Συνέντευξη του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλάκη για την παράσταση «Παπάγια Μάντολες» στο Θέατρο Απόλλων, αλλά και για τα θεατρικά δρώμενα του νησιού

«Άλλο επαγγελματισμός και άλλο ερασιτεχνισμός»

Η μαύρη κωμωδία του Αντώνη Κρύσιλα "Παπάγια Μάντολες», έργο-σχόλιο στα όσα συμβαίνουν γύρω μας από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, επιστρέφει στο πολιτιστικό πρόγραμμα του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης.

Ο ιδιαίτερος αυτός μονόλογος με τη σκηνοθετική υπογραφή του Γιώργου Πάχου, που διακρίθηκε σε δύο διαγωνισμούς θεατρικής γραφής και παρουσιάστηκε με επιτυχία τόσο σε νησιά του Αιγαίου, όσο και στην Αθήνα, ολοκληρώνει τον κύκλο του στη Σύρο, με δύο τελευταίες παραστάσεις στο Θέατρο «Απόλλων».

Την Παρασκευή 11 και το Σάββατο 12 Αυγούστου, ο Γιώργος Μιχαλάκης ενσαρκώνει ξανά τον φυλακισμένο Σεφ, ο οποίος διηγείται την ιστορία του και την πορεία από τη δόξα ως τη φυλακή, καυτηριάζοντας τη σημερινή καθημερινότητα και τα κακώς κείμενα, πολιτικά και κοινωνικά.

Λίγο πριν «ανοίξει η αυλαία», ο γνωστός ηθοποιός μιλάει στην «Κοινή Γνώμη» για τη θερμή αποδοχή της παράστασης από το κοινό, που, όπως υπογραμμίζει, οφείλεται στον κόπο αλλά και την καλή συνεργασία των συντελεστών της, ενώ δεν παραλείπει να εκφράσει τη γνώμη του και για την προσπάθεια των ερασιτεχνικών θιάσων της Σύρου, που ο ίδιος εκτιμά και στηρίζει.

«Παπάγια Μάντολες» και πάλι στη Σύρο. Ποιο το χρονικό αυτής της παράστασης, που επιστρέφει φέτος στον τόπο, όπου «γεννήθηκε»;

«Ξεκίνησε εντελώς συμπωματικά. Ο συγγραφέας μου έφερε δύο έργα και μου ζήτησε να τα διαβάσω. Τα ένα δε μου είπε τίποτα. Στο «Παπάγια Μάντολες» βρήκα αρκετά προτερήματα, αλλά και πολλά ελαττώματα. Του είπα ότι μου άρεσε και το κράτησα για να το μελετήσω. Είδα ότι έχει υλικό, που μπορείς να δουλέψεις και να το βγάλεις. Έτσι, αρχίσαμε να το δουλεύουμε μαζί. Κόψαμε, ράψαμε, πετάξαμε, προσθέσαμε, του αλλάξαμε ρυθμούς και τελικά πήρε αυτή τη μορφή. Όταν ολοκληρώθηκε, σκεφτήκαμε ότι, δεν πρέπει να μείνει στο συρτάρι. Αρχικά, βρήκα κάποιον για να το παίξει, σε δική μου σκηνοθεσία. Ξεκίνησα, αλλά επειδή το παιδί δούλευε και δεν είχε χρόνο, το σχέδιο «ναυάγησε». Εφόσον είχε γίνει όλη αυτή η δουλειά, είπα να το παίξω εγώ. Αλλά το να παίζω και να σκηνοθετώ ταυτόχρονα, είναι κάτι που δεν το θέλω, δεν το εγκρίνω, δε μου αρέσει, άρα δεν το κάνω. Έτσι, απευθύνθηκα στον Γιώργο Πάχο, δέχτηκε να με σκηνοθετήσει, δουλέψαμε πάρα πολύ καλά και βγήκε η παράσταση».

