Του Γ. Ξανθάκη

Σινεπιλογές

  • Τετάρτη, 14 Φεβρουαρίου, 2018 - 06:13

Αόρατη κλωστή /PhantomThread (2017) του Πολ Τόμας Άντερσον

Ο Πολ Τόμας Άντερσον, κορυφαίος δημιουργός της νέας γενιάς του Αμερικάνικου σινεμά, έχει κερδίσει τον σεβασμό κοινού και κριτικών γιατί, σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους του, αντιστάθηκε στα κόμικς και στις σειρές ταινιών, μένοντας πιστός στο προσωπικό του όραμα.

Ο εμμονικός μυθοπλαστικός μηχανισμός των έργων του είναι η προσωπογραφία ενός ξεχωριστού άντρα που η ζωή του συστρέφεται σπειροειδώς, από το όνειρο στην διάψευση, από την ευλογία στην κατάρα, από την εύνοια της τύχης στην ύβρη, από την δαιμονική φιλοδοξία στην αυτοκαταστροφή.

Η κινηματογραφική πορεία

Το 1996 παρουσίασε την πρώτη ταινία του “Hard Eight”, ένα μοντέρνο φιλμ νουάρ, με ήρωα ένα επαγγελματία τζογαδόρο που παίρνει υπό την προστασία του έναν ερασιτέχνη καλοπροαίρετο νέο για να τον μυήσει στα μυστικά του τζόγου. Χρόνια αργότερα μια γυναίκα θα ταράξει την ηρεμία και των δύο.

Το 1997 γνώρισε την πρώτη του εμπορική επιτυχία με το υπερεκτιμημένο “Boogie Nights”, φιλμ που ξαναζωντανεύει τον κόσμο των πορνοταινιών του ‘70 και της ατελείωτης διασκέδασης, με μουσική ντίσκο, σεξ και ναρκωτικά. H σκηνοθεσία, οι εικόνες, το μοντάζ και οι ερμηνείες είναι φανταχτερές, με σενάριο προβλέψιμο και ύφος επιδεικτικό.

Με το “Mangolia” (1999), υπογράφει ένα φιλόδοξο ψηφιδωτό ιστοριών που διαδραματίζονται σε ένα εικοσιτετράωρο στο πολύβουο Σαν Φρανσίσκο. Άνθρωποι που οι ζωές τους τέμνονται και αποκλίνουν , που αναζητούν απεγνωσμένα την ευτυχία και τη συγχώρεση. Μια ταινία που ευαγγελίζεται το ίδιο αξίωμα με τα «Στιγμιότυπα» του Ρόμπερτ Άλτμαν: Η ζωή εξαρτάται από το τυχαίο και το απρόβλεπτα μοιραίο.

Το ενδιαφέρον αλλά άνισο “Punch-Drunk Love”(2002) είναι μια παράδοξη ρομαντική κωμωδία βουτηγμένη στη μουσική και τα Technicolor χρώματα  του ΄50, με θέμα το πορτρέτο ενός νευρωτικού, προβληματικού άντρα που υποδύεται ένας διαφορετικός Άνταμ Σάντλερ.

Το “Will Be Blood” (2007) εστιάζει στην ανεξέλεγκτη φιλοδοξία ενός ανθρακωρύχου να επωφεληθεί από την εξόρυξη πετρελαίου στη Νότια Καλιφόρνια. Το αμερικανικό όνειρο και η καταστροφική πορεία του είναι στο στόχαστρο της εξαιρετικής, υποψήφιας για 8 Όσκαρ, ταινίας.

Ακολουθεί το “The Master” (2012), ένα δράμα εν μέρει εμπνευσμένο από την ζωή του ιδρυτή της Σαϊεντολογίας, L. Ron Hubbard. Η ταινία απεικονίζει την περίπλοκη σχέση ενός χαρισματικού γκουρού με έναν από τους ακόλουθους του την περίοδο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η ταινία σηματοδότησε την επιστροφή του σκηνοθέτη σε ένα αγαπημένο του θέμα, την ατομική ανάγκη του να ανήκεις σε κάτι συλλογικό, είτε αυτό είναι οικογένεια, ομάδα, θρησκεία ή κοινωνική τάξη.  

Το 2014 ο σκηνοθέτης ακολούθησε διαφορετική κατεύθυνση με την διασκευή και μεταφορά του μυθιστορήματος “Inherent Vice” του Τόμας Πίντσον. Φιλόδοξο και ψυχεδελικό, αστείο και παραισθητικά συναρπαστικό, το κινηματογραφικό ταξίδι του Άντερσον στο κρίσιμο χρονικό μεταίχμιο της μετάβασης από τον ανέμελο ιδεαλισμό των '60s στην καχυποψία των '70s είναι μια εμπειρία απόλυτα σύμφωνη με το πνεύμα του μυθιστορήματος.

Στην τελευταία του δημιουργία, «Αόρατη κλωστή»(2017), ο Άντερσον επανενώνεται με τον Ντάνιελ Ντέι Λούις σε ένα φιλμ που φορά πειστικά το ένδυμα μιας ταινίας-εποχής, αλλά κάτω από την επιφάνεια ξετυλίγεται ένα ψυχολογικό δράμα με συναρπαστικό παλμό που θυμίζει το ύφος του Χίτσκοκ.

