Ο Αλέξανδρος Ρήγας, η Ελένη Καστάνη και ο Ρένος Χαραλαμπίδης, μιλούν στην “Κοινή Γνώμη” για την παράσταση «Χωρίζουμε Λέμε!»

«Σπάνια παίζουμε σε τόσο ωραίους χώρους»

Για τους ρόλους τους, την Σύρο και το θέατρο, μίλησαν οι τρεις βασικοί ηθοποιοί της ευρύτατα επιτυχημένης παράστασης, σε σενάριο Ρήγα - Αποστόλου, «Χωρίζουμε Λέμε!», που συνεχίζεται για 2η συνεχόμενη σεζόν και αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε περιοδεία.

Σε χαλαρό κλίμα, λίγο πριν την πρώτη παράσταση στη Σύρο, ο Αλέξανδρος Ρήγας, η Ελένη Καστάνη και ο Ρένος Χαραλαμπίδης, κάθισαν στον καναπέ του σκηνικού και μίλησαν στην «Κοινή Γνώμη», αναφορικά με την παράσταση, τη σχέση τους με τη Σύρο και το «μαγευτικό» θέατρό της, αλλά και για την τηλεοπτική “παρέμβαση” μέσα στο θέατρο, που τον τελευταίο καιρό έχει εισάγει ο Α. Ρήγας στις παραστάσεις που σκηνοθετεί.

Τόσο στις τηλεοπτικές, όσο και στις θεατρικές δουλειές σας, σάς αρέσει να ασχολείστε με την επικαιρότητα, πολιτική και κοινωνική, αλλά και θέματα που απασχολούν αρκετά τον κόσμο.

Α.Ρ.: Αυτό είναι ούτως ή άλλως ένα έργο, που έχει να κάνει με την επικαιρότητα. Πρόκειται για μία κωμωδία, που παίρνει σαν αφορμή ένα ζευγάρι, που πάει στον δικηγόρο του, για να χωρίσει, μετά από 15 χρόνια γάμου και μέσα από το «flash-back» σε όλα τα πράγματα που έζησαν υπάρχει το σχόλιο για τις σχέσεις, σε πρώτο πλάνο, τόσο τις σχέσεις τις ερωτικές, όσο και τις σχέσεις μέσα στο γάμο, τις σχέσεις μας με την πολιτική γενικότερα και το πολιτικό σύστημα, το πώς ζήσαμε η γενιά η δικιά μας τα τελευταία 10-15 χρόνια στην Ελλάδα και πώς διαμορφωθήκαμε μέσα από αυτό, τον τρόπο που μεγαλώσαμε τα παιδιά μας, το πώς βλέπαμε γενικότερα τα πράγματα, με σωστό ή λάθος τρόπο και ουσιαστικά παίρνει την επικαιρότητα, την πολιτική και την καλλιτεχνική, αφού η πολιτική επικαιρότητα επηρεάζει έτσι κι αλλιώς τα πάντα.

Οπότε κι εδώ έχουμε στοιχεία επικαιρότητας, αλλά μέσα από το πρίσμα, των διαπροσωπικών σχέσεων.

Με το γέλιο, που βγάζει στο κοινό, αυτός ο σχολιασμός της επικαιρότητας, η χιουμοριστική απόδοση, όσων μας «πονούν», θεωρείτε, ότι ουσιαστικά, είναι ο τρόπος να «ξορκίζουμε τους δαίμονές» μας;

Α.Ρ.: Αυτό είναι η βάση της κωμωδίας, ούτως ή άλλως. Όλοι οι άνθρωποι που γράφουν κωμωδία, και μάλιστα οι πιο πετυχημένες δουλειές, είναι αυτές που ασχολούνται με δύσκολα θέματα. Είτε είναι οι λεγόμενες “μαύρες” κωμωδίες, που ασχολούνται με τον θάνατο, είτε είναι ακόμη και ο έρωτας, που είναι ένα ζόρικο θέμα, και σε όλες τις κωμωδίες, είναι τις περισσότερες φορές σε πρώτο πλάνο.

Γενικότερα, τα ανθρώπινα πάθη είναι κάτι που αρέσει πολύ στην κωμωδία να τα βλέπει με μια στρεβλωμένη ματιά, και να γελά μαζί τους. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς εδώ. Δεν ξέρω αν όντως τα «ξορκίζουμε», αλλά σίγουρα τα «κανιβαλίζουμε», γελάμε μαζί τους.

