Ο Ελληνάρας

Εικόνα Τέτα Βαρλάμη

Ο Ελληνάρας

Η εικόνα μου, η αντανάκλαση του καθρέφτη μου, ο διπλανός μου, ο φίλος, ο συγγενής, ο γείτονας, ο γνωστός, ο απέναντι, ο άγνωστος, ο περαστικός, ο καθένας.

Είναι η φάρα μας αυτή που κουτρουβάλησε μέσα στους αιώνες τα στοιχεία του πολιτισμού της, από το σάνδαλο του αρχαίου χλαμυδοφόρου ως το τσαρούχι του φουστανελά, φτάνοντας στη σαγιονάρα του greek καμάκι της παραλίας και καταλήγοντας στα starάκια που μοιράζονται οι κουκουλοφόροι των μολότοφ με τους γιαλαντζί celebrities της δηθενιάς.

Από την Πνύκα και το Θησείο ως το Βυζάντιο και τη Συμβασιλεύουσα, από τη Ρούμελη και τον Μωριά ως τα βουνά του αντάρτικου, από τα ξερονήσια της εξορίας ως το σουβλάκι και τη Μύκονο, διαγράφηκε πορεία λαμπρή, με πλήθος όμως “Εφιάλτες”, σε μια χώρα γεμάτη “Κερκόπορτες”.

Φτάνοντας στον σημερινό Ελληνάρα, της μαγκιάς που πουλάει μέσα από τις ζειμπεκιές που με ασχετοσύνη μανουβράρει στους βωμούς των σκυλάδικων, του βολέματος μέσα από τα ρουσφέτια του υψηλά ιστάμενου γνωστού, του τσαμπουκά που ξοδεύεται στην άσφαλτο πίσω από το τιμόνι του οχήματος που αποτελεί προέκταση του ανδρισμού του, στην κριτική και τον “βαθυστόχαστο” σχολιασμό που αρχίζει και τελειώνει στο καλαμάκι του φραπέ του.

Απαιτεί, απαξιώνει και τσαμπουκαλεύεται σε όποιον θεωρεί υποδεέστερο, όμως υποκλίνεται σε κάθε τυχάρπαστο τηλεοπτικό αστέρα, ευκαιριακές μοντέλες και λαϊκούς αιδούς των μπουζουκομάγαζων, απλά επειδή είναι αναγνωρίσιμοι, θαυμάζοντας την λάμψη των προβολέων που ο ίδιος επιτρέπει να είναι στραμμένοι επάνω τους.

Ο στομφώδης διαφημιστής της χώρας του, προβάλλει ως μοναδικά προσόντα της τον ήλιο και τη θάλασσα, την ελληνική μαγκιά που συνοδεύεται από ένα λογοτεχνικό μόνο φιλότιμο, το σουβλάκι και το τζατζίκι, με λαϊκά ξεσπάσματα τσιφτετελιού και λεβέντικο αραλίκι.

Ο εκφραστής της απόλυτης αγανάκτησης για την κατάντια αυτού του τόπου, όπου από πρωταγωνιστής της παρακμιακής εικόνας παίρνει τη θέση του τιμωρού για όσους έφταιξαν, που είναι πάντα οι άλλοι κι αυτό για τις περιπτώσεις που ο ίδιος δεν εξυπηρετήθηκε και δεν βολεύτηκε.

Ο γνώστης και ειδήμων που εκφράζει πάντοτε άποψη επί παντός επιστητού, την στιγμή που αγνοεί ακόμα και τα στοιχειώδη, επαίρεται για τον αρχαίο του πολιτισμό, σηκώνοντας τα λάβαρα του τιμημένου παρελθόντος, σε μια προσπάθεια να καλύψει την ανυπαρξία της ιστορικής του παρουσίας στην εποχή του.

Ο χλευαστής της όποιας πρωτοπορίας και προκοπής που δεν προέρχεται από τον ίδιο, όταν τα δικά του ενδιαφέροντα περιορίζονται στις κερκίδες με τη νοοτροπία του κατήγορου της ποδοσφαιρικής σαπίλας που όμως φανατισμένα οπαδοποιείται πίσω από τα χρωματιστά λάβαρα των ομάδων.

Ο τιμητής της ιστορίας του παρά την έλλειψη της όποιας ιστορικής παιδείας, που συστήνει τον εαυτό του αλλά και τους γύρω του με τον εθνικό χαρακτηρισμό του μ....α, που καμαρώνει γιατί η συγκεκριμένη λέξη οριοθετεί τον ελληνισμό του καθώς είναι από τις πρώτες που μαθαίνουν οι ξένοι όταν έρχονται στην χώρα.

Ο κατήγορος των πολιτικών καταστάσεων που ο ίδιος εξέθρεψε και τόνωσε, με τα πλαστικά σημαιάκια που με περίσσιο πάθος ανέμιζε ως όχλος και από πολιτικός χειροκροτητής εκφραζόταν ως ψηφοφόρος, ενδυναμώνοντας κυβερνήσεις και άρχοντες που προθύμως του προσέφεραν μικροβολέματα για να τον κάνουν να σιωπά.

Η εθνική του υπερηφάνεια περιορίζεται στα μπινελίκια που συνοδεύουν τις πολιτικές του αναλύσεις, με την ντομπροσύνη και την λεβεντιά του να περιορίζεται στο αυθαίρετο που θα χτίσει, στη θέση για ΑΜΕΑ που θα παρκάρει, στους φόρους που δεν θα αποδώσει και στα λαδώματα που θα τον εξυπηρετήσουν.

Όλη η ελληνική φιλοσοφία έχει κλειστεί στη φράση “ξέρεις ποιός είμαι εγώ ρε;” και καταρρέει από την πολιτική προπαγάνδα που του σερβίρεται από τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων.

Κι όπως τραγούδησε κι ο Σαββόπουλος: “Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό, στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη απ' ότι Ελληνικό στον κόσμο αυτό”.

Διαβάστε ακόμα