Η σκηνοθέτης της παράστασης «Το Κάλεσμα της Λορίν», Φένια Αποστόλου ανοίγει τα χαρτιά της στην «Κοινή Γνώμη»

«Η τέχνη δεν αφορά συγκεκριμένα target groups»

Σε ένα τολμηρό παιχνίδι αποκαλύψεων και αντιμέτωπο με τον εαυτό του θα οδηγηθεί το κοινό της Σύρου μέσα από τη θεατρική παράσταση «Το Κάλεσμα της Λορίν» σε σκηνοθεσία Φένιας Αποστόλου, την Πέμπτη 18 και την Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018, στο Θέατρο Απόλλων.

Ερωτισμός και καταπίεση συνυπάρχουν στο έργο της διεθνώς αναγνωρισμένης και πολυβραβευμένης Ισπανίδας θεατρικής συγγραφέως, Παλόμα Πεδρέρο, το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου «Αργώ» στην Αθήνα, με ερμηνευτές τους Ιωάννη Αθανασόπουλο και Βιργινία Ταμπαροπούλου.

Με αφορμή την παρουσίαση του έργου στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, στο πλαίσιο του χριστουγεννιάτικου προγράμματος του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης, η σκηνοθέτης Φένια Αποστόλου μίλησε για τη σύγκρουση μεταξύ πλασματικού και ουσιαστικού, που πραγματεύεται το –επίκαιρο- κείμενο της Παλόμα Πεδρέρο, γραμμένο τη δεκαετία του ’80, αλλά και για τον καθημερινό «εφιάλτη» ενός ανθρώπου, παγιδευμένου σε μία ταυτότητα και έναν ρόλο που έχει ορίσει για τον ίδιο η κοινωνία.

Το κοινό της Σύρου σας έχει γνωρίσει ως χορογράφο μέσα από τη συμμετοχή σας στο «Akropoditi DanceFest» το καλοκαίρι και πρώτη φορά θα σας υποδεχτούμε με ένα θεατρικό έργο ως σκηνοθέτιδα.

«Το “Κάλεσμα της Λορίν” είναι ένα ισπανικό έργο της Παλόμα Πεδρέρο, η οποία παρευρέθηκε στην επίσημη πρεμιέρα της παράστασης, στις 13 Ιανουαρίου. Έκλεψε λίγο χρόνο από τις υποχρεώσεις της και κατάφερε να βρίσκεται μαζί μας. Οπότε, τώρα ερχόμαστε στη Σύρο με όλη αυτή τη θετική ενέργεια για να δοκιμαστεί το έργο και σε ένα μεγάλο θέατρο όπως το Θέατρο Απόλλων, αυτό το μοναδικό κόσμημα της Ερμούπολης. Το έργο γράφτηκε το 1984. Ήταν πάρα πολύ πρωτοποριακό για την εποχή του. Μπορεί να είναι ακόμα και τώρα. Αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού. Είναι Απόκριες. Η γυναίκα (Ρόζα) λείπει από το σπίτι. Έχει πάει να πάρει δώρο στον άντρα της (Πέδρο) για την επέτειό τους, και εκείνος, παίρνει μια απόφαση. Να μεταμορφωθεί σε γυναίκα. Κι όχι σε μια απλή γυναίκα, αλλά σε έναν μύθο του Χόλυγουντ, τη Λορίν Μπακόλ. Η Ρόζα, επιστρέφοντας στο σπίτι, παθαίνει ένα μικρό σοκ, καθότι συντηρητική και ο Πέδρο σιγά σιγά την παρακινεί να μεταμφιεστεί και η ίδια σε Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ώστε να είναι το ιδανικό ταίρι της Λορίν Μπακόλ. Αμέσως μετά, υπάρχει ένα παιχνίδι – φλερτ, όπου ο άνδρας πάντα παρακινεί και η γυναίκα ακολουθεί τα «θέλω» του. Ο Πέδρο θέλει να αισθανθεί το φλερτ της Ρόζας - Χάμφρεϊ, υποδυόμενος ο ίδιος τη γυναίκα».

Τι είναι αυτό που σπρώχνει τον ήρωα σε αυτή την απόφαση, που έρχεται κόντρα στους παραδοσιακούς ρόλους, που απονέμονται και υιοθετούνται ακόμα και από την παιδική ηλικία;

«Προσωπικά, λάτρεψα το έργο γιατί έχει μια κανονικότητα. Πρόκειται για ένα straight ζευγάρι, τρία χρόνια παντρεμένο, του οποίου ο γάμος περνάει μια κρίση. Όλο αυτό, πέρα από τη φθορά του χρόνου, οφείλεται σε μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη του ήρωα, σε ένα παιδικό του πρόβλημα σχετικά με τη φύση του και την ταυτότητα του φύλου του. Μέσα από τον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας το χτίζει μεθοδικά, σαν παρτίδα σκάκι, τόσο το κοινό όσο και ο ίδιος ο ήρωας αντιλαμβάνονται ότι, το πρόβλημά του είναι η ταυτότητα του φύλου του. Δηλαδή, ο ίδιος θα ήθελε να είχε γεννηθεί αλλιώς, σε ένα διαφορετικό σώμα από αυτό που αναγκάστηκε να κατοικήσει και να έχει ζήσει μια άλλη ζωή. Ο ίδιος όμως υπέστη bullying στην παιδική του ηλικία. Όταν έπαιζε αθώα με την αδερφή του, μεταμφιεσμένος σε «Κάρμεν», εμφανίστηκε ο πατέρας τους, ο οποίος χτύπησε και τους δύο. Το συγκεκριμένο περιστατικό παραμένει μέσα του ως βαθύ παιδικό τραύμα, δεν το εξέφρασε ποτέ και του δημιούργησε πολύ μεγάλο πρόβλημα στην επικοινωνία του με τον κόσμο και τους άλλους ανθρώπους. Ο ίδιος δεν γνωρίζει πραγματικά τον εαυτό του. Δεν γνωρίζει ποιος είναι. Έζησε μια ζωή «φυσιολογική», γιατί το φυσιολογικό για τον καθένα είναι κάτι καθαρά προσωπικό, κάνοντας ένα γάμο, έχοντας μία θέση καθηγητού και όλο αυτό το πράγμα που έχει χτίσει -το «κανονικό» - είναι για τον ίδιο ένας καθημερινός «εφιάλτης», καθώς δεν περνάει καλά. Είναι μια κατασκευή. Ένα ψέμα. Δεν υπάρχει η ίδια του η ύπαρξη μέσα σε αυτό. Και το καταλαβαίνει σιγά σιγά».

Η υπόθεση του έργου παραπέμπει στη σχετικά πρόσφατη ταινία «Το κορίτσι από τη Δανία» με τη διαφορά ότι, το «Κάλεσμα της Λορίν» γράφτηκε τη δεκαετία του ’80, παραμένοντας ακόμη και σήμερα επίκαιρο.

«Η παράσταση συνέπεσε – δεν ήταν μια δική μου επιλογή, λόγω πολιτικής θέσης- με την ψήφιση της κοινωνικής ταυτότητας φύλου. Επειδή αυτό το πράγμα ακούστηκε πάρα πολύ και συζητήθηκε, με έναν τρόπο καθιστά το έργο πάρα πολύ επίκαιρο και στην ελληνική πραγματικότητα. Πέραν αυτού, που για μένα είναι η ύψιστη καταπίεση το να νιώθεις ότι έχεις γεννηθεί σε λάθος σώμα, να αισθάνεσαι διαφορετικά το φύλο από αυτό που σου έχει φέρει η ζωή ως κάτι βιολογικό και η ψυχή σου μπορεί να ανήκει κάπου αλλού, το έργο έχει να κάνει με την οποιαδήποτε μορφή καταπίεσης και τη σύγκρουση του πλασματικού με το βαθύ ουσιαστικό. Δηλαδή, ότι κάποιες φορές οι άνθρωποι για να είναι αρεστοί κοινωνικά σε δουλειές, συγγενείς, φίλους, ή σε οποιαδήποτε συνθήκη, καλούνται να φορέσουν προσωπεία που πραγματικά δεν τους ταιριάζουν και νιώθουν πάρα πολύ δυστυχισμένοι πίσω από αυτά, γιατί δεν μπορούν να εκφραστούν ειλικρινά. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε από τους θεατές είναι ότι, το έργο αφορά πάρα πολύ τον straight κόσμο. Δεν βάζουμε ταμπέλες, αλλά εγώ βλέπω ζευγάρια κάτω στην πλατεία, που σημαίνει ότι αφορά τον κόσμο γενικά, χωρίς να μπαίνει στη λογική του queer theatre».

Η παράσταση μπορεί να «ξενίσει» θεατές με πιο συντηρητικές απόψεις και θέσεις απόλυτες πάνω στο θέμα της ερωτικής κατεύθυνσης και της φύσης;

«Αυτό έχει να κάνει με τις αντοχές του κάθε ανθρώπου και την προσωπικότητά του. Δε γίνονται ακραία πράγματα επί σκηνής. Έχει μία μόνο ακραία σκηνή, αλλά το έργο βγάζει έντονο συναίσθημα. Εμείς αυτό που βλέπουμε στο τέλος και αυτά που ακούμε από το κοινό είναι ότι παθαίνουν σοκ, χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως «γροθιά στο στομάχι», μας εξηγούν ότι έχουν ανατριχιάσει, γιατί έρχεται μέσα από μία κανονικότητα. Δεν είναι ένα gay αγόρι που κρύβει μια τρανσέξουαλ γυναίκα, είναι ένας straight άντρας που ουσιαστικά είναι παγιδευμένος σε ένα σώμα που δεν το θέλει. Δεν του ανήκει αυτή η ζωή και δεν του φέρνει καμία ευτυχία. Από κει και πέρα, επειδή η καταπίεση υπήρχε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει, πιστεύω ότι αφορά τον οποιονδήποτε. Δηλαδή δεν απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο target group. Και για μένα η τέχνη δεν πρέπει να μπαίνει σε συγκεκριμένα target groups θεατών. Αφορά όλο τον κόσμο γενικά, γιατί πιστεύω ότι ο προβληματισμός της καταπίεσης σαν «ομπρέλα» ξεπερνάει το συγκεκριμένο περιστατικό που είναι βέβαια το ύψιστο, το να αισθάνεσαι σε άλλο φύλο από αυτό που καλείσαι να φέρεις βιολογικά».

Σκοπεύετε να παρουσιάσετε μελλοντικά το έργο και σε άλλες πόλεις εκτός Αθήνας;

«Στη Σύρο κάνουμε το πρώτο μας tour. Αυτή είναι η πρώτη έξοδος του έργου από την πρωτεύουσα προς την περιφέρεια. Για μένα δεν υπάρχει τόπος για την τέχνη, η τέχνη μπορεί να πάει παντού και έχω αποδείξει ότι μου αρέσει να «ταξιδεύουν» τα έργα μου και να στηρίζω με τις θέσεις μου και την τέχνη μου σε όλη την επικράτεια. Είμαι και φεστιβαλική αλλά και υποστηρικτής της καλλιτεχνικής αποκέντρωσης».