Άλλο Ρίο κι άλλο κρύο

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

Κρυώνεις; Ίντα μας τσαμπουνάς, ρε κουζουλέ; Κρυώνουν ωρέ τα κοπέλια; Εμείς δε μασάμε ούτε από κρύο, ούτε από βροχή. Αυτό το κορμί είναι συνηθισμένο στο μούλιασμα. Λιώνει καθημερινά στο γυμναστήριο. Κι αν δεν γυαλοκοπά απ' τον ιδρώτα, το ψεκάζω με λίγο αντηλιακό. Δεν πάει να βρέχει καρεκλοπόδαρα; Να λυσσομανάει ο αέρας; Να φυσάει πολύ απ' το σπασμένο τζάμι του Πλούταρχου; Εγώ αράζω στην ξαπλώστρα μου και “σκιάζομαι”. Κι αν δεν υπάρχουν εθελοντές για επάλειψη, βάζω εκεί πέρα δυο διακοσμητικές να μου ανανεώνουν το nivea shadow και αφήνω τον Μιαούλη να με γδύνει με το βλέμμα του. Δεν θα του πάρει ώρα.

Έτσι κάνουμε εμείς στα νησιά. Έχουμε θάλασσα και δεν θα την εκμεταλλευτούμε; Ένα μαγιό και μια πετσέτα πάντα είναι εύκαιρα μέσα στην τσάντα μας, σ' αυτήν που έδινε δώρο το Madame Figaro το καλοκαίρι. Παιδί, ένα “sex on the square”. Τι; Δεν είσαι του beach bar, είσαι κλητήρας του δήμου; Σε ποια αμμουδιά βρίσκομαι;

Η ηλιοθεραπεία είναι σαν τις μουσικές καρέκλες. Σταματάει απότομα το τραγούδι και κάθεσαι όπου να 'ναι. Πώς είπατε; Εδώ κάθεστε εσείς; Δεν ξέρω, εγώ βολεύτηκα μια φορά. Σας συνιστώ το ίδιο. Επ' ευκαιρίας, μου περνάτε ένα χέρι, γιατί οι άλλες έβγαλαν δάκο; Πού να τρέχω τώρα μέχρι το Δελφίνι; Φέρτε μια φουσκωτή πισίνα να κάνω βουτιές απ' την εξέδρα.

Έι, πειρατή, το υδροπλάνο μου. Αντιδήμαρχε, ένας υδροπειρατής. Πιάστε τον. “Δεν είναι δουλειά μου”. Άσε μας, χρυσέ μου. Εδώ παίζεις θέατρο, τραγουδάς σε χορωδία, κάνεις τον dj, ρυθμίζεις και την κυκλοφορία. Τρέχα, γιατί θα μας φύγει. “Μάλιστα, τρέχω”. Τελικά είναι πολύ κουραστικό να έχεις κορμάρα.

Σε μένα θα το πεις; Εσύ, τουλάχιστον, φορούσες και ένα τζάκετ. Εγώ που δεν είχα τίποτα για να κρύψω την ελιά στο δεξιό γλουτό, τσουτσούριασα η γυναίκα. “Σάμπα και ντελαπόγκο” από το Καρνάγιο μέχρι την πλατεία , έφυγα με ακροαστικά. Το βράδυ δεν είχα κουράγιο να ανέβω στη μπάρα. Με αντιβίωση στέκομαι στα δωδεκάποντα. Ήρθε όλο το αγιάζι του λιμανιού και με χτύπησε αλύπητα. Αμ πεις ο νοτιάς; Χριστίνα Ψάλτη ξεκίνησα, Φουρέιρα κατέληξα. Τελείωνε. Πάρκαρε το υδροπλάνο να μου χαλιναγωγήσεις τις μπούκλες. Από το σύγκρυο δεν μπορούσα να σκαρφαλώσω πάνω στο τραπεζάκι. Μέχρι και τον Αντόνιο εκθρόνισα, για να με βοηθήσει.

Με γλωσσόφαγαν. Καλή, χρυσή η συριανή φιλοξενία, αλλά σαν το συριανό μάτι τίποτα, αγάπη μου. Ήταν όλες ντυμένες σαν τα κρεμμύδια και έβγαζαν αφρούς, επειδή έβλεπαν εμένα με το κορμάκι. Τι να κάνουμε; Άλλους ο θεός τους έπλασε και άλλους τους έβαλε στη χωριάτικη. Εξάλλου, με τέτοιο καιρό, ήταν απαραίτητη λίγη σάρκα για να έρθει το νησί να πάρει “φωτιά με φωτιά”.

Ποια βροχή και ποιες καταιγίδες; Μόλις ήρθε το σόλο, σ' όλο το στάδιο δεν άκουγες άχνα. Πλατεία ήταν; Συγγνώμη, τη μέρα δε βλέπω καλά. Μόλις εμφανιστήκαμε εμείς, άφησαν ομπρέλες, άφησαν τις τσούχτρες που κρατούσαν ομήρους και άρχισαν τα παλαμάκια. Οι μπροστινοί έπιναν υποβρύχια, ενώ κάποιοι ζητούσαν απ' τον ηχολήπτη το “Δε σου κάνω τον Άγιο”. Καλά περάσαμε.

Μια λαχτάρα βέβαια την πήραμε, γιατί κάθισε σε έναν χριστιανό το σταφύλι που τον μπούκωσαν οι Αρχαίοι και προσπαθούσαμε να τον σώσουμε με τη μέθοδο Heimlich. Άλλοι πετούσαν αυγά στρουθοκαμήλων, άλλοι χρώματα και καπνογόνο, άλλοι καραμέλες και λουκουμόσκονη, που σε συνδυασμό με τη βροχή γινόταν ένας ωραιότατος ασβέστης για το φρεσκάρισμα της αυλής και εμείς πετούσαμε κουκούτσια.

Μπορεί να γίναμε παπί, μπορεί να γίναμε μπλαβί, όμως σε καμία περίπτωση δεν αφήσαμε το κρύο να μας τσακίσει το κέφι. Γιατί μπορεί στο Ρίο να κουνιούνται μερόνυχτα, αλλά το δικό μας κούνημα εκτοπίζει ακόμα και τα σύννεφα.

Διαβάστε ακόμα