Ο Νίκος Πορτοκάλογλου και η μπάντα του φωτίζουν τη θάλασσά μας, στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων της Σύρου

«Όλοι οι μουσικοί είμαστε περιπλανώμενοι, αλήτες»

Τον Νίκο Πορτοκάλογλου και τους «Ευγενείς Αλήτες» - το νέο εγχείρημα του αγαπημένου τραγουδοποιού - υποδέχεται το κοινό της Σύρου στις 12 και 13 Δεκεμβρίου στο Θέατρο «Απόλλων».

Στο πλαίσιο των χριστουγεννιάτικων πολιτιστικών εκδηλώσεων του νησιού, ο Νίκος Πορτοκάλογλου επιστρέφει στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων ανανεωμένος και πλαισιωμένος από μία ομάδα νέων και πολλά υποσχόμενων καλλιτεχνών που εμπλουτίζουν τη μουσική παλέτα του με ηχοχρώματα που «ντύνουν» για πρώτη φορά τα τραγούδια του.

Η Αγάπη Διαγγελάκη (φωνή, κρουστά, γιουκαλίλι, λάφτα, μεταλλόφωνο), ο Δημήτρης Καλονάρος (τύμπανα, φωνητικά), ο Γιώργος Κουρέλης (πλήκτρα, ακορντεόν, φωνητικά), ο Ηλίας Λαμπρόπουλος (φωνή, βιολί, τρομπέτα, κλαρίνο, γκάιντα) και ο Βύρων Τσουράπης (φωνή, μπάσο, μαντολίνο, κιθάρα) παίρνουν το βάπτισμα του πυρός στο πλευρό ενός εκ των σημαντικότερων σύγχρονων τραγουδοποιών της χώρα μας και μοιράζονται με το κοινό τις «ευγενείς αλητείες του».

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κοινή Γνώμη», ο Νίκος Πορτοκάλογλου μίλησε για την ανάγκη του να επαναπροσδιοριστεί και να αλλάξει όχι μόνο σελίδα αλλά και βιβλίο, μετά από 35 χρόνια μουσικής πορείας, τις αρετές που «θυσιάζονται» στο βωμό τις κρίσεις, καθώς και τις ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους με ταλέντο που, όπως σημειώνει, έχουν την ατυχία, να ζουν και να δημιουργούν στο «βασίλειο» της αναξιοκρατίας και των κρατικοδίαιτων «επαναστατών».

Το πρόγραμμά σας έχει τον τίτλο «Restart». Η επανεκκίνηση είναι για εσάς η απάντηση σε ένα πιθανό ερώτημα «τι θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά, εάν γύριζα το χρόνο πίσω»;

“Νομίζω ότι κάθε επανεκκίνηση έχει αυτό το νόημα. Εκφράζει την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό, να βρεις έναν νέο στόχο, να ανανεώσεις τον ενθουσιασμό σου και την αγάπη σου γι’ αυτό που κάνεις. Σε μία τέτοια φάση βρίσκομαι φέτος. Όταν τον περασμένο Σεπτέμβριο ολοκλήρωσα τις συναυλίες μου με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, αισθάνθηκα ότι ξεκινάω πάλι από την αρχή, γιατί φτιάχνω μία καινούρια μπάντα. Αυτή τη στιγμή τελειώνω τον δίσκο μου, ο οποίος θα κυκλοφορήσει τους πρώτες μήνες του 2017. Ξεκινάω με νέους συνεργάτες και νέα ηχοχρώματα, κάποια από αυτά δεν τα είχα χρησιμοποιήσει στο παρελθόν, όπως η τρομπέτα, το γιουκαλίλι, η γκάιντα, το κλαρίνο και άλλα πολλά. Οπότε, αισθάνθηκα ότι ο πιο ταιριαστός τίτλος για αυτές τις παραστάσεις ήταν το «Restart»”.

Μετά από 35 χρόνια μουσικής διαδρομής η ανάγκη για «πειραματισμούς» και «νέες δοκιμασίες» είναι ακόμα μεγαλύτερη;

“Αυτό είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά μου, από τότε που ξεκίνησα με τους «Φατμέ», ένα ηλεκτρικό συγκρότημα που τραγουδούσε ελληνικά τραγούδια με ηλεκτρικό ήχο και με επιρροές από λαϊκά και παραδοσιακά τραγούδια. Ήμασταν ένα παράξενο φρούτο στη δεκαετία του 1980, αν θυμηθεί κανείς ότι μέχρι τότε υπερίσχυε το λεγόμενο πολιτικό τραγούδι. Ωστόσο και μετά το τέλος του συγκροτήματος δε σταμάτησα ποτέ να πειραματίζομαι, να συνεργάζομαι με καλλιτέχνες από όλο το φάσμα, από λαϊκούς τραγουδιστές και συνθέτες μέχρι ροκ ή τζαζ μπάντες. Η εξερεύνηση και ο πειραματισμός είναι στοιχεία τα οποία με χαρακτηρίζουν”.

