Συνέντευξη του συνθέτη Ζωζέφ Ακεψιμά με αφορμή το διήμερο Ρεσιτάλ Εκκλησιαστικής Μουσικής στη Σύρο από τη Μικτή Πολυφωνική Χορωδία της Ευαγγελίστριας

«Η εκκλησιαστική μουσική είναι το πάθος μου»

Στην αγάπη του για την εκκλησιαστική μουσική, με την οποία ασχολείται εδώ και 50 χρόνια, αλλά και στον εκσυγχρονισμό του μουσικού αυτού είδους σε διεθνές επίπεδο, που το διαφοροποιεί από τον τρόπο προσέγγισης και απόδοσής του στην Ελλάδα, αναφέρεται στην «Κοινή Γνώμη» ο συνθέτης Ζωζέφ Ακεψιμάς, τιμώμενο πρόσωπο του διήμερου ρεσιτάλ θρησκευτικής μουσικής, που διοργανώνεται από την Καθολική Επισκοπή Σύρου.

Το αφιέρωμα στον Τζο Ακεψιμά από τη Μικτή Πολυφωνική Χορωδία Ευαγγελιστρίας Ερμούπολης, υπό τη διεύθυνση του κ. Ιωάννη Ρηγούτσου θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 27 και την Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018, στο Θέατρο Απόλλων, στο πλαίσιο του χριστουγεννιάτικου προγράμματος του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης.

Στο ρεσιτάλ συμμετέχουν ο ίδιος ο συνθέτης, ο οποίος επιμελήθηκε και τις ενορχηστρώσεις, η παιδική χορωδία του Ιδιωτικού Δημοτικού Σχολείου «Ο Άγιος Γεώργιος» με δασκάλα την κ. Έλμα Ξανθάκη και πενταμελής ορχήστρα, αποτελούμενη από τους: Βούλα Γλύκα (πιάνο), Ζαννή Μαραγκό (κιθάρα), Νίκο Ρούσσο (synth, πιάνο), Σοφία Σερέφογλου (φλάουτο), Λένα Χατζηγρηγορίου (βιολί – φλάουτο dolce).

Ο Τζο Ακεψιμάς γεννήθηκε στην Αθήνα και σε ηλικία 18 ετών έφυγε για σπουδές στη Γαλλία. Αισθανόμενος ότι η κουλτούρα και το περιβάλλον της χώρας ταίριαζε περισσότερο με την ιδιοσυγκρασία του, ο συνθέτης παρέμεινε στη Γαλλία, όπου ζει εδώ και 60 χρόνια. Έχει συνθέσει περισσότερους από 1.000 ύμνους, πολλοί εκ των οποίων έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, στα ιταλικά, στα αγγλικά, στα νορβηγικά και στα ελληνικά και έχει εκδώσει περίπου 90 δίσκους. Επιμελείται με ιδιαίτερη φροντίδα τα κείμενα των ύμνων που συνθέτει και συνεργάζεται με κορυφαίους ποιητές. Είναι συχνά καλεσμένος σε πανεπιστήμια και σεμινάρια για να κάνει διαλέξεις με θέμα την ιστορία και την θεολογία της εκκλησιαστικής μουσικής.

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με την Πολυφωνική Χορωδία της Ευαγγελίστριας και ποιες οι εντυπώσεις που έχετε αποκομίσει μέχρι και σήμερα;

«Ο Διευθυντής της Χορωδίας, Γιάννης Ρηγούτσος, ο οποίος γνωρίζει από μικρό παιδί το έργο μου στην εκκλησιαστική μουσική, πήρε την πρωτοβουλία για την πραγματοποίηση του εν λόγω αφιερώματος, πριν από περίπου ενάμιση χρόνο. Για το σκοπό αυτό, η χορωδία προετοιμάζεται εδώ και 15-16 μήνες. Το περασμένο καλοκαίρι, η ιδέα άρχισε να αποκτά σάρκα και οστά και ανέλαβα εγώ να γράψω τις ενορχηστρώσεις όλων των κομματιών, που θα εκτελεστούν αυτό το σαββατοκύριακο, για μία μικρή ορχήστρα πέντε οργάνων (πιάνο, βιολί, φλάουτο, κιθάρα και συνθεσάιζερ). Έτσι, αρχίσαμε τη δουλειά κι εγώ ήρθα αρκετές φορές από το Παρίσι για να παρακολουθήσω τις πρόβες της χορωδίας και να κάνω μερικές υποδείξεις. Η χορωδία δούλεψε εντατικά και πολύ καλά. Τα μέλη της δεν είναι επαγγελματίες, γι’ αυτό θεωρώ αξιόλογο εκ μέρους τους, το γεγονός ότι έμαθαν απ’ έξω όλες τις μελωδίες. Η καλή τους θέληση και ο ενθουσιασμός με τον οποίο αφοσιώθηκαν σε αυτό το σκοπό είναι άξια θαυμασμού».

Στην πολυετή πορεία σας, τα δείγματα δουλειά σας είναι πολλά και ποικίλα. Τι θέση κατέχει σε αυτά η εκκλησιαστική μουσική;

«Έχω ασχοληθεί με διάφορα είδη μουσικής, μα για να είμαι ειλικρινής, η εκκλησιαστική μουσική είναι, κατά κάποιον τρόπο, το πάθος μου. Από μικρό παιδί έπαιζα αρμόνιο στην εκκλησία, όταν βρισκόμουν στην Αθήνα. Ενδιαφέρθηκα πάρα πολύ γι’ αυτό το είδος, όμως έχω γράψει και γράφω ακόμη κι άλλες μουσικές, που δεν έχουν καμία σχέση με την εκκλησιαστική. Ένα άλλο είδος που με ενδιαφέρει εδώ και 40 χρόνια είναι το παιδικό τραγούδι. Έχω γράψει πάνω από 400 τραγούδια για παιδιά, αποσπώντας αρκετά βραβεία σε διαγωνισμούς που έχουν γίνει στο Παρίσι από το Δήμο και άλλους φορείς της Γαλλίας. Με ενδιαφέρει επίσης το έντεχνο τραγούδι, διότι έχω συνεργαστεί με τραγουδοποιούς που το υπηρετούν και έχω κάνει πάρα πολλές ενορχηστρώσεις σε αυτόν τον τομέα, που υπερβαίνουν τις 1.000».

Η εκκλησιαστική μουσική αποτελεί ένα είδος, ιδιαίτερα διαδεδομένο στο εξωτερικό, κάτι που δεν υφίσταται στη χώρα μας. Πού οφείλεται αυτό, σύμφωνα με τις γνώσεις και την εμπειρία σας;

«Η βασική διαφορά είναι ότι, η Ελλάδα τηρεί την παράδοση πάρα πολύ έντονα. Δεν έχει αλλάξει τίποτα στη γλώσσα, διατηρείται η γλώσσα του 7ου-8ου αιώνα, ενώ στην Ευρώπη, στην Αμερική και όπου υπάρχει Καθολική Εκκλησία, ιδίως μετά τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού, το 1963, υπάρχει μία προσαρμογή των διαφόρων γλωσσών. Δηλαδή η λειτουργία γίνεται στα γαλλικά, στα γερμανικά, στα ελληνικά κλπ., οπότε η μουσική δεν έχει μείνει στο στάδιο που βρισκόταν εδώ και έναν αιώνα, στη Γρηγοριανή μουσική. Υπάρχει ο χώρος για να γίνονται συνθέσεις τόσο κλασικές, όσο και πιο σύγχρονες με ρυθμούς, μερικές φορές, λίγο ελαφράς μουσικής, τζαζ, ροκ. Στην Καθολική Εκκλησία υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Από την άλλη, η Ορθόδοξη Εκκλησία μένει πιστή στην παράδοση και δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα, ούτε τις προσευχές, ούτε τη μουσική. Σε καμία περίπτωση δεν επισημαίνω κάποιο σφάλμα. Είναι δύσκολο να βρει κανείς την ισορροπία ανάμεσα στην Παράδοση και τον εκσυγχρονισμό, όσον αφορά στην έκφραση της πίστης μέσω των προσευχών και της μουσικής. Πάντως είναι γεγονός πως, η Καθολική Εκκλησία επιτρέπει και ενθαρρύνει τον εκσυγχρονισμό της μουσικής και των μεταφράσεων των προσευχών, αρκεί αυτός να είναι σύμφωνος με την Παράδοση».

Υπάρχουν σήμερα νέοι δημιουργοί, που έχουν την ικανότητα και τη θέληση να εξελίξουν το είδος;

«Στην Ελλάδα, γίνονται προσπάθειες από την Ορθόδοξη εκκλησία να εξελιχθεί λιγάκι η εκκλησιαστική μουσική, αλλά τα περιθώρια είναι στενά, εφόσον η ίδια προτιμά και με το δίκιο της να μένει πιστή στην Παράδοση. Από την άλλη, στην Καθολική Εκκλησία, απ’ ό,τι γνωρίζω, δεν υπάρχουν πολλοί συνθέτες που να ενδιαφέρονται γι’ αυτόν τον εκσυγχρονισμό. Πρέπει να υπάρχει μια εναρμόνιση μεταξύ του στιχουργού και του συνθέτη. Πρέπει να βρεθεί ένας στιχουργός, ο οποίος να είναι και ποιητής και θεολόγος για να έχουν ουσία οι ύμνοι που γράφει και να συνεργαστεί με ένα μουσικό, ο οποίος να γνωρίζει και αυτός την Παράδοση της εκκλησιαστικής μουσικής της Καθολικής Εκκλησίας και να ξέρει ποια είναι τα περιθώρια μέσα στα οποία πρέπει να κινηθεί για να γράψει μια μουσική, εκσυγχρονισμένη μεν, αλλά που να σέβεται την Παράδοση. Δεν μπορείς να κάνεις οποιαδήποτε μουσική για την εκκλησία. Στο εξωτερικό, υπάρχουν πάρα πολλοί στιχουργοί και συνθέτες που διαπρέπουν στον τομέα της εκκλησιαστικής μουσικής στην Καθολική Εκκλησία».

Πόσο σημαντική είναι η προσπάθεια που καταβάλλει τον τελευταίο καιρό η Καθολική Επισκοπή Σύρου για την ανάδειξη του εκκλησιαστικού οργάνου;

«Η εντύπωσή μου για τη Σύρο, την οποία έχω επισκεφτεί και στο παρελθόν ως παραθεριστής, είναι ότι το νησί έχει μια πάρα πολύ έντονη μουσική ζωή σε διάφορα είδη, από το ρεμπέτικο, το ελαφρό τραγούδι, την κλασική μουσική, την Ορχήστρα των Κυκλάδων. Η συγκεκριμένη Ορχήστρα είναι ένα δείγμα του ενδιαφέροντος για κάθε είδος μουσικής. Θα έλεγα πως αυτό το νησί είναι προνομιακό όσον αφορά στη μουσική και όλα τα φεστιβάλ που γίνονται το καλοκαίρι στο θέατρο και αλλού, είναι κάτι που πραγματικά με καταπλήσσει. Αξίζει σε όλους ένα μεγάλο μπράβο. Οι προσπάθειες που γίνονται από την Καθολική Επισκοπή για να γίνονται ρεσιτάλ εκκλησιαστικού οργάνου στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Γεωργίου είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσες. Ανοίγει στο πιο μεγάλο κοινό και στους Ορθοδόξους και στους Καθολικούς ένα είδος μουσικής που μπορεί να μην είναι τόσο γνωστό στον τόπο. Υπάρχει όμως μία διαφορά. Άλλο είναι η οργανική μουσική που παίζει μια ορχήστρα και άλλο οι ύμνοι. Η Καθολική Εκκλησία χρησιμοποιεί βέβαια την παραδοσιακή οργανική μουσική ή του εκκλησιαστικού οργάνου αλλά εκεί που έχει γίνει μεγάλη αλλαγή εδώ και 50 χρόνια είναι στους ύμνους που ψάλλονται. Με στίχους εκσυγχρονισμένους, στη γλώσσα που μιλάει ο κάθε λαός. Και στην Ελλάδα υπάρχουν ύμνοι που έχει γράψει ο συνεργάτης μου, ο π. Θεόδωρος Κοντίδης που είναι Θεολόγος, στιχουργός και ποιητής. Οι ύμνοι είναι γραμμένοι στη νέα ελληνική γλώσσα, όχι στην αρχαΐζουσα. Εκεί βρίσκεται ο εκσυγχρονισμός. Η μουσική που γράφω εμπνέεται και από τη Γρηγοριανή μουσική και από διάφορα άλλα ακούσματα πιο μοντέρνα».