Αναγκαίοι αποχωρισμοί

«Τούτη η πίκρα του χωρισμού έχει μια γλύκα τόση που καληνύχτα θα σου λέω μέχρι να ξημερώσει». Ναι, έχουμε την τάση να μην θέλουμε να αποχωριστούμε πράγματα, τα οποία έχουμε πλάσει μέσα στο κεφάλι μας ως ιδανικά. Πολλές φορές, συγκρατούμε μία ιδέα, μία συγκεκριμένη εικόνα για κάτι και αντικαθιστούμε την πραγματικότητά του με αυτή, με αποτέλεσμα, αντί να βλέπουμε το αντικείμενο/την κατάσταση όπως όντως είναι, να βλέπουμε κάτι επίπλαστο, κάτι που το δικό μας μυαλό έχει κατασκευάσει και ιδανικοποιήσει. Και όταν πρέπει να αποχωριστούμε αυτό το κάτι που βλέπουμε μέσα από τα ροζ γυαλιά μας ως ιδανικό, απογοητευόμαστε, αντιδρούμε, θυμώνουμε, αντιστεκόμαστε.

Παρά το γεγονός πως το αντικείμενο της ιδανικοποίησης αυτό καθ’ αυτό έχει έρθει η ώρα να φύγει, να μετουσιωθεί, να αλλάξει ιδιότητα, ή ακόμη και να σταματήσει να υπάρχει, εφόσον, αν δεν βλάπτει, σίγουρα δεν ωφελεί σε τίποτα η υπόστασή του, η αντίληψή μας επ’ αυτού είναι στρεβλωμένη. Διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας, φωνάζουμε, επιτιθέμεθα σε όλους, όσοι τολμούν να μας υπενθυμίσουν την πραγματικότητα, ότι αυτό που εμείς θεωρούμε «τέλειο», είναι στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά τέλειο και ότι ίσως να επιβάλλεται μία αλλαγή αντίληψης, πάνω στο θέμα. Τα επιχειρήματα και οι παραινέσεις αντιμετωπίζονται με ένα στείρο «όχι», χωρίς επιχειρήματα, χωρίς αντιπροτάσεις, χωρίς συλλογιστική.

Στην πραγματικότητα, γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά και οι ίδιοι, εσωτερικά, πως πρόκειται για μία κατάσταση, η οποία πρέπει να αλλάξει, κι αν δεν της το επιτρέψουμε, θα αλλάξει βίαια, καθώς ο αποχωρισμός είναι προδιαγεγραμμένος, ωστόσο πατώντας στο θυμικό, επιλέγουμε να καθυστερήσουμε αυτή την de facto κατάσταση, με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη κι αν καταντούμε γραφικοί ή κουραστικοί.

Αποχωρισμοί υπάρχουν κάθε είδους. Αποχωριζόμαστε κάτι επειδή δεν το επιθυμούμε πια, αποχωριζόμαστε, επειδή το υπαγορεύουν οι περιστάσεις, αποχωριζόμαστε ξαφνικά, λόγω συγκυριών που δεν μπορεί να ελέγξει το ανθρώπινο χέρι, αποχωριζόμαστε κάτι, επειδή θέλουμε να το προστατεύσουμε, αποχωριζόμαστε λόγω ασυμφωνίας. Ο χειρότερος αποχωρισμός ωστόσο, είναι ο προδιαγεγραμμένος. Αυτός που ξέρουν και οι δύο πλευρές, ότι θα υπάρξει, αλλά είτε μία εξ αυτών, είτε και οι δύο, παρατείνουν.

Στην τελευταία περίπτωση, δεν επιτυγχάνεται τίποτε άλλο, από έναν ευτελισμό, τόσο της πλευράς που επιθυμεί να δώσει παράταση στην παράταση, μέχρι το τέλος, όσο και στην ίδια την κατάσταση.

Το τέλος δεν είναι κάτι κακό. Είναι η αφορμή για μία νέα αρχή. Και φυσικά το μεσοδιάστημα αποτελεί ένα κενό, το οποίο, ωστόσο μπορεί να φανεί άκρως εποικοδομητικό, δεδομένου, ότι δίνει μία τόσο αναγκαία «ανάσα», ώστε να υπάρξει ανασυγκρότηση και επαναφορά της ψυχραιμίας, για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.

Σε καταστάσεις, οι οποίες προκαλούν μονάχα αρνητικές συνέπειες, οφείλουν να τερματίζονται, ανεξάρτητα ακόμη και από την ιστορία τους. Όπως είναι καθολικά αποδεκτό, στην Ιστορία, κάθε ιστορία έχει αρχή, μέση και τέλος. Όση ιστορία κι αν κουβαλά κάτι, αυτό δε συνεπάγεται, πως θα πρέπει να παραμένει τεχνητά στη ζωή, απλά και μόνο διότι αποτελεί ζωντανό μουσείο. Η ζωή προχωρά, η κοινωνία εξελίσσεται, οι συνθήκες και οι απαιτήσεις αλλάζουν. Στην περίπτωση που επιλέγαμε να κρατάμε αμέτι μουχαμέτι στη ζωή οτιδήποτε κουβαλά ιστορία, θα έπρεπε να κάνουμε τη διαδρομή Πειραιά – Αεροδρόμιο με ατμομηχανή, σε περίπου 4-5 ώρες. Ωστόσο η εξέλιξη, έφερε άλλα μέσα, με τα οποία χάσαμε μεν τις ιστορικές ατμομηχανές, αλλά κερδίσαμε χρόνο, άνεση (περίπου), αποτελεσματικότητα.

Η νέα αρχή, συνεπάγεται να μπει κάπου ένα τέλος, το οποίο μπορεί να μην είναι καν οριστικό, αλλά το τέλος συγκεκριμένων συνθηκών. Και όσοι επιλέγουν – παρ’ ότι γνωρίζουν πως ο τόπος έχει τεράστια ανάγκη από μία νέα αρχή – να εμμένουν στη διατήρηση βλαβερών και νοσηρών καταστάσεων, ουσιαστικά εμποδίζουν πρωτίστως τις δικές τους δυνατότητες εξέλιξης και στη συνέχεια και των υπολοίπων, που ενδεχομένως, να περιμένουν να μπει κάποιου είδους τελεία, προκειμένου να ξεκινήσουν τις δικές τους προτάσεις, σε μία ολοκαίνουρια, λευκή σελίδα.

 

Διαβάστε ακόμα