Σύμφωνα με τη δική σας ματιά, ποια είναι τα προτερήματα που μπορεί να αναγνωρίσει ο θεατής στο έργο, έτσι όπως διαμορφώθηκε;

«Το έργο ασχολείται με πράγματα σημερινά με έναν ωραίο τρόπο. Μπορεί κάποιες φορές να θίγει καταστάσεις λίγο ακραία, αλλά είναι φρέσκο και πιστεύω πως μιλάει στον κόσμο. Το να μιλήσει ένα έργο στον κόσμο και να φανεί η δουλειά που έχει γίνει επάνω του, νομίζω ότι είναι ένα μεγάλο προτέρημα και για τον συγγραφέα και για τον ηθοποιό και για τον σκηνοθέτη. Γιατί το κυριότερο σε μια παράσταση είναι να φανεί ο κόπος που έχει καταβληθεί. Και οι τρεις μαζί μοχθήσαμε πάρα πολύ. Για μένα δεν υπάρχει πολύ καλός ηθοποιός, χωρίς καλό σκηνοθέτη. Δεν υπάρχει πολύ καλός σκηνοθέτης χωρίς καλούς ηθοποιούς. Και δεν υπάρχει πολύ καλό κείμενο χωρίς καλούς ηθοποιούς. Είναι λίγο σαν την Αγία Τριάδα. Άμα δέσουν αυτά τα τρία πράγματα καλά και συνεργαστούν θα βγει και το ανάλογο αποτέλεσμα. Εγώ, πηγαίνοντας σε μια παράσταση, μπαίνω σαν θεατής που θέλει να δει μια παράσταση και να περάσει καλά. Επειδή είμαι και ηθοποιός, επιθυμώ στη συνέχεια να μπω στα καμαρίνια και να τους πω «μπράβο» μέσα από την καρδιά μου, όχι ψεύτικα. Πιστεύω ότι αυτό έγινε με το συγκεκριμένο έργο».

Το έργο «γεννήθηκε» στη Σύρο, αλλά δεν έμεινε μόνο εδώ.

«Βέβαια. Παρουσιάστηκε στην Κω, στη Μυτιλήνη, στη Λήμνο και στη Χίο, γιατί υπήρχαν άνθρωποι που ενδιαφέρθηκαν. Επιπλέον, διακρίθηκε και σε δύο διαγωνισμούς. Συγκεκριμένα απέσπασε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό του ΔΗΠΕΘΕ Βορείου Αιγαίου, που τώρα δεν υφίσταται πια και τον πρώτο έπαινο στο διαγωνισμό που διοργάνωσε ο «Τόπος Θεάτρου» στην Αθήνα, όπου και παρουσιάστηκε για τέσσερις Τρίτες. Τόσο το κοινό, όσο και συνάδελφοι ηθοποιοί το υποδέχτηκαν θερμά, κάτι που είναι πολύ σημαντικό». Με αυτές τις δύο παραστάσεις, αύριο και μεθαύριο, κλείνει ο κύκλος του έργου στη Σύρο. Εδώ δεν έχει λόγο να ξαναπαιχτεί. Και τώρα επαναλαμβάνεται κάτω από ειδικές συνθήκες. Έτυχε μια αναποδιά στο πολιτιστικό πρόγραμμα, έψαχναν μία παράσταση να εντάξουν αυτές τις ημέρες, κάποιος έριξε την ιδέα να παιχτεί το μονόπρακτο για να το δουν και περισσότεροι κι έτσι ερχόμαστε στο θέατρο «Απόλλων».

Στη Σύρο, δραστηριοποιούνται αρκετοί θίασοι με πολυετή πορεία στα θεατρικά δρώμενα του νησιού. Πώς κρίνεται την ποιότητα και το επίπεδο της δουλειάς που παρουσιάζεται;

«Εγώ θέλω να βλέπω δουλειά. Κάποιες φορές μπορεί να έχεις δουλέψει πάρα πολύ καλά και να μη σου βγει κάτι και άλλες να μην δουλέψεις και να σου βγει κάτι καλό. Αυτό όμως πάνω στη σκηνή φαίνεται. Όταν δω ότι έχει γίνει δουλειά, τότε μ’ αρέσει. Ας μη μ’ αρέσει η παράσταση, ας μη μ’ αρέσει αυτό το αποτέλεσμα, αλλά η δουλειά, ο κόπος και ο μόχθος θέλω να φαίνονται. Τότε είμαι ευχαριστημένος».

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η δουλειά κάποιων θιάσων, ξεπερνά τα ερασιτεχνικά όνειρα και αγγίζει τον επαγγελματισμό.

