Του Γ. Ξανθάκη

Σινεπιλογές

  • Πέμπτη, 4 Ιανουαρίου, 2018 - 06:12

“The Greatest Showman” (2017) του Michael Gracey

Σήμερα όποιος αναφέρεται  στην μουσική κωμωδία, σκέφτεται την χρυσή εποχή του  χολιγουντιανού μιούζικαλ των δεκαετιών του 1940 και του 1950. Ωστόσο το είδος έχει γράψει μια ολόκληρη ιστορία, από τα μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ μέχρι τα “Cabaret” και “All that jazz” του Μπομπ Φος, το “Moulin Rouge” του Μπαζ Λούρμαν ,το “Χορεύοντας στο σκοτάδι” του Λαρς Φον Τρίερ ή το εξαίσιο “La La Land” του Ντάμιεν Σαζέλ, ταινίες που αποδεικνύουν πως δεν έχουν τελειώσει οι μέρες του.

Το φιλμ “The Greatest Showman”, βασισμένο στη ζωή του P.T. Barnum (Hugh Jackman), του ανθρώπου που οραματίστηκε το πρώτο show κι έκανε την Αμερική Μέκκα της διασκέδασης, φτάνοντας μέχρι και στο Μπάκιγχαμ, είναι ένα μιούζικαλ.  Διαθέτει πολλή ενέργεια, πληθώρα ανθρώπων και έντονη δράση που αιχμαλωτίζουν τη ματιά του θεατή. Προσφέρει μια εορταστική και φαντασμαγορική ψυχαγωγία, δεν ασχολείται υπερβολικά με την δραματική ή ψυχολογική ανάλυση αλλά μένει στην επιφάνεια, στην ευφορική διάθεση, στην ψευδαίσθηση, στη μαγεία.

Ο πραγματικός Barnum ήταν αντιφατικός, παρορμητικός, ανθρωπιστής αλλά και τυχοδιώκτης με έμφυτη ροπή προς τη δημοσιότητα. Ξεκίνησε την καριέρα του στα 12 πουλώντας λαχεία κι αφού δοκιμάστηκε σε διάφορες δουλειές, κατέληξε σε αυτό που αποκαλούσε «showbiz». Έφτιαξε το «Αμερικανικό Μουσείο Μπάρνουμ» στο Μπρόντγουεϊ, ένα δημοφιλές “freak show”, δίνοντας σε περιθωριοποιημένα πλάσματα το δικαίωμα να υπάρχουν, και εξελίχθηκε σε έναν μεγάλο και ζάμπλουτο παραγωγό, που είχε την τρομακτική ικανότητα να  αναγεννιέται από τις στάχτες του και να  προσφέρει στον κόσμο ένα ανεκτίμητο αγαθό: τη χαρά.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης του φιλμ Michael Gracey επιβάλλει διαρκώς έναν οπτικά λαμπερό και υψηλής ενέργειας ρυθμό. Το σενάριο δίνει έμφαση κυρίως στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα παρά στην ανάπτυξη των χαρακτήρων. Δεν εμβαθύνει στις σκοτεινές πλευρές του Barnum και δεν εξελίσσει τις προσωπικές του σχέσεις  με τους συνεργάτες του και τη σύζυγό του, που την υποδύεται η πολύ καλή Μισέλ Ουίλιαμς. Όσο για τις δευτερεύουσες ιστορίες, όπως αυτή του βασικού συνεργάτη του, που ερωτεύεται παράφορα την έγχρωμη ακροβάτισσα του τσίρκου,  περιχαρακώνονται στα τετριμμένα ρομαντικά κλισέ του Χόλιγουντ. Τα πρωτότυπα κινηματογραφικά μουσικά μέρη είναι περιορισμένα και χρονικά απομακρυσμένα,  οι ηθοποιοί μοιάζουν να έχουν έκρηξη, αλλά ο ενθουσιασμός τους, δυστυχώς, δεν μεταφράζεται στην άλλη πλευρά της οθόνης. Δεν είναι μια ταινία για να σπάσει τα καλούπια ή να δοκιμάσει τα όρια. Παρόλα αυτά, η ερμηνευτική ρώμη του Jackman που κουβαλά στις πλάτες του όλο το βάρος της ταινίας υπερκαλύπτει τις εμφανείς αδυναμίες.

Τελικά, ο Gracey χάνει την μεγάλη ευκαιρία να κάνει ένα οξύ, διαυγές και ουσιαστικό σχόλιο πάνω στη βιομηχανία του θεάματος, χωρίς ωραιοποιήσεις και συμβιβασμούς. Έτσι, όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους ο θεατής φεύγει με αναπάντητα ερωτήματα. Τελικά τι άνθρωπος ήταν ο Barnum; Ένας δαιμόνιος επιχειρηματίας, ένας οπορτουνιστής, ένας ονειροπόλος, ένας καλός οικογενειάρχης, ένας ιδεαλιστής ή μήπως ένας πρώιμος ευαγγελιστής για την αποδοχή της ποικιλομορφίας;

Ετικέτες: 

Διαβάστε ακόμα