Όπως τονίζετε, όλοι οι μουσικοί είναι κατά βάθος, περιπλανώμενοι, αλήτες. Πώς προσδιορίζετε την «αλητεία», που οι καλλιτέχνες πολλάκις έχουν χρεωθεί με την κακή έννοια πάντα;

“Ακριβώς, στο παρελθόν κυνηγούσαν τους ρεμπέτες για να τους βάλουν φυλακή, επειδή έπαιζαν μπουζούκι. Αργότερα, στη δεκαετία του ’60, υπήρχε ο νόμος περί τεντιμποϊσμού, μάζευαν τους ροκάδες και τους κούρευαν. Υπάρχει μεγάλη παράδοση στη δίωξη των καλλιτεχνών, των αντιφρονούντων όπως τους αποκαλούσαν στη Χούντα. Ο μουσικός έχει το στοιχείο και του περιπλανώμενου και του ανυπότακτου και του ονειροπόλου, που πολλές φορές βάζει το πάθος και την τρέλα του πάνω από τη λογική. Γι’ αυτό και ήθελα να συμπληρώσω το όνομα του γκρουπ με τη λέξη «ευγενείς» γιατί είναι εξίσου σημαντικό για εμάς. Ζούμε σε μια εποχή που είναι της μόδας να είσαι άξεστος. Είναι όμορφο να συναντάς ανθρώπους που διακρίνονται για τη γενναιοδωρία, την καλοσύνη, την ευγένειά τους, αρετές που τις έχουμε λίγο περιφρονήσει εδώ και αρκετά χρόνια. Οπότε για μένα ο συνδυασμός, ευγενείς αλήτες, είναι μια πολύ ωραία σύνθεση αντιθέσεων”.

Η τέχνη με την ευρεία έννοια είναι μία μορφή επανάστασης;

“Η λέξη «επανάσταση», όπως και πολλές άλλες ωραίες λέξεις στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες έχουν χάσει το νόημά τους, για να μην πω ότι έχουν αποκτήσει το αντίθετο νόημα. Όταν έχεις επαγγελματίες κρατικοδίαιτους επαναστάτες, οπωσδήποτε η λέξη αυτή εξευτελίζεται. Για μένα, ένας καλλιτέχνης θεωρείται «επαναστάτης» όταν είναι εντελώς ανένταχτος και ανεξάρτητος, δεν έχει κανένα πάρε-δώσε ούτε με κόμματα, ούτε με το κράτος το ίδιο και κρατάει την ελευθερία της σκέψης του και του λόγου του”.

Θεωρείστε μία σταθερή δύναμη και αξία στην ελληνική μουσική σκηνή για περισσότερο από τρεις δεκαετίες. Σας ενδιέφερε ποτέ η διάρκεια ή απολαμβάνατε την κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία;

“Για να πω την αλήθεια, όταν ξεκινούσα δε σκεφτόμουν τη διάρκεια. Σκεπτόμουν μόνο το τώρα, ονειρευόμουν να κάνω όσο μπορούσα καλύτερη μουσική, καλύτερα τραγούδια και να αφηγηθώ την ιστορία μου, την ιστορία της παρέας μου και της γενιάς μου. Αυτό με απασχολούσε. Δε σκεφτόμουν πόσα χρόνια θα κρατήσει αυτό. Ευελπιστούσα βέβαια να ζήσω έτσι τη ζωή μου, να μην χρειαστεί να κάνω άλλα πράγματα εκτός από τη μουσική. Τελικά αυτή η διάρκεια είναι μια ευλογία, ένα σπουδαίο πράγμα που το απολαμβάνω. Είμαι πολύ υπερήφανος που μετά από 35 χρόνια, εξακολουθώ να γράφω με τον ίδιο ενθουσιασμό, να κάνω πρόβες, παραστάσεις και περιοδείες με την ίδια χαρά. Κι ελπίζω να συνεχίσω να το κάνω μέχρι την τελευταία στιγμή. Με συγκινεί επίσης το γεγονός ότι στα χρόνια αυτά εναλλάσσονται τρεις γενιές στο κοινό μου. Ξεκίνησα τη δεκαετία του ’80 με τους συνομήλικούς μου τους 20αρηδες. Σιγά σιγά, όταν αυτοί έγιναν 30αρηδες και 40ρηδες άρχισαν να έρχονται οι επόμενοι εικοσάρηδες και πλέον έχουμε φτάσει στο σημείο που στις συναυλίες μου βλέπω τους συνομήλικούς μου με τα παιδιά τους και καμιά φορά με τα εγγόνια τους. Το να βλέπεις ότι τραγούδια που γράφτηκαν πριν από 25 χρόνια εξακολουθούν να λένε πράγματα σε παιδιά 20 χρόνων, είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή”.