«Διαφωνώ με αυτή την άποψη. Ο επαγγελματισμός δεν έχει καμία δουλειά με τον ερασιτεχνισμό. Το να λες «κάνω επαγγελματική δουλειά», είναι λάθος. Ο επαγγελματίας κάνει άλλη δουλειά και ο ερασιτέχνης άλλη. Μπορεί και οι δύο να κάνουν θέατρο, αλλά ο ερασιτέχνης το κάνει για το κέφι του, την πλάκα του, το κάνει για να περνάει καλά. Ο επαγγελματίας το κάνει για να ζει. Από τη στιγμή που το κάνει για να ζει, διαφοροποιείται. Αυτή η σύγκριση «ερασιτεχνική-επαγγελματική» κατ’ εμέ είναι λάθος. Στηρίζω, μ’ αρέσει να βλέπω καλές δουλειές, αλλά δεν μπορώ να πω είναι επαγγελματική ή αν δω κάποια επαγγελματική να πω είναι ερασιτεχνική. Δε συγκρίνονται αυτά τα δύο. Εγώ έζησα από αυτή τη δουλειά, που σημαίνει ότι και παραχωρήσεις πρέπει να κάνω και νερό στο κρασί να βάλω και να κάνω και πράγματα που ένας ερασιτέχνης δεν έχει κανένα λόγο να κάνει. Αν δεν θέλει να παίζει, δε παίζει. Εγώ θέλω δε θέλω, πρέπει να παίζω. Μ’ αρέσει δε μ’ αρέσει το έργο, αν δε βρω κάτι καλύτερο, πρέπει να παίξω, γιατί από κει τρώω. Δεν πάω μετά τη δουλειά μου στο θέατρο, πάω στη δουλειά μου που είναι το θέατρο. Άρα εκεί βάζω ένα τοίχο. Στηρίζω το ερασιτεχνικό, το αγαπώ, μπορώ να δώσω συμβουλές, μπορώ να πω τη γνώμη μου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα το βάλω στην ίδια μοίρα. Είναι άλλο πράγμα».

Υπάρχει κάτι, που κατά τη γνώμη σας θα μπορούσε να αλλάξει προς το καλύτερο;

«Θα ήθελα από κάποιους λίγο πιο ψαγμένο ρεπερτόριο. Δεν εννοώ βαριά δράματα, αλλά αυτή η καταφυγή στο πολύ εύκολο γέλιο, το να πάρουμε μια ταινία να τη διασκευάσουμε, έχει γίνει κι έχει ξαναγίνει. Προσπαθώ να δω τους θιάσους να πέφτουν στα βαθιά, να βρουν ένα κλασικό έργο, να ψάξουν τους ρόλους, την ατμόσφαιρα, την εποχή, να μάθουν μερικά πράγματα κι ας μη βγει καλό το αποτέλεσμα. Η δουλειά που ‘χει γίνει, φαίνεται. Δεν έχει σημασία να βρω κάτι να γελάσει ο κόσμος. Κι εγώ άμα βγάλω το παντελόνι μου, θα γελάσει. Συνεπώς, διαφωνώ με το επιχείρημα «αυτά θέλει ο κόσμος». Ο κόσμος παίρνει ό,τι του δώσεις. Αν είναι πολύ καλό θα το υποδεχτεί, θα το αγκαλιάσει και στο κάτω κάτω τον προετοιμάζεις για να δει κάτι καλύτερο. Το να παίζεις συνέχεια μία κωμωδία, που μπαίνει ο ένας, βγαίνει ο άλλος, εντάξει, το ‘χει δει. Μην το κάνουμε όλοι αυτό. Θέλω από κάποιους να ανεβάσουν και ένα ρεπερτόριο λίγο πιο ψαγμένο. Αυτό θα ‘ναι καλό και για τους ίδιους και για τον κόσμο. Γιατί κακά τα ψέματα, πολύς κόσμος έχει δει θέατρο μόνο από τους ερασιτέχνες, άρα οι ερασιτέχνες θα πρέπει να προχωρήσουν τον κόσμο και όχι να τον κρατάνε πίσω με αυτό το εύκολο».

Η παράσταση «Παπάγια Μάντολες» διοργανώνεται από την “Action Εστί” και περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα «Σύρος – Πολιτισμός 2017».