Αυτό τελικά μας αξίζει;

Παρακολουθώ την πολιτική ζωή του τόπου, με τις αντοχές μου να αισθάνομαι ότι με εγκαταλείπουν.

Επιστρατεύω και το τελευταίο ψήγμα ψυχραιμίας που διαθέτω για να διατηρήσω το επίπεδο σε επιτρεπτά όρια.

Γεγονότα που ταλανίζουν την ζωή της τοπικής κοινωνίας, συμπεριφορές θρασύτατες, αποφάσεις προκλητικές, ρητορική πεζοδρομίου, είναι τα μικρά κομμάτια που συνθέτουν την μεγάλη εικόνα του πολιτικού γίγνεσθαι και των εκφραστών της.

Εγώ, εσύ, αυτός, οι άλλοι, όλοι, είμαστε συνυπεύθυνοι γι’ αυτή την κατάντια.

Δώσαμε ψήφο, δείξαμε εμπιστοσύνη στον κάθε τυχάρπαστο και του δώσαμε το ελεύθερο να διαφεντέψει τον τόπο.

Ανάκατοι κάποιοι λίγοι αξιόλογοι με τους louser και τους κομπιναδόρους, τους αστοιχείωτους και τους φαφλατάδες, τους κομπλεξικούς και τους ασήμαντους.

Βρήκαν “καρέκλα” και θρονιάστηκαν, βγάζοντας άλλοι τα συμπλεγματικά τους απωθημένα, άλλοι επιδεικνύοντας την ανεπάρκεια τους, άλλοι καλύπτοντας την ασημαντότητα τους και άλλοι επιβεβαιώνοντας τον καιροσκοπισμό τους.

Ένα ασκέρι σαλτιμπάγκων, που σαν “πλανόδιο τσίρκο” περιφέρουν στον τόπο την παράσταση τους, παίζοντας τόσο αξιοθρήνητα τους ρόλους τους, παραπέμποντας στον Guillaume Apollinaire, όταν έγραφε “Τα παιδιά πάνε μπροστά, ξοπίσω σαλτιμπάγκοι αλλοπαρμένοι.....”.

Από την εκλογή τους ο καιρός κύλησε, αφού αρχικά τους δόθηκε πίστωση χρόνου, υπήρξε περίοδος προσαρμογής, τηρήθηκε στάση αναμονής, ώσπου ήρθε η ώρα να μετρηθούν τα αποτελέσματα.

Μορφονιοί, που τριγυρνούν σαν παρακμιακά “καμάκια”, νομίζοντας ότι το αξίωμα τους θα τους κάνει αρεστούς, άσκησαν ανάλογης λογικής διοίκηση.

Μιζαδόροι, με συμπεριφορές νυχτόβιας μαγκιάς, επέβαλαν την μαφιόζικη πρακτική τους στα κοινά.

Πονηρούληδες λογάδες, που επιδόθηκαν με ζήλο στην τόνωση της έπαρσης τους.

Αχυράνθρωποι, εξυπηρετητές, πάντα να παίζουν τον ρόλο των πρόθυμων.

Ευκαιριακοί επαναστάτες, να τσιρίζουν εκ του ασφαλούς.

Αστοιχείωτα ανθρωπάκια, να εξαγοράζουν την παρουσία τους με προσωπικές τους μικροωφέλειες.

Μουλωχτά λαμόγια, που επιδιώκουν την αφάνεια για να περνούν οι κομπίνες τους απαρατήρητες.

Έντιμοι ιδεολόγοι, να ψάχνουν εναγώνια αποφάσεις για να βρουν να ακουμπήσουν την ηθική τους.

Κι από την άλλη οι επίδοξοι. Οι “μνηστήρες” της καρέκλας, που μαζώνουν το δικό τους ασκέρι, από παλιά, καμένα, ληγμένα και φθαρμένα υλικά.

Αυτός ο παράταιρος “θίασος” της συμφοράς, που αφού ανέβασε την παράσταση του, ετοιμάζεται, μιας και η θητεία τελειώνει, να ξαναβγεί στη γύρα, κάνοντας “φασαρία” για να θαμπώσει τους ψηφοφόρους, ζητώντας ξανά τον οβολό της ψήφου.

Κι ο Apollinaire να επιμένει “Σέρνουν μαζί τους σύνεργα κάθε λογής. Ταμπούρλα τσέρκια χρυσαφένια. Η αρκούδα κι η μαϊμού ζώα σοφά. Απ΄ τους περαστικούς πεντάρες ζητιανεύουν”.

Κι εμείς από εδώ, να παρατηρούμε και να παίζουμε με τα όρια των αντοχών μας, την ίδια στιγμή που ενώ αναγνωρίζουμε το πρόβλημα, ετοιμαζόμαστε να ξαναφωνάξουμε “ωσαννά”.

Η αντίφαση σε όλο της το μεγαλείο, να μας κάνει άξιους της μοίρας μας.

Από τα εθνικιστικά παραληρήματα στη λάμψη του ιλουστρασιόν, από το γαλάζιο της χώρας στα “σκοτάδια” της απελπισίας, από τους ναούς στο πεζοδρόμιο και όλα μέσα από μια γηπεδική λογική, που διαμορφώνει το κριτήριο για να οριστεί το μέλλον, το οποίο κάθε φορά είναι αυτό που επιλέγουμε και τελικά μας αξίζει.

“Ελλάδα Βέμπο μου και Μαίριλιν Μονρόε. Ελλάδα Ελύτη μου και Έντγκαρ Αλλαν Πόε. Ελλάδα μάγισσα, παρθένα και τροτέζα μου. Ελλάδα Τούμπα, Αλκαζάρ και Καλογρέζα μου”.

Διαβάστε ακόμα