Για πάντα μαθητής...

Ο χώρος της δημοσιογραφίας είναι μεγάλο σχολείο. Η διάρκεια φοίτησης απροσδιόριστη, η επιμόρφωση διαρκής και πολύπλευρη. Πτυχίο, μπορεί να μην πάρεις ποτέ, όμως, οι γνώσεις που λαμβάνεις καθημερινά είναι πολύτιμες και ανεξάρτητες από οποιοδήποτε χαρτί. Οι δάσκαλοι που περνούν από την έδρα, πολλοί και διαφορετικοί. Ο καθένας τους έχει να σου δώσει κάτι, άλλος πολύ, άλλος λίγο. Αυτό που θα κρατήσεις, στρώνει το έδαφος πάνω στο οποίο θα κάνεις τα επόμενα βήματά σου, πιο πλούσιος, πιο προικισμένος, πιο γεμάτος.

Αυτό το γέμισμα, αυτή η συνεχής ανατροφοδότηση μυαλού και καρδιάς προϋποθέτει θυσίες. Μονοπωλεί το ενδιαφέρον σου, απαιτεί τον χρόνο σου, τρυπώνει στην προσωπική ζωή σου και «κλέβει» στιγμές. Όλα εξαρτώνται από σένα. Δεν θα δώσεις τη συγκατάθεσή σου, εάν δεν έχεις καταλήξει σε τρεις βασικές διαπιστώσεις. «Το θέλω». «Το έχω ανάγκη». «Το επιζητώ».

Όταν έκλεισα τη συνέντευξη με τη Λίνα Νικολακοπούλου και τον Στέλιο Βαμβακάρη, μέσα στο κεφάλι μου ακούγονταν ύμνοι, που δεν άφηναν χώρο σε καμία μίζερη ή αρνητική σκέψη όπως, «παίρνω άδεια για να ξεκουραστώ κι εγώ θα δουλέψω πάλι». Ήταν δική μου πρωτοβουλία. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα βρισκόμουν στην Αθήνα και θα έχανα μια τόσο σημαντική ευκαιρία, να γνωρίσω δύο αξιόλογους καλλιτέχνες και να συνομιλήσω μαζί τους για τον Μάρκο Βαμβακάρη, το ρεμπέτικο, τη Σύρο... Μετά το τηλεφώνημα με την παραγωγό της παράστασης «Μάρκος ο Φραγκοσυριανός», Αναστασία Ταμουρίδου, άρχισα να κάνω τούμπες, να χοροπηδάω, να κάνω τούμπες. Τέτοια σωματική άσκηση είχα να κάνω από το σχολείο, όπου η γυμναστική ήταν υποχρεωτική. Τώρα όμως, το επέλεξα εγώ.

Πήγα νωρίτερα στο café, όπου είχαμε δώσει το ραντεβού κι αμέσως, άπλωσα επάνω στο τραπεζάκι το στυλό, το τετράδιο και το μαγνητοφωνάκι μου. Ήμουν έτοιμος για το μάθημα και μετρούσα αντίστροφα τα λεπτά μέχρι να αρχίσει. Η αναμονή άξιζε τον κόπο.

Πρώτος, εμφανίστηκε ο Στέλιος Βαμβακάρης. Μου έσφιξε το χέρι και με καλωσόρισε με ένα ζεστό χαμόγελο. Η λέξη που κρεμόταν στα χείλη του καθ’ όλη τη διάρκεια της συνάντησής μας ήταν μία. «Σύρος». Σε κάθε φράση του, σε κάθε απάντησή του, η Σύρος, ο τόπος καταγωγής της οικογένειάς του, το νησί που γνώρισε και αγάπησε μέσα από τον πατέρα του, είχε σημαίνουσα θέση και συνήθως χρησιμοποιούταν ως κατακλείδα, για να υπενθυμίσει και να επιβεβαιώσει αυτό που ήταν ο Μάρκος, αυτό που διαμόρφωσε την προσωπικότητα και τη μουσική ταυτότητά του. Στις αναφορές αυτές, δεν έλειπαν και οι συνεχείς ευχαριστίες του προς τους εκείνους που καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να τιμήσουν αυτόν τον καλλιτέχνη. Τη Θωμαή (Μενδρινού) και τον Αντώνη (Μαραγκό), χωρίς επίθετα, χωρίς τίτλους, χωρίς ιδιότητα. Δύο άνθρωποι που τον επισκέφτηκαν στο σπίτι του και από τότε έγιναν «δικοί» του, μπήκαν στη ζωή του και αποτέλεσαν τη «γέφυρα» για την πολυπόθητη «επιστροφή» του στη Σύρο.

Παρούσα στο μάθημα και η Λίνα Νικολακοπούλου. Τι να πει κανείς γι’ αυτή τη δασκάλα, που οι στίχοι της έχουν «ντύσει» τα ωραιότερα τραγούδια, που μας συγκινούν και μας «ταξιδεύουν» μέχρι και σήμερα. Φιλική, πρόσχαρη, ανοιχτή να μιλήσει για τα πάντα, από τον Μάρκο Βαμβακάρη μέχρι τη σημερινή μουσική βιομηχανία. Έριχνα κλεφτές ματιές στα λεπτά της ηχογράφησης που αυξάνονταν επικίνδυνα και δεν αγχώθηκα ούτε μια στιγμή. Ήθελα να μείνω για πάντα εκεί, να ακούω και να πίνω αυτόν τον καφέ που είχε γίνει πια νερομπούλι. Η ποιότητα και η σοφία της καθρεφτίζονταν σε κάθε απάντησή της.  

«Δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι με χθες. Κάθε μέρα κάτι άλλο νιώθουμε, κάτι άλλο βλέπουμε, καταλαβαίνουμε και συνειδητοποιούμε. Άρα η μελωδία και ο λόγος είναι ζωντανά, ακολουθούν τον χρόνο. Δεν μένει κανείς πίσω με τα χέρια δεμένα, να πει «έτσι το έκανα τότε, έτσι θα το κάνω και τώρα». Το κάνεις έτσι όπως σου το λέει ο εαυτός σου και η πορεία σου κάθε μέρα. Ένα καθαρό, αληθινό και με τέχνη φτιαγμένο τραγούδι αποκλείεται να μη μιλήσει, οποιαδήποτε στιγμή και να το βγάλεις στο φως», σημείωσε. Ακόμα και όταν αναφέρθηκα στους στίχους που έδωσε στον Μιχάλη Χατζηγιάννη και στα σχόλια του κοινού που περίμενε κάτι άλλο από την ίδια απάντησε το ίδιο γλυκά και χαμογελαστά. «Ας περιμένουνε. Θα βγάλουμε και κάτι άλλο. Είναι απαιτητικοί από μένα και αυτό είναι τιμή μου. Αυτό όμως εμένα δεν με κάνει να βαραίνω και να μην μπορώ να παίζω. Επιτρέπω στον εαυτό μου και να παίζει και να σκάβει και να φεύγει απ’ τα χέρια μου κάτι, το οποίο να έχει μαστοριά. Αλλά η αναμονή με τιμά. Και λέω, να περιμένουν γιατί θα γίνει. Μπορεί να μη γίνει τώρα, μπορεί να γίνει αύριο, αλλά σημασία έχει, να μη σκουριάζει ο άνθρωπος, να είναι συνεχώς μάχιμος και να κάνει προπόνηση».

Έφυγα από τη συνέντευξη μαγεμένος και επαναλαμβάνοντας ανά διαστήματα την ίδια φράση. «Αυτό θέλω να είμαι… για πάντα μαθητής». 

Διαβάστε ακόμα