Ποια ελευθερία λόγου;

Εικόνα Ευαγγελία Κορωναίου

Ο κόσμος έχει αρχίσει να θυμώνει, το έχει παρατηρήσει κανείς;

Η γενικότερη πολιτικο-οικονομική κατάσταση της χώρας, αλλά και τα διεθνή τεκταινόμενα, κάνουν έναν απόλυτα υγιή άνθρωπο ήδη να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της ψυχικής διαταραχής.

Αν σε αυτή την ψυχοφθόρα κατάσταση, προσθέσει κανείς την αλαζονεία, την απολυταρχική συμπεριφορά, τις επιθετικές εξάρσεις, τα κόμπλεξ και τα απωθημένα της τοπικής άρχουσας κλίκας και του εσμού των κατ’ επάγγελμα και κατ’ επιβολήν αυλοκολάκων, προς τους απλούς πολίτες, που ίσως και να τους έφεραν με την ψήφο τους ένα βήμα πιο κοντά στη θέση την οποία κατέχουν ή τους έχει παραχωρηθεί ή την έχουν καταλάβει με το «έτσι θέλει» (ναι, είναι εσκεμμένο), κυρίως μέσα στο «διαδικτυακό καφενείο», αλλά ορισμένες φορές και δια ζώσης, κάνουν τον πολίτη να εξαγριώνεται.

Έχει περάσει πλέον η φάση της ελπίδας για κάτι καλύτερο (ανεπιστρεπτί), έχει περάσει η περίοδος χάριτος, έχει περάσει η φάση της απογοήτευσης και τώρα ο μέσος πολίτης βρίσκεται σε κατάσταση θυμού, προδομένος, γιατί η επιλογή του, προκειμένου να ξεφύγει από μία τελματωμένη τοπική διακυβέρνηση, απέβη μάλλον ατυχής.

Η αλλαγή, που περίμενε και επιθυμούσε ήρθε, αλλά δεν ήταν η αναμενόμενη. Τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο, καθώς η διοικητική νοοτροπία του «δεν κάνω σχεδόν τίποτε», αντί να γίνει νοοτροπία του «κάνω κάτι για τον τόπο μου, με γνώμονα το συμφέρον των ανθρώπων του τόπου μου», έγινε «κάνω πολλά, πρόχειρα, επιφανειακά, ελλιπή, βιαστικά, με γνώμονα την ενίσχυση της εικόνας μου».

Και μπορεί να επιδίωξε αυτή την αλλαγή, διότι αναγνώρισε την έλλειψη πολιτικής βούλησης, εκ μέρους του απελθόντος «κουρασμένου» τοπικού πολιτικού καθεστώτος, αλλά ποτέ δεν έχασε το σεβασμό του για αυτό. Αντίθετα, κάθε έννοια σεβασμού έχει οριστικά χαθεί, από και προς το νέο καθεστώς.

Οι διαδικασίες έγιναν θολές και όσο το δυνατόν πιο μακριά από την εποπτεία του πολίτη. Η κριτική δε, έχει απαγορευτεί διά ροπάλου και μόνον όποιος κινείται «με τα νερά» της άρχουσας κλίκας έχει δικαίωμα να εκφέρει δημόσια άποψη, χωρίς να έρχεται αντιμέτωπος με έναν οχετό προσωπικών, προσβλητικών και υποτιμητικών επιθέσεων, χωρίς – φυσικά – ουσιαστική απάντηση επί της κριτικής, που τόλμησε να ασκήσει, με την επίθεση αυτή να προέρχεται άλλοτε από την ίδια την κλίκα και άλλοτε από τους αυτόκλητους υπερασπιστές της, οι οποίοι λειτουργούν με τη λογική των «μπράβων», που συναντά κανείς σε νυχτερινά κέντρα. «Αν δε μου αρέσει η φάτσα σου, ή ο λόγος σου, δεν σου επιτρέπω να μιλήσεις».

Οι απαντήσεις έρχονται αραιά και πού μέσα από δημόσια έγγραφα και συχνότερα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία αρέσκεται η κλίκα να διαλαλεί τα «κατορθώματά» της. Παρά το γεγονός, ότι – θεωρητικά πάντα – ο λόγος στα μέσα αυτά είναι ελεύθερος, όπως διαλαλείται, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο, η λογική αυτή να ισχύει μόνο για την κλίκα και τους υπερασπιστές της, ενώ αντίθετα για τους πολίτες, είναι απόλυτα φυσιολογικό να διαγράφονται τα «ανεπιθύμητα» σχόλια ή να αντιμετωπίζονται με μία σχεδόν «μαφιόζικη» τακτική, αν επιμείνουν στις απόψεις τους.

Αυτή η συμπεριφορά, όμως, έχει φέρει αγανάκτηση. Μπορεί να θεωρείται, ότι έπειτα από την υλοποίηση ενός μεγάλου έργου, οι δημότες θα δώσουν συγχωροχάρτι, αλλά δυστυχώς για μερικούς, ο κόσμος έχει μνήμη.

Το κακό σε αυτή την υπόθεση, είναι ότι πέραν της κλίκας, η οποία προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αυτοπροβάλλεται και να αυτοϊκανοποιεί την ανάγκη της για το πολυπόθητο «ζήτω», υπάρχουν και άνθρωποι, οι οποίοι εργάζονται σκληρά και όντως παράγουν σημαντικό έργο για την ανάπτυξη του τόπου. Ωστόσο, η ουσιαστική αυτή δράση τους υπερκαλύπτεται από τις κενές «κραυγές» αυτοπροβολής ή επίθεσης, λίγων, που σταδιακά δημιουργούν μία αίσθηση αποστροφής και οργής στον πολίτη, ο οποίος καλώς ή κακώς κρίνει το σύνολο από τους κυριότερους εκπροσώπους του.

Όπως λέει και ο λαός, «το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι». Κι αν το κεφάλι έχει βρωμίσει, τότε, ακόμη κι αν η ουρά είναι καλή, το ψάρι «κολυμπάει» πρόσω ολοταχώς για μακροβούτι στον ΧΥΤΑ.

Διαβάστε ακόμα