Ομιλία του Α΄ Αντιπροέδρου του ΣΕΤΕ, Γ. Ρέτσου στην Ημερίδα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας Jean Monnet του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

“Επιχειρηματικότητα και Τουρισμός”

Το αυτονόητο πλαίσιο διαμόρφωσης μίας σταθερής φορολογικής βάσης και μίας πολιτικής που θα υπηρετεί τις ανάγκες της επιχειρηματικότητας για την πρόοδο της χώρας και για την τουριστική ανάπτυξη έθιξε ως βασικό ζήτημα ο Α΄ Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), Γιάννης Ρέτσος κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην Ημερίδα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας Jean Monnet του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο.

“Θα έλεγα ότι η επιλογή του θέματος “Επιχειρηματικότητα και Τουρισμός”, εμπεριέχει και μία ισχυρή δόση γενναιότητας, ως προς το πρώτο σκέλος της. Το να συζητάμε για Επιχειρηματικότητα σήμερα, είναι ξεκάθαρα μία γενναία πράξη” σχολίασε προλογικά ο κ. Ρέτσος, εξηγώντας πως, “Αφενός μεν, διότι είναι διάχυτη η αίσθηση ότι η πάσης φύσεως επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, τελεί υπό έναν ιδιόμορφο διωγμό και η ιδιότητα του επιχειρηματία οδηγείται στον χαρακτηρισμό “είδος υπό εξαφάνιση”, αφετέρου δε, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να εκληφθεί ως “ειρωνική” αυτή η προσέγγιση, ύστερα από όλα αυτά που έχει υποστεί, που βιώνει και που πρόκειται να βιώσει στο εγγύς μέλλον –και ποιο θα είναι αυτό το μέλλον, αλήθεια;- η μέση ελληνική επιχείρηση”.

Τουρισμός: Το μεγάλο πλεονέκτημα

Ξεκινώντας ουσιαστικά την ομιλία του από τον τουρισμό, που όπως σημείωσε το έτος 2015 “κατόρθωσε να φέρει 15 δισ. Ευρώ στη χώρα - εν μέσω εκλογικών διαδικασιών, αύξησης ΦΠΑ, capitalcontrols κλπ- και εκτιμάται ότι μπορεί να φέρει τουλάχιστον άλλα τόσα, το 2016”, πρόσθεσε πως, αυτό το αποτέλεσμα κρίνεται “ηρωϊκό έως και τιτάνιο επίτευγμα” με δεδομένη την κατάσταση της χώρας. Ως εκ τούτου, επεσήμανε πως, το “πλεονέκτημα του τουρισμού” οφείλει η Πολιτεία, η κυβέρνηση, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, ο ιδιωτικός τομέας συνολικά αλλά και οι πολίτες και οι εργαζόμενοι “να το διαφυλάξουν ως “κόρη οφθαλμού” αλλά και να το ενισχύσουν. Σχετικά με το τί πραγματικά συμβαίνει όμως στην Ελλάδα, ο κ. Ρέτσος υπογράμμισε πως, “Αφήνω στην κρίση σας το αν και σε ποιο βαθμό ισχύει και ακολουθείται αυτή η παραδοχή”.

Αντοχή παρά τις εκπλήξεις...

Σκιαγραφώντας τους βασικούς άξονες και τους πυλώνες της οικονομίας όσον αφορά τον τουρισμό, ο αντιπρόεδρος σημείωσε πως αυτοί αναλύονται όπως παρακάτω: “Έσοδα, Απασχόληση, Κατανάλωση. Φέρνει άμεσες εισπράξεις άνω των 14-15 δισ. Ευρώ ετησίως. Προσφέρει άμεση απασχόληση σε περίπου 800.000 άτομα. Προσελκύει περί τα 25 εκατ. ξένους επισκέπτες, δηλαδή ουσιαστικά υπερδιπλασιάζει τον πληθυσμό της χώρας. Και όλοι αυτοί, καταναλώνουν και αγοράζουν πάσης φύσεως υπηρεσίες”. Μάλιστα όπως εξήγησε στη συνέχεια, παρά το γεγονός πως, το 2015 ήταν “μία χρονιά κατά την οποία είχαμε συνεχείς ανατροπές και μεγάλες “εκπλήξεις” σε επίπεδο πολιτικών εξελίξεων” ωστόσο οι τουριστικές επιχειρήσεις, “Αύξησαν 6% τον όγκο απασχόλησης των μισθωτών. Οι συνολικές αποδοχές των μισθωτών του τομέα άγγιξαν τα 4 δισ. Ευρώ, αυξημένες κατά 200 εκατ. σε σχέση με το 2014 και οι συνολικές εισφορές του τομέα προς το ΙΚΑ άγγιξαν το 1,7 δισ. Ευρώ”. Ο ίδιος, δεν παρέλειψε να επισημάνει πως, “ειδικά ο ξενοδοχειακός κλάδος, τήρησε απαρέγκλιτα και την προσήλωσή του στην ανάγκη ομαλών εργασιακών σχέσεων, εργασιακής ειρήνης και κοινωνικής συνοχής” σημειώνοντας πως από το 2012 συνέχισε τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Που είναι η ανάπτυξη(;)

Συνεχίζοντας την ομιλία του και περνώντας στο θέμα της “επιχειρηματικότητας” ο Γιάννης Ρέτσος αναφέρθηκε σε δύο βασικά πεδία εφαρμοζόμενων πολιτικών. “Το πρώτο, βασίζεται στη γνωστή –και σε έναν βαθμό, επιβεβλημένη από τους θεσμούς - συνταγή των τελευταίων ετών για αύξηση των κρατικών εσόδων” που όπως πρόσθεσε, μεταφράζεται σε “αύξηση φόρων και νέες επιβαρύνσεις παντού, οριζόντια και κάθετα” και μάλιστα άνευ ρεαλιστικών εκτιμήσεων κι επιπτώσεων και το δεύτερο, είναι αυτό της ανάπτυξης, που “αν και θα έπρεπε να είναι το αντίβαρο του πρώτου”, ωστόσο, “παραμένει σχεδόν κενό”.

“Όλοι ευλογούν και επικαλούνται την ανάπτυξη, αλλά αυτή, δυστυχώς, δεν έρχεται. Δε φαίνεται καν στον ορίζοντα. Προφανώς όχι λόγω... ιδιοσυγκρασίας. Και αν δεν έρχεται η ανάπτυξη, πόσο ακόμα φοροδοτικό περιθώριο υπάρχει;” σχολίασε ευθύς αμέσως, επικαλούμενος έρευνες που δείχνουν πως, “πάνω από ένα στα δύο Ευρώ που τζιράρει μία μέση επιχείρηση, κατευθύνεται σε φόρους και επιβαρύνσεις”.

Οι πληγές των τελευταίων ετών

Αναλύοντας τα προαναφερθέντα κι ανατρέχοντας στις αλλαγές που βίωσε η επιχειρηματικότητα τα τελευταία χρόνια, ο κ. Ρέτσος σημείωσε πως, “μέχρι στιγμής βλέπουμε: Τις οκτώ αλλαγές ΦΠΑ διαμονής και εστίασης από το 2008