Τι θα μας παρουσιάσετε στις 12 και 13 Δεκεμβρίου στο ιστορικό θέατρο της Ερμούπολης;

“Με τους «Ευγενείς Αλήτες» έχουμε δουλέψει τον καινούριο δίσκο, από τον οποίο όμως παίζουμε τρία τραγούδια. Παράλληλα διασκευάζουμε όλα τα παλιά γνωστά τραγούδια μου από τα πρώτα των Φατμέ μέχρι σήμερα, αλλά και μία σειρά από λιγότερο γνωστά τραγούδια μου τα οποία ξαναπαρουσιάζω στο κοινό. Είναι κάτι που το κάνω σε κάθε παράσταση. Έτσι δημιουργείται ένα πρόγραμμα, που έχει πολύχρωμο χαρακτήρα. Κι επίσης υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο, το οποίο βγήκε αυθόρμητα στις πρόβες. Πρότεινα στα παιδιά ένα παιχνίδι συνειρμών. Όταν το τραγούδι που παίζαμε, θύμιζε σε κάποιον από τη μπάντα κάποιο άλλο παλιό ελληνικό ή ξένο τραγούδι, τους είχα ζητήσει να μου το τραγουδάνε εκείνη τη στιγμή. Και από αυτό το τραγούδι ενσωματώθηκαν στο πρόγραμμα πολλά τέτοια κομμάτια που περνούν μέσα από τα δικά μου τραγούδια. Έτσι, δημιουργείται ένα παζλ των επιρροών μου, των μουσικών που έχω αγαπήσει με έναν υπαινικτικό τραγούδι, τραγουδώντας ένα ρεφραίν μέσα σε ένα δικό μου τραγούδι”.

Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που ξεχωρίσατε στα μέλη της μπάντας και τους επιλέξατε για το νέο σας πρότζεκτ;

“Το συγκρότημα αποτελείται από πολυτάλαντους, πολυοργανίστες μουσικούς. Με όλους συνεργάζομαι για πρώτη φορά. Ασχολήθηκα ειδικά με αυτό το θέμα. Πήγα σε live, άκουσα νέες μπάντες, νέους μουσικούς και τραγουδιστές. Έκανα οντισιόν κι έτσι σχημάτισα αυτή τη μπάντα. Ξεκίνησα από την ιδέα ότι «οκ, ο κύκλος των φίλων και παλιών συνεργατών μου έχει κλείσει πια, οι περισσότεροι έχουν δικά τους πρότζεκτ, κάνουν πολλά πράγματα, διδάσκουν, είναι πολυάσχολοι, δεν είναι διαθέσιμοι για πολλές πρόβες, οπότε τι να κάνω; Εγώ θέλω να φτιάξω μία νέα μπάντα με ανθρώπους που έχουν χρόνο και όρεξη για να στήσουμε κάτι πραγματικά καλό. Οπότε δεν μπορεί να μην υπάρχουν νέοι ταλαντούχοι άνθρωποι που δεν τους ξέρω ακόμη. Πώς να τους γνωρίσω; Ή μέσα από live ή μέσα από οντισιόν». Κι αυτό έκανα. Απευθύνθηκα σε μια σχολή που είναι ειδικευμένη στα ντραμς και τους είπα ότι ψάχνω έναν καλό ντράμερ. Μου πρότειναν έξι παιδιά από 20 έως 30 χρονών, τους καλύτερους σπουδαστές που θεωρούν πιο έτοιμους και έμπειρους. Πήγα στη σχολή και έπαιξα μαζί τους. Όλοι είναι εξαιρετικοί και βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο”.

Φωνή λοιπόν στο νέο «αίμα»

“Μακάρι να γίνει τα ίδιο σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Γιατί ένας από τους λόγους που μας οδήγησαν στην κρίση είναι η αναξιοκρατία τόσο στην πολιτική σκηνή, όσο και γενικότερα. Δεν έχουμε τους τρόπους, τους θεσμούς και την οργάνωση σαν κοινωνία να αναδεικνύουμε τους καλύτερους. Είμαστε μια κοινωνία που αντιστέκεται στην αξιολόγηση, την αξιοκρατία και μιλάμε για αξιοπρέπεια. Δεν υπάρχει αξιοπρέπεια χωρίς αξιοκρατία και δεν υπάρχει αξιοκρατία χωρίς αξιολόγηση. Είναι κάτι που το έκανα πάντα, αλλά πλέον το κάνω πιο συνειδητά. Ξέρω ότι υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρωποι εκεί έξω που δεν τους ξέρουμε ακόμα και περιμένουν μια ευκαιρία να δείξουν τι αξίζουν. Αυτούς πρέπει να δούμε”.