«Το βαλς των χαμένων ονείρων»

Εικόνα Τέτα Βαρλάμη

Η μνήμη μιας απώλειας εγείρει συναισθήματα που βρίσκονται εν υπνώσει, πυροδοτεί εσωτερικές εντάσεις, που μεταφράζονται σε ενστάσεις, έναντι όλων αυτών που βλέπεις να συμβαίνουν γύρω σου, τα οποία σε ταλαιπωρούν και να σε φθείρουν.

Μία φθορά, που έχει εξαπλωθεί και έχει επικαθήσει στη νοοτροπία και τις συνειδήσεις, που έχει διαβρώσει τα κύτταρα μιας κοινωνίας αφημένης στην ευκολία, με μοναδικό ζητούμενο τη διατήρηση των αντοχών βιοπορισμού της.

Σίγουρα μέσα σε αυτή την κοινωνία υπάρχουν και οι άλλοι. Αυτοί που ακόμα συναισθάνονται, που κατανοούν, που επεξεργάζονται τα δεδομένα, που αντιστέκονται στην πλήρη ισοπέδωση, στην οποία μεθοδικά έχει οδηγηθεί η χώρα.

Όμως η γενική εικόνα είναι αποκαρδιωτική.

Και μέσα σε αυτή τη γενικευμένη παραλυσία σκέψης, κρίσης, και αισθητικής, έρχεται η ημερομηνία ενός θανάτου να ξυπνήσει τη μνήμη και να προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερο τρόμο ο παραλληλισμός αυτού που χάθηκε με αυτό που υπάρχει.

Πριν δύο μέρες έκλεισαν 22 χρόνια χωρίς τον Μάνο Χατζιδάκι. Ένας ιδιοφυής δημιουργός, με κριτική σκέψη, με βαθιά κουλτούρα, με τολμηρή άποψη, με ανατρεπτικό λόγο και ελεύθερη έκφραση.

Οι δημιουργίες του προσέφεραν με απλωχεριά μια καλλιέργεια όχι απλά σε επίπεδο αισθητικής αλλά και σκέψης.

Με ένα βλέμμα στραμμένο την ουσία των πραγμάτων, καίρια οξύς στις ανένταχτες δημόσιες τοποθετήσεις του και ταυτόχρονα γενναιόδωρος στα μουσικά του γεννήματα.

Κάποτε, τότε, τέτοιοι δημιουργοί μπορούσαν να σημαδέψουν την πνευματική καλλιέργεια ενός ολόκληρου λαού, όσο και εάν ο ίδιος δεν επιζητούσε το λαϊκό έρεισμα.

Τότε, που οι νότες του περνούσαν και άφηναν χνάρι στην ψυχή και στη συνείδηση ακόμα και των μουσικά απαίδευτων.

Τότε, που παρά την φτώχια και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, βρήκε χώρο να αγαπηθεί και να αφομοιωθεί, να ανθίσει και να αναγνωριστεί η κουλτούρα του.

Ώσπου η μεταπολιτευτική Ελλάδα άρχισε να ετοιμάζει, με την πλέον ολισθηρή επίστρωση ένα γενικευμένο κατήφορο, δελεάζοντας τις μάζες με τσιτάτα εύπεπτης πολιτικής αντίδρασης, προσφέροντας παράλληλα μία πλαστή ευδαιμονία.

Είναι τότε, που η εκτόνωση άρχισε να ενδύεται τα στρας της ρηχότητας και να εκφράζεται μέσω του εύκολου και του φθηνού.

Είναι τότε, που οι φωνή της διανόησης καλύφθηκε από τους ήχους της ευτέλειας και οι στοχαστές παρέμειναν σιωπηλοί στη γωνία με τα αζήτητα, καθώς μεσουρανούσαν οι πολιτικοί διανοητές του λαϊκισμού και οι βάρδοι της χυδαιότητας.

Είναι τότε, που οι γενναιόδωρες προσφορές κάλλους κρίθηκαν παρωχημένες, γιατί αποκάλυπταν την φτήνια της ιλουστρασιόν τέχνης του εύπεπτου.

Ήταν τότε η αρχή αυτού που εξελίχθηκε σε τώρα.

Ενός τώρα που επιβάλλει «επωνύμους» περιστασιακής φήμης, ανύπαρκτης ουσίας και αμφισβητούμενης αξίας, ως εκφραστές κοινωνίας που πασχίζει να βρει τις ισορροπίες της.

Σε αυτό το τώρα κρατώ τη μνήμη αυτού που με βοήθησε να σκέφτομαι, να νοιώθω και να ονειρεύομαι.

«Αδιαφορώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ. Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθέντες συνήθειές μας. Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα».

Διαβάστε ακόμα