Η «Αόρατη κλωστή»

Λονδίνο, 1955. Η πόλη αρχίζει να ανακάμπτει σταδιακά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκείνη την περίοδο είναι που μεσουρανεί στο χώρο της υψηλής ραπτικής ο σχεδιαστής μόδας Ρέινολντς Γούντκοκ (Ντάνιελ Ντέι Λούις), ένας ιδιαίτερα δύσκολος κι εξαιρετικά εγωκεντρικός άνθρωπος, που με τα ρούχα του κατορθώνει και κάνει ακόμα και τον πλέον αντιαισθητικό άνθρωπο να νιώθει όμορφος. Ο Γούντκοκ έχει την συνήθεια να ράβει μυστικά μηνύματα στα ενδύματά του, («ποτέ καταραμένο», είναι το σημείωμα που βάζει στα γαμήλια φορέματα). Αυτά τα αόρατα ίχνη των κρυμμένων εννοιών του σημαίνουν ότι τα φορέματά του είναι κάτι περισσότερο από πολυτελή εμπορεύματα. Είναι έργα τέχνης, κορεσμένα με το πάθος και την προσωπικότητα του δημιουργού τους.

Ο στυλοβάτης του οίκου μόδας δεν είναι άλλη από την αδερφή του, Σίριλ (Λέσλι Μάνβιλ), η οποία έχει επιβάλλει δρακόντειους κανόνες και φροντίζει όλα να κυλούν ομαλά, έχοντας αναλάβει και το δύσκολο έργο της απομάκρυνσης της εκάστοτε μούσας (κι ερωμένης) του αδερφού της, όταν η επιρροή της γοητείας της παύει να υφίσταται. Τα πάντα, όμως, στην τακτοποιημένη ζωή του Ρέινολντς, ανατρέπονται όταν εισβάλλει στη ζωή του η Άλμα (Βίκι Κριπς) και προσπαθεί να τον κάνει να καταλάβει πως η χαρά είναι μεγαλύτερη όταν την μοιράζεσαι με έναν σύντροφο. Θα καταφέρει άραγε η Άλμα να δώσει πνοή σε αυτό το νεκρωμένο από συναισθήματα σπίτι ή οι κανόνες θα απομυζήσουν την ορμή της νιότης και τελικά θα την αποβάλουν κι αυτή;

Πρόκειται για μια απρόσμενη ερωτική ιστορία, που αποτυπώνει ατμοσφαιρικά την προσπάθεια δύο ανθρώπων να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο, προσπαθώντας να επιβληθούν στα ένστικτά τους και να επιβάλλει ο καθένας τους δικούς του όρους.

Μια σκηνή –κλειδί για τον θεατή: Όταν ο Reynolds είναι άρρωστος με πυρετό, φαντάζεται τη μητέρα του και παραληρεί: «Είσαι εδώ; Είσαι πάντα εδώ; Μου λείπεις. Σε σκέφτομαι  όλη την ώρα». Αυτός είναι ο κεντρικός κόμβος του έργου, δείχνοντας την υπαρξιακή μοναξιά του ήρωα που αρνείται να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Αυτή η προσέγγιση μας οδηγεί πίσω στον τίτλο της ταινίας και τον επενδύει με μια δύναμη που είναι συναρπαστική και ταυτόχρονα τρομακτική.

Οι επιρροές της ταινίες είναι εμφανείς: «Ρεβέκκα» του Χίτσκοκ, «Εφιάλτης» του Κιούκορ, αλλά και Βισκόντι. Υποβλητική η μουσική του Τζον Γκρίνγουντ (των Radiohead) και εξαίρετες οι ερμηνείες των  Βίκι Κριπς, Λέσλι Μάνβιλ. Όσο για την απόδοση του Λιούις είναι πέρα και πάνω από κάθε περιγραφή. Κεντάει με αόρατα νήματα τις πολλαπλές διαθέσεις του Reynolds: σαρδόνιος, μελαγχολικός, εμπνευσμένος, ανυπόμονος, μονομανής.

Τελικά τι είδους ερωτική ιστορία είναι η «Αόρατη κλωστή»; Η διαλεκτική ιστορία της αγάπης μιας γυναίκας για έναν άντρα και της αγάπης του άντρα για το έργο του; Μια καλλιγραφική μελέτη των ασυμμετριών και των συγκρούσεων στην καρδιά ενός γάμου; Ένας εκλεπτυσμένος γοτθικός εφιάλτης με το ύφος του Χένρι Τζέιμς; Ένας διαστρεβλωμένος ψυχολογικός μύθος του ανεξέλεγκτου εγωκεντρισμού και της απενεργοποιημένης ερωτικής επιθυμίας; Αυτός είναι ένας μικρός κατάλογος πιθανών απαντήσεων που δεν μπορεί να καταγράψει πόσο παράξενα γοητευτική είναι αυτή η ταινία.

Ωστόσο οι θαυμαστές του Ντάνιελ Ντέι Λιούις αναρωτιούνται. Μπορεί να είναι αυτή η τελευταία κινηματογραφική του εμφάνιση; Παρακολουθώντας αυτό το αριστοτεχνικό και δεσποτικό ερμηνευτικό  ρεσιτάλ του αισθανόμαστε ένα μίγμα από ευφορία και μελαγχολική θλίψη.

Ετικέτες: 

Διαβάστε ακόμα