Όταν ο λύκος δεν είναι εδώ...

Να 'μασταν πάλι παιδιά (;)

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

Όχι, δεν θα το αρνηθώ. Εάν με ρωτούσες, σε ποια εποχή θα ήθελα να είχα ζήσει, θα σου απαντούσα άνευ ενδοιασμού, στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, έτσι ακριβώς όπως παρουσιάζονται στα μυθιστορήματα της Αγγλίδας Τζέιν Όστεν. Με το διάχυτο ρομαντισμό, τα ερωτικά γαϊτανάκια της επαρχιακής αριστοκρατίας και τους σφιχτούς κορσέδες. Όσο εντυπωσιάζουν εσένα οι δικοί μου λογοτεχνικοί συνειρμοί, άλλο τόσο εξέπληξε και εμένα προσωπικά η εξομολόγηση ενός εννιάχρονου φίλου γύρω από το ίδιο θέμα.

“Θα μου άρεσε να ζω στο 1515”, ξεστομίζει με όλη την ειλικρίνεια που τον διακατέχει και το εγκεφαλικό μου σύστημα κηρύττει ευθύς αμέσως, στάση εργασίας.

“Πώς σου ήρθε παιδί μου”; ψελλίζω άναυδος. “Τι ήταν τότε”;

“Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής”, απαντά με ένα διάπλατο χαμόγελο και μένω να τον κοιτάζω σαν κατεψυγμένη μπάμια.

“Στην Τουρκοκρατία;” ωρύομαι. “Μέσα σε τόσες σφαγές, λεηλασίες και εξανδραποδισμούς”;

“Όχι, δε σκότωναν τους αθώους” με διορθώνει, έχοντας πάρει ύφος δέκα καρδιναλίων.

“Το διάβασες στην ιστορία”; ρωτάω με αγωνία.

“Το βλέπω στο σήριαλ” υπογραμμίζει και η κατάρρευσή μου είναι πλέον γεγονός.
Ο πνευματώδης αυτός διάλογος με έβαλε σε σκέψεις. Όχι, συγκεκριμένα για την αρνητική επιρροή της τηλεόρασης στις μικρές ηλικίες και τις εσφαλμένες αντιλήψεις που ενδεχομένως να σχηματίζουν μέσω αυτής. Αλλά, για το αν θα ήθελα εγώ προσωπικά, να είμαι και πάλι παιδί. Όχι τη δεκαετία του '90, σήμερα. Με τα σημερινά δεδομένα, την υφιστάμενη κατάσταση και τα κυρίαρχα ερεθίσματα της εποχής.

Αλήθεια, πώς είναι να μεγαλώνεις εν έτει 2013; Δεν είμαι σίγουρος αν θα ήθελα πραγματικά να το βιώσω -εμμένω στις παραπάνω μεσοαστικές εμμονές μου- ωστόσο, μπαίνω συχνά στον πειρασμό να επιχειρήσω μία σύγκριση ανάμεσα στα παιδικά χρόνια του τότε και του τώρα.

Όταν ο ίδιος έχεις μεγαλώσει σε ένα μέρος με το κλειδί έξω από την πόρτα και τους γείτονες να μπαινοβγαίνουν κάθε ώρα της ημέρας είτε για να σε χαιρετήσουν, είτε για καταθέσουν το μακρύ τους και το κοντό τους, σαφώς αναρωτιέσαι πώς θα σου φαινόταν ως παιδί το σημερινό κλειδαμπάρωμα και η σταδιακή αποκοπή από τον έξω κόσμο.

Όταν εσύ εξαφανιζόσουν με τους φίλους σου από προσώπου γης και η μαμά ή η γιαγιά έβγαινε στη γειτονιά να σε ψάξει επειδή η ώρα ήταν ήδη περασμένη, τι θα έλεγες σήμερα αν έπαιζες μπάλα ή έκανες ποδήλατο ντάλα μεσημέρι έξω από το σπίτι σου και το διπλανό γκαράζ είχε “βαφτεί” κόκκινο, λόγω είτε ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, είτε απόγνωσης γενικότερα;

Όταν οι γονείς σου κάποτε σε έκαναν “χρυσό” να βγεις έξω να παίξεις, πώς θα σου φαινόταν σήμερα που οι ίδιοι σου ζητούν να μείνεις στο σπίτι, προσκολλημένος στην τηλεόραση ή τον υπολογιστή για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο;

Όταν εσύ κοκορευόσουν για τα μαθήματα γαλλικών, αγγλικών ή γερμανικών, πώς θα σου φαινόταν σήμερα αν περιοριζόσουν στην κατ' οίκον εκμάθηση τουρκικών με τηλεοπτικό λιγκουαφόν, λόγω οικογενειακής οικονομικής στενότητας; Ή αν αναγκαζόσουν να αλλάξεις σχολικό περιβάλλον, συμμαθητές και συνήθειες, όχι λόγω αποβολής, αλλά επειδή το προηγούμενο σχολείο σου, συγχωνεύτηκε ή έκλεισε, γιατί είτε χαρακτηρίστηκε αυθαίρετο, είτε δεν ανανεώθηκε η απαραίτητη για τη λειτουργία του, επιχορήγηση;

Όταν εσύ κάποτε ζητούσες από την υπεύθυνη του κυλικείου να σου φυλάξει μία λουκανικόπιτα και ένα σοκολατούχο γάλα για το διάλειμμα, πώς θα αισθανόσουν αν έβλεπες σήμερα τους συμμαθητές σου να ζητούν μισό σάντουιτς, να μετρούν με αγωνία τα ψιλά τους ή να περιμένουν κάποιον να μοιραστεί μαζί τους αυτό που του έβαλε η μαμά από το σπίτι;

Όταν ανανέωνες συχνά τη γκαρνταρόμπα σου ή αγόραζες κάθε μήνα καινούρια αθλητικά, πώς θα σου φαινόταν σήμερα αν φορούσες τα παλιά ρούχα της ξαδέρφης σου, της γειτόνισσας ή κάποιας εθελόντριας στην Κάριτας;

Όταν το “ντιλίβερι” ήταν το αγαπημένο σου φαγητό, σήμερα θα σου έπεφταν βαριές οι φακές πέντε φορές την εβδομάδα; Και όταν παραπονιόσουν ότι το δωμάτιό σου δεν χωράει και πέμπτη αφίσα των Backstreet Boys, τι θα έλεγες αν σήμερα το μοιραζόσουν μαζί με κάποιο από τα αδέρφια σου, τα παιδιά τους ή κάποιον άλλον συγγενή τέλος πάντων;

Και τέλος, όταν είχες την ευκαιρία να βλέπεις τη Λώρα και τις αδερφές της να τραβούν τις κοτσίδες τους στο “Μικρό σπίτι στο Λιβάδι” και τον Σιρίλο να γράφει ραβασάκια στη Μαρία Χουακίνα, πώς θα ήταν σήμερα να αγωνιάς αν η Φατμαγκιούλ παντρευτεί το βιαστή της ή αν κάποιος χορευτής του Dancing πιάσει κανένα “τάλιρο” από το παρκέ;

Και κάπου εδώ αρχίζω να κατανοώ το σκεπτικό του εννιάχρονου φίλου μου και να αναθεωρώ. Η ζωή στα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, ίσως τελικά να μην ήταν και τόσο κακή επιλογή. Κάποια στιγμή θα το εξετάσω κι αυτό. Αλλά κάθε πράγμα, στην ώρα του.