Επιστολή Στέλιου Παπουτσά

Μαθητικές επιστροφές

  • Δευτέρα, 11 Νοεμβρίου, 2013 - 06:10

Προσδένουμε στον ιστό της ηρεμίας, για να βρεθώ στην κατάλληλη νοητική διάθεση και να φέρω κατά νου, την αίσθηση του χρόνου της τότε εποχής. Τότε, που πέρασα με δέος, μόλις δέκα ετών, την Πόρτα του Πρώτου Γυμνασίου Αρρένων Σύρου. Κυριολεκτικώς και αριθμητικώς. Για να παραμείνω εκεί σπουδάζων, οκτώ μεστά χρόνια. Της παιδικής και εφηβικής ηλικίας μου. Ένα πέρασμα από την Τετάρτη του Δημοτικού Σχολείου, στην Πρώτη του Οκταταξίου Γυμνασίου. Για να βρεθώ από τη γαλήνια μάτια της Δασκάλας μου, έμπροσθεν στην σοβαρή ματιά των Καθηγητών μου.

Η ανατροπή του χρόνου, του αριθμούμενου χρόνου, κατά τρόπον ρομαντικό, με οδηγεί σε χώρο πεπραγμένων. Εντός του ιστορικού Ιδρύματος, που φωτοβόλησε με τους διανοούμενους της καθηγητικής ιεραρχίας του, την εκπαιδευτική Ελληνική κοινότητα. Με αρχική χρονική τοποθέτηση του, το έτος 1834. Σημαδιακά χρόνια, από τα πρώτα της Ελληνικής παλιγγενεσίας.

Και είναι τα πεπραγμένα τόσο πολλά και σπουδαία, ώστε να αισθάνεται ισχυρόν κλονισμό στο άγγισμά τους, όποιος επιχειρήσει να τα καταγράψει. Και ιδιαίτερα να κατονομάσει, τους μεγάλους διανοητές που δίδαξαν ή τους μεγάλους λόγιους που εφοίτευσαν ή μεγαλέμπορους που διδάχθησαν.

Τα ονόματα της πρώτης ιδίως εποχής, αν είναι εφικτός ο χρονικός διαχωρισμός, καλύπτονται από μια μυσταγωγική αίγλη. Νεόφυτος Βάμβαξ, Σερούιος, Ροΐδης, Βικέλας, Σουρής, Σκάσσης, Ράλλης, Βενιζέλος, για να φθάσουμε στους νεωτέρους, Στεφάνου, Γαβράς, Αντ. Ρούσσος και τόσους άλλους, που η μνήμη μου αυτήν στιγμή δεν συγκρατεί.

Και σε αυτή την σύντομη επιστροφή, σε αυτόν τον θησαυρισμένο χώρο, της θύμησης και νοσταλγίας, της μάθησης και του παιχνιδιού και ακόμη των πρώτων νεανικών ερώτων, μαζί με τις μορφές, φέρνω να πλαγιάσουν κοντά μου και γεγονότα. Ευχάριστα και ανήμπορα. Χαράς και ζόφου. Από τα χρόνια τα δικά μου. Μικρά και ίσως ασήμαντα (ας μου συγχωρεθεί αυτό), μια και ο χώρος της καταγραφής εδώ, είναι περιορισμένος.

Και αρχικώς, δύο μορφές, που μένουν αναλλοίωτες στην μνήμη μου. Μαζί με τις τόσες άλλες, τις όλες αποδεκτές.

Και είναι η μορφή εκείνη του Γυμνασιάρχου μου, του σεβαστού Αντωνίου Ρούσσου. Του μεγάλου διδασκάλου και καλού Πατέρα όλων ανεξαιρέτως των μαθητών.

Και η άλλη, του Λατινιστή Καθολικού Ιερέα Ντο Αντωνίου Σιγάλα. Της απροσμέτρητης ευγενικής συμπεριφοράς. Που αντιμετώπιζε με πραότητα και καλοσύνη, την κάθε ανοησία μας. Ίσως και να μονολογούσε: Αφήσατε τα παιδία. Σε αυτά ανήκει η Βασιλεία του Θεού.

Ας προσθέσω όμως και εκείνη, του Φιλολόγου, στις μικρές Τάξεις. Ο οποίος, για να μη θορυβούμε, μόλις ανέβαινε στην έδρα, έλεγε προς φιλοτιμία μας. «Εύτακτος είναι ο Δαβ…..» Και εμείς, διαπιστώνοντας ότι απουσίαζε ο Δαβ…, αναφωνούσαμε: «Μα

λείπει ο Δαβ…κύριε καθηγητά.» Αλλά ο κύριος Καθηγητής, δεν

εύρισκε άλλον τρόπο κατευνασμού του θορύβου, ειμή μόνο να επικαλείται την φιλοτιμία μας, δια της απονομής ενός «εύγε», έστω και αν ο εύτακτος μαθητής δεν ήταν παρών. Τον κατονόμαζε προς παράδειγμα, για τον κατευνασμό της ανταρσίας μας. Και η τακτική αυτή, του είχε γίνει συνήθεια, προς τέρψη ημών των μαθητευομένων.

Αλλά οι καιροί έχουν κρυμμένες και δυσάρεστες αναπολήσεις, καθώς ενθυμήσαι τον εαυτόν σου, σε εκείνα τα ζοφερά χρόνια της Κατοχής. Να τρως, πάνω σε πρόχειρα τραπέζια, από το κατσαρολάκι σου, το «αραντό». Μια δύσοσμη σούπα, που μας διένειμε, ως να είμεθα αιχμάλωτοι, η Ιταλική κατοχική Φρουρά. Δια να μην αποθάνουμε από την πείνα, που είχε επιπέσει στο νησί μας.

Και αφήνω τελευταία εκείνη την χαρμόσυνη ατμόσφαιρα της 28ης Οκτωβρίου του '40. Και σκιαγραφώ την σκηνοθεσία, όταν στον αύλειο χώρο, αντί της πρωινής προσευχής, με την προσήκουσα για την περίσταση ανησυχία, ο Γυμνασιάρχης μας ανήγγειλε την κήρυξη του Πολέμου. Και εμείς, ζητωκραυγάζαμε ενθουσιωδώς, λες και εκείνη την στιγμή στεφανώναμε, με την νεανική ζωντάνια μας, την πατρίδα που αγαπούσαμε. Όπως μας είχαν γαλουχήσει τότε. Όχι, σήμερα δεν θα συνέβαινε αυτό.

Κλείνω με την ανάμνηση των κοριτσιών. Όταν, αμέσως μετά την απελευθέρωση, το Γυμνάσιο Θηλέων, συνενώθηκε με εκείνο των Αρρένων. Τότε η εσωτερική μορφή των αιθουσών, αλλά και των χώρων διαλειμμάτων, πήρε μια άλλη όψη, πιο χαρούμενη, πιο αισθηματική, πιο αισθητηριακή, οφειλομένη στην παρουσία του γυναικείου φύλου. Που όπου παρίσταται, επηρεάζει τα προσωπικά βιώματά μας, προς πάσα κατεύθυνση. Και εγώ προσωπικά ήμουν ενθουσιασμένος.

Σήμερα, το σεβαστό Γυμνάσιο, φιλοξενεί Ανώτατο Ίδρυμα. Αυτό το τιμά, όπως και αντίστροφα, γι’ αυτό του ευχόμεθα μελλοντικές ανορθωτικές προοπτικές. Κι ακόμη, να μη βεβηλώνεται κατά βάρβαρο τρόπο, η επιβλητική παρουσία του, από εντόπιους νέους. Που επάνω του, με ένα έγχρωμο «σπρέι», εναποθέτουν τις ανοσίες τους. Πράξη, που όχι μόνο προκαλεί με την ασχήμια της, αλλά ίσως, θα έπρεπε να προκαλεί και την δίωξή της.

Αυτές είναι οι επιθυμίες μου για το Γυμνάσιό μου. Που κάθε φορά στο αντίκρισμά του, νιώθω υπέρτατη συγκίνηση, και δεν την κρύβω. Και αυτές είναι οι λίγες αναφορές μου, και ό,τι δεν ειπώθηκε. Ως ελαχίστη νοσταλγική αναφορά, στην κορυφώδη πνευματική ύπαρξή του.

*Ο Στέλιος Παπουτσάς είναι διπλωματούχος της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής (Οικ. Πανεπιστήμιο), διετέλεσε Διευθυντής Εφοριών είναι δε και συγγραφέας.

Διαβάστε ακόμα