αξιακό κόμβο του εικοστού αιώνα. Στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, πραγματοποίησε ατομική έκθεση στο γήπεδο Ο.Α.Κ.Α  και στην Ρουμανική Πρεσβεία. Το 2008 δέχτηκε πρόσκληση από τη Δήμαρχο της γαλλικής πόλης Lyon και την Unesco για καλλιτεχνική εκπροσώπηση στην έκθεση ζωγραφικής που διοργανώθηκε στο Πεκίνο στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων της ίδιας χρονιάς.

Παράλληλα, εργάστηκε ως Αrt Director σε διαφημιστικές εταιρείες, συνεργάστηκε ως σκιτσογράφος με εφημερίδες και περιοδικά (Eλευθεροτυπία, Στιγμές ,Θεσσαλικές Επιλογές, Θεσσαλός), φιλοτέχνησε με έργα του ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα και εργάστηκε ως βιομηχανικός σχεδιαστής. Έργα του βρίσκονται στις συλλογές μεγάλων Ελλήνων και ξένων συλλεκτών , σε μεγάλες επιχειρήσεις ,καθώς και στο δημαρχείο του δήμου Αμαρουσίου.

«Η ζωγραφική της κάθε χώρας πρέπει να έχει ρίζες»

Η ζωή του Βασίλη Πράπα είναι μοιρασμένη ανάμεσα στη Λυών και την Αθήνα. «Πηγαινοέρχομαι, συνεχώς. Σε 15 μέρες θα επισκεφτώ το Λουξεμβούργο για την πραγματοποίηση έκθεσης. Εκεί είναι η πηγή του χρήματος. Είναι μέσα στο παιχνίδι. Από αυτό ζούμε. Οι δικοί μου με επιπλήττουν όταν το λέω. «Γιατί να μην το πω; Εκεί που την καταντήσατε την τέχνη είναι εμπόριο», απαντάω εγώ. Ο γκαλερίστας θα σε βάλει μέσα γιατί θα πουλήσει τα έργα σου. Θα πάρει το ποσοστό του, 40%, θα σου δώσει το 60% μεν, αλλά κάνει κονέ για να πουλήσει. Αλλιώς, γιατί να έχει την γκαλερί;».

Παρότι αναγνωρίζει τα σημαντικά βήματα που γίνονται, τα τελευταία χρόνια, στον χώρο της τέχνης, ο ίδιος διαφωνεί με τον σκοπό και την κατεύθυνσή τους. «Βλέπω Έλληνες φοιτητές στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, χωρίς καμιά γνώση, που γέρνουν προς το ανεικονικό, το ευρωπαϊκό, τάχα το ξένο, τάχα το αμερικανικό. Η ζωγραφική της κάθε χώρας πρέπει να έχει ρίζες. Εμείς έχουμε μια ιστορία όχι μόνο 3.500 χρόνων αλλά 16.000 χρόνων. Αυτό δεν το ξέρουν». Ως εκ τούτου, υποστηρίζει πως, κάθε καλλιτέχνης θα πρέπει να δίνει το προσωπικό στίγμα στα έργα του, χωρίς να παρεκκλίνει από τα στοιχεία που συνθέτουν τη φυσιογνωμία του τόπου του. «Εγώ δεν μπορώ να έχω τα ίδια ερεθίσματα με έναν Αμερικάνο, Γερμανό, Σουηδό ή Ιταλό. Γιατί ο Αμερικάνος έχει 250 χρόνια ιστορία και δεν ξέρει τα στραβά του. Είναι ένα άυλο, ασμίλευτο πράγμα που τον οδηγεί προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αυτοί όμως δεν έχουν τα ερεθίσματα που έχω εγώ στο DNA μου. Τα ελληνικά. Δεν σου είπα να κάνεις τη Νίκη της Σαμοθράκης. Θα μπορούσες να την κάνεις με διαφορετικό τρόπο και να ξεφύγεις. Ή τη σκεπτόμενη Αθηνά και αγάλματα, που να εμπεριέχουν στοιχεία ελληνισμού».

«Το φως είναι πηγή και το κορμί είναι ψυχή»

Ποια είναι τα στοιχεία που επιλέγει να εντάξει στα έργα του και τα οποία αποτελούν «καθρέφτη» της ελληνικής καταγωγής του στα μάτια των φιλότεχνων του εξωτερικού;

«Τα βλέπουν μόνοι τους, δεν χρειάζεται να τους πω τίποτα άλλο. Πριν ακόμα διαβάσουν το όνομα, ξέρουν ότι είναι ελληνικό έργο. Το προδίδουν το στυλ, η τεχνική, η ματιέρα. Σου λένε “αυτός εδώ έχει χρώμα, είναι Έλληνας”. Όλοι εκεί έξω είναι μουντοί. Αν πας στη Σουηδία, θα πήξεις στο σκοτάδι. Θα ανάψεις φακό για να δεις τον πίνακα. Γιατί έξι μήνες είναι σκοτάδι και έξι μήνες είναι γλυκοχάραμα. Αυτό αντιπροσωπεύει τους ίδιους, όχι εμένα. Εγώ δεν θα μπορούσα. Έζησα στη Στοκχόλμη για έξι-επτά μήνες και δεν μπορούσα να δουλέψω. Το περιβάλλον ήταν σκούρο για μένα. Εγώ θέλω Ελλάδα. Φως έχουν επίσης το Παρίσι και η Ιταλία, η οποία είναι πιο κοντά σε εμάς. Όπως και να το κάνεις, το φως είναι πηγή και το κορμί είναι ψυχή».