Βλέπουμε, ότι γενικότερα αγαπάτε πολύ τη Σύρο, με αρκετές παραστάσεις σας να έρχονται στο νησί σε κάθε ευκαιρία. Έχετε, με την πάροδο των ετών, αποκτήσει μία ιδιαίτερη σχέση με το νησί και το κοινό εδώ;

Α.Ρ.: Δεν ξέρω αν έχω αποκτήσει ιδιαίτερη σχέση με το κοινό, αυτό που ξέρω, είναι, ότι μου αρέσει, έτσι κι αλλιώς το νησί. Επίσης, μου αρέσει πάρα πολύ και το Θέατρο Απόλλων. Επειδή, οι περιοδείες μου αρέσουν πάρα πολύ και βγαίνω συχνά, σπάνια μας δίνεται η ευκαιρία να παίζουμε σε τόσο ωραίους χώρους. Οπότε είναι λίγο αιρετικό αυτό που θα πω, αλλά ένας από τους λόγους, που μου αρέσει τόσο πολύ να έρχομαι στη Σύρο, είναι επειδή υπάρχει εδώ αυτό το εξαιρετικό θέατρο, το οποίο δεν το συναντάς πολύ συχνά στην περιφέρεια, ούτε καν στην Αθήνα. Λίγα είναι τα θέατρα, που είναι τόσο όμορφα φτιαγμένα και που μπορείς να δεις την ιστορία, χαραγμένη πάνω στους τοίχους και στα φώτα.

Επίσης, ένας από τους λόγους, είναι ότι το κοινό της Σύρου είναι ένα κοινό πολύ εκπαιδευμένο, χρόνια τώρα, στο να πηγαίνει στο θέατρο και γενικότερα, φιλότεχνο.

Κυρία Καστάνη, στο πλαίσιο της παράστασης, ενσαρκώνετε μία γυναίκα, παντρεμένη, η οποία προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της καθημερινότητας, όπως όλοι, με τον δικό της, “ιδιαίτερο” τρόπο. Βρίσκετε κοινά σημεία αναφοράς με το ρόλο σας;

Ε.Καστάνη: Πολλά κοινά σημεία στο χαρακτήρα, δεν έχουμε, προφανώς (γέλια). Ένα είναι το βασικό κοινό. Ότι, όταν είσαι με κάποιον άνθρωπο και έχεις μία σχέση 15 χρόνων, πάντα υπάρχουν προβλήματα. Ιδιαίτερα όταν υπάρχει και ένα παιδί. Αυτό είναι το κοινό. Και εγώ έχω περάσει από αυτή τη διαδικασία, των προβλημάτων και της διαδικασίας να βρούμε και πάλι την ισορροπία μας με το σύζυγό μου.

Μπορώ να πω, ότι, επειδή έχω παίξει σε πολλά έργα του Αλέξανδρου Ρήγα και του Δημήτρη του Αποστόλου, αυτός είναι πολύ διαφορετικός, από αυτούς, που ως συνήθως γράφουν για μένα.

Είναι, βέβαια, για σας η πρώτη χρονιά, που συμμετέχετε στη συγκεκριμένη παράσταση, η οποία εδώ και τρία περίπου χρόνια, έχει αγαπηθεί ιδιαίτερα από το κοινό, τόσο στην Αθήνα, όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Ε.Κ.: Παίξαμε για αρκετούς μήνες στην Αθήνα και τώρα, από 10 Ιανουαρίου και μετά, πήγαμε στην υπόλοιπη Ελλάδα, με καταπληκτική επιτυχία. Αρέσει πάρα πολύ στον κόσμο. Πριν από σας, ήμασταν στην Κρήτη, στη Θεσσαλία και πραγματικά ήταν καταπληκτική η ανταπόκριση.

Μετά από εσάς, θα πάμε σε ένα ακόμη νησί, την Άνδρο, που μαζί με τη Σύρο και την Κρήτη, είναι τα μόνα νησιά, που θα επισκεφτούμε και μετά πάμε και πάλι Ήπειρο, Κοζάνη, Ηγουμενίτσα, Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη, Θράκη,

Είναι η πρώτη φορά που παίζετε στο Θέατρο Απόλλων;

Ε.Κ.: Εγώ δεν είχα ξαναπαίξει σε αυτό το θέατρο, όχι. Δεν είχα ξαναμπεί. Έπαθα κάτι σαν κρίση, όταν μπήκα μέσα. Διότι αυτό είναι ένα πραγματικό στολίδι. Αν ήμουν Δήμος και είχα το θέατρο αυτό, θα το είχα σε τρομερή λειτουργία, συνέχεια. Έτσι του πρέπει, διότι ο χώρος είναι εξαιρετικός, δεν υπάρχει, είναι μαγευτικό.

Τη Σύρο την είχατε επισκεφτεί ως νησί, πέραν της δουλειάς;

Πάρα πολλές φορές, πριν πολλά χρόνια, όταν δεν ήταν καθόλου της μόδας, πριν από περίπου 20 ή 25 χρόνια. Είχα μία παρέα καλών φίλων από το πανεπιστήμιο. Όλοι ήταν επιστήμονες, εκτός από δύο, που ήμασταν καλλιτέχνες. Εγώ και ο Μιχάλης ο Ρέππας. Πηγαίναμε στο Γαλησσά, για αρκετά χρόνια. Έχω κάνει πολλές χρονιές Πάσχα στο Γαλησσά.

Θυμόμουν διάφορα πράγματα από τη Σύρο και ρωτάω συνεχώς, “υπάρχει ακόμη αυτό; Υπάρχει ακόμη εκείνο;”.

Είναι ένα αγαπημένο μέρος, λατρεμένο. Τώρα που την ξαναβλέπω και επειδή εγώ γεννήθηκα στη Σητεία της Κρήτης, το πρωί που κοίταζα την Ερμούπολη από το μπαλκόνι, μου θύμισε τη γενέτειρά μου. Βέβαια, εσείς είστε πολύ πιο ωραία από τη Σητεία. Θα μπορούσα να ζήσω εδώ άνετα, θα έλεγα.

Περνώντας σε εσάς, κ. Χαραλαμπίδη, έχετε κληθεί να ενσαρκώστε ένα ρόλο-“κλειδί”, αυτόν του δικηγόρου, στον οποίο απευθύνεται το ζευγάρι, προκειμένου να βγάλει το διαζύγιο. Τι μπορούμε να πούμε για τον χαρακτήρα;

Ρ.Χαραλαμπίδης.: Έχω τον ρόλο του “διαιτητή”. Πολλές φορές, νιώθω μέσα στην παράσταση, σαν διαιτητής σε αγώνα πυγμαχίας. Προσπαθώ να τους χωρίσω, προσπαθώ να βάλω κανόνες στη συζήτηση, προσπαθώ να αποφύγω τα «νοκ-άουτ». Είμαι αυτός, που κάνει την τελευταία απέλπιδα προσπάθεια, μήπως και μπορέσει να τους τα ξαναβρεί, αλλά και να τους οδηγήσει σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας.

Είναι η δεύτερη φορά, που συνεργάζομαι με τον Αλέξανδρο Ρήγα και το Δημήτρη τον Αποστόλου. Η πρώτη φορά - και πάλι μαζί με την Ελένη Καστάνη - ήταν στην παράσταση «Τα κορίτσια με τα μαύρα», η οποία ήταν μία τεράστια επιτυχία.

Ε.Κ.: Τότε μάλιστα, δεν έπαιζε μαζί μας ο Αλέξανδρος, ήταν συγγραφέας και σκηνοθέτης.

Ρ.Χ.: Έχουμε την τύχη να γνωρίζουμε την αγάπη του κοινού.

Εσείς έχετε ξαναπαίξει στο Θέατρο Απόλλων της Σύρου;

Ρ.Χ.: Όχι, δεν είχα ξαναπαίξει στο θέατρο. Αλλά έχω επισκεφτεί αρκετές φορές τη Σύρο, για ποικίλους λόγους, που δεν τους θυμάμαι πια! Είναι τόσοι πολλοί και διαφορετικοί.

Στο πλαίσιο της παράστασης, γίνονται τηλεοπτικές “παρεμβάσεις”, από οθόνη που υπάρχει επί σκηνής, από πολλούς guest ηθοποιούς. Πώς ήρθε αυτή η ιδέα, του “παντρέματος” της τηλεόρασης και του θεάτρου; Είναι περίπλοκη διαδικασία;

Α.Ρ.: Ήταν μία καλή ιδέα, αφού δεν είχαμε τη δυνατότητα να φέρουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους επί σκηνής. Είναι κάποιοι άνθρωποι, που εξελίσσουν την δράση με αυτά που λένε, είτε θετικά, είτε αρνητικά για το ζευγάρι. Είναι κάτι που σπάει τη “μονοτονία” των τριών μας. Είναι μικρά ευχάριστα διαλείμματα για το κοινό, που έχει την ευκαιρία να δει αγαπημένους του ανθρώπους από την τηλεόραση και το θέατρο, σε κάποιους βέβαια πολύ μικρούς ρόλους – παρεμβάσεις.

Ε.Κ.: Για να συνεχίσω εγώ για τον Αλέξανδρο, κάτι αντίστοιχο είχε γίνει και στις «Φόνισσες της Παπαδιαμάντη». Υπήρχε και εκεί οθόνη, όπου προβαλλόταν ζωντανά μάλιστα, η παράσταση. Έχει μία μανία ως σκηνοθέτης, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια με την κάμερα, σε συνδυασμό με το θέατρο, κάτι που είναι πολύ ενδιαφέρον. Και στα «Κορίτσια με τα μαύρα» υπήρχε βίντεο. Η τέχνη του θεάτρου και η τέχνη του βίντεο, έχουν “ακουμπήσει” η μία την άλλη.

Βλέπουμε, ότι τα τελευταία χρόνια, ο κόσμος επανέρχεται στο θέατρο, ενώ για αρκετό διάστημα, πριν την οικονομική κρίση, είχε επαναπαυθεί κυρίως στην τηλεόραση. Πώς το ερμηνεύετε αυτό;

Ρ.Χ.: Προσωπικά, νομίζω ότι υπάρχει η ανάγκη, της ανθρώπινης επαφής. Το θέατρο δεν είναι μόνο οι ηθοποιοί που παίζουν στη σκηνή, ένα μεγάλο κομμάτι του είναι και το κοινό, που παρακολουθεί. Μέσα σε μία παράσταση, υπάρχει αλληλεπίδραση και επαφή, ανάμεσα σε αυτούς που παίζουν και σε αυτούς που παρακολουθούν. Είναι μία σημαντική έκφραση κοινωνικότητας.

Ε.Κ.: Κατ’ εμέ είναι δύο οι λόγοι. Ο πρώτος, είναι ότι πάντα το θέατρο σε εποχές κρίσης έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο. Οι άνθρωποι είχαν την ευκαιρία να βρεθούν μεταξύ τους, ενώ μέσα στα θέατρα, κατά καιρούς, γινόταν ακόμη και αντίσταση. Ο δεύτερος λόγος είναι, ότι πλέον δεν υπάρχουν καλές και τρομερές δουλειές στην τηλεόραση, όπως υπήρχαν τα προηγούμενα χρόνια, τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης, που υπήρχαν συγκλονιστικές δουλειές, που δεν γίνονται τώρα πια. Τώρα είναι λίγο πιο φθηνές οι παραγωγές, αφού δεν υπάρχει πια το χρήμα.

Α.Ρ.: Και είναι και σαφώς πιο λίγες οι παραγωγές.

Ε.Κ.: Δεν έχουν το ίδιο επίπεδο. Αν δει κανείς ένα σίριαλ, που προβαλλόταν το 1995, δεν έχει καμία σχέση με τις σημερινές δουλειές, αν εξαιρέσουμε το «Νησί», που ήταν μία από τις τελευταίες παραγωγές, που δόθηκαν πολλά χρήματα. Όλα τα υπόλοιπα γίνονται με ιδιαίτερα “στενές” οικονομικές προδιαγραφές. Και το αποτέλεσμα, βέβαια, είναι ανάλογο. Όταν δεν υπάρχουν χρήματα, αυτό έχει επίπτωση και στους ηθοποιούς και στους τεχνικούς και στα μέσα και στο πόσες ημέρες γυρίσματος υπάρχουν και στο γενικότερο αποτέλεσμα.

Βέβαια, οι ηθοποιοί κάνετε ένα επάγγελμα, που βασίζεται, μεταξύ άλλων και στην ικανότητα για πολλή υπομονή.

Ε.Κ.: Μόνο υπομονή! (γέλια)

Είμαστε μονίμως σε κρίση, ως επάγγελμα. Αυτό που έζησαν όλοι οι υπόλοιποι τώρα και εντυπωσιάστηκαν, εμείς το ζούμε καθημερινά, είναι βάση για τη δουλειά μας. Ποτέ δεν έχεις πετύχει τίποτα. Είναι μία δουλειά “αέρας”. Όσο ψηλά κι αν φτάσεις, την επόμενη ημέρα, μπορεί να μην είσαι πουθενά.