Σε βαριέμαι τόσο, κακομαθημένο

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

Δεν υπάρχει τίποτα πιο γλυκό από ένα πιτσιρίκι που τρέχει στη μητέρα του, κατσούφικο και παραπονιάρικο για να ζητήσει βοήθεια. «Μαμά, τα παιδάκια γελάνε με τα ρούχα μου». Δε θέλεις να το πάρεις μια αγκαλιά; «Μαμά, δε μ’ αφήνουν να κάνω ποδήλατο». Δε σου ‘ρχεται να του δώσεις ένα φιλί; «Μαμά, μου έφαγαν όλα τα δρακουλίνια». Δε θα γινόσουν για χάρη του μέτοχος στην Cheetos;

Από την άλλη, δεν υπάρχει τίποτα πιο creepy από έναν κακομαθημένο μαντράχαλο που βλέπει τη μητέρα του, στο πρόσωπο όλων εκείνων που χρησιμοποιεί για να ικανοποιήσει τον εγωισμό του. «Μαμά, λένε ότι πατώνεις στις τηλεθεάσεις. Στείλε τους πίνακες». Δε σου ‘ρχεται να του δώσεις μία ξανάστροφη; «Μαμά, λένε ότι τα Ζουζούνια κάνουν περισσότερα views από σένα. Βρίσε τους». Δε θέλεις να τον φυτέψεις; «Μαμά, λένε τις επιλογές μας χαμηλού επιπέδου. Βάλτους ληγμένο γάλα στον καφέ». Δε θες να τον τσιμεντώσεις στην τρύπα της Εθνικής Αντίστασης, να τον δροσίζουν και τα αδέσποτα;

Στην πρώτη περίπτωση, αυτό που σε κερδίζει είναι η αθωότητα του μπόμπιρα, που δεν γνωρίζει ακόμα τι θα πει «δημοκρατία», «ελευθερία του λόγου», «πλουραλισμός απόψεων» ή «προσωπικό γούστο». Δεν έχει ενεργοποιήσει τις άμυνές του και δεν ξέρει πώς να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Δεν έχει μάθει ούτε να μοιράζεται τα πράγματά του, ούτε να υποστηρίζει τις θέσεις του. Γι’ αυτό και αναθέτει τη δύσκολη «δουλειά» σε εκείνους που εμπιστεύεται.

Στη δεύτερη περίπτωση, αυτό που σε εξοργίζει είναι η κουτοπονηριά του μαντράχαλου, που δεν αποδέχεται τις έννοιες της «δημοκρατίας», της «ελευθερίας του λόγου», του «πλουραλισμού απόψεων» και του «προσωπικού γούστου». Δε σέβεται τη γνώμη των άλλων και γίνεται «πολυμήχανος» προκειμένου να περάσει το δικό του. Αν ήταν στο χέρι του ή στο χέρι των λερωμένων ποδιών που φιλάει για να τον αβαντάρουν, θα μας είχε μεταμορφώσει όλους σε γουρούνια. Δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει τους επικριτές του. Γι’ αυτό και αναθέτει τη βρώμικη «δουλειά» σε εκείνους που εκμεταλλεύεται.

Ο μπόμπιρας αντιδρά με αυθορμητισμό και αφέλεια. Ψάχνει παρηγοριά στη μαμά του, χωρίς να της υποδεικνύει πώς να χειριστεί την κατάσταση. Δεν της ζητά να τραβήξει το αυτί των άλλων παιδιών, ούτε να ξεκατινιαστεί με τις μαμάδες τους. Δεν σκέφτεται εκδικητικά, ούτε εύχεται να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα. Δεν απαιτεί την τιμωρία τους, ούτε αναζητά τη λύτρωση, μέσω της διαπόμπευσής τους.

Ο μαντράχαλος πάλι ενεργεί πιο μεθοδικά. Ψάχνει υποστηρικτές σε αυτούς που του χρωστούν χάρη και τους υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο θα την ξεπληρώσουν. Ζητά απ’ τους άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα και ο ίδιος παριστάνει τον καλό, τον συζητήσιμο και τον διαλλακτικό. Αναθέτει στους δικούς του να ναυλώσουν μαούνα για τη Μακρόνησο και ο ίδιος αγοράζει τα εισιτήρια των επιβατών. Αναζητά τη δικαίωση για τις επιλογές του, μέσω βαλτών δικηγόρων και καυχιέται ότι έχει συμμάχους στην κάθε ελαφρότητα του είναι του.

Ο μπόμπιρας θα στεναχωρηθεί εάν κάποιος τον χαρακτηρίσει «κακό μαθητή», αλλά δεν θα βάλει τη μαμά του να ανεμίζει σαν σημαία τον έλεγχο στο προαύλιο του σχολείου. Δεν θα προσπαθήσει να πείσει ότι η βαθμολογία που αναφέρουν τα άλλα παιδάκια είναι μόνο εν μέρει σωστή, ούτε θα υποστηρίξει ότι το «Γ» που πήρε στη Γλώσσα θα του επιφέρει μεγάλα οφέλη στην ακαδημαϊκή και μετέπειτα επαγγελματική ζωή του.

Αντίθετα, ο μαντράχαλος θα σκυλιάσει εάν κάποιος του «χτυπήσει» τις χαμηλές επιδόσεις του και θα ζητήσει από δασκάλους και λοιπούς συγγενείς αποκατάσταση της φήμης του, προκειμένου να συνεχίσει τη φοίτησή του στο δικό τους σχολείο. Θα διαλαλεί ότι μέρος των συμμαθητών του και ευρύτερα της κοινωνίας προσπαθούν να τον συκοφαντήσουν και να πλήξουν το κύρος τους. Τέλος, θα σκανάρει τον έλεγχό του και θα τον στείλει παντού, προσπαθώντας για μία ακόμη φορά να κάνει το μαύρο άσπρο και να πείσει τους παραλήπτες ότι εκείνο το «Γ» στην Έκθεση είναι στην πραγματικότητα «Α».

Ο μπόμπιρας δεν θα κρατήσει κακίες, ούτε θα ζητήσει απ’ τη μαμά του να κηρύξουν τον πόλεμο στις οικογένειες των άλλων παιδιών. Δεν θα βάλει λόγια μεταξύ των μαμάδων, ούτε θα σπείρει τη διχόνοια για να βγει ο ίδιος λάδι. Δεν θα ασχοληθεί παραπάνω από μερικές ώρες ή λεπτά και θα συνεχίσει το παιχνίδι του σαν να μη συνέβη τίποτα.

Από την άλλη, ο μαντράχαλος φακελώνει τους επικριτές του και οργανώνει εμφυλίους για να πάρει το αίμα του πίσω. Παριστάνει τον αφελή και προμηθεύει με δηλητήριο αυτούς που τον έχουν ανάγκη για να θερίσουν όσους τον αμφισβήτησαν.

Ο μπόμπιρας δεν θα διστάσει να μοιραστεί το κουλούρι του με τον καλύτερό του φίλο, επειδή τα υπόλοιπα παιδιά είναι μπροστά. Γι’ αυτό και δεν του ζητά κανείς εξηγήσεις. Αντίθετα, ο μαντράχαλος δεν παραδέχεται ότι κάνει διακρίσεις και προσπαθεί στα «μουλωχτά» να ευνοήσει την αυλή του.

Επομένως ο μπόμπιρας κερδίζει το πλήθος με την ειλικρίνεια και την αγνότητα που τον διακρίνει, ενώ ο μαντράχαλος αποδεικνύεται ότι είναι ένα απλό κακομαθημένο, που μέχρι και την τελευταία στιγμή θα προσπαθεί να περάσει το δικό του.

Διαβάστε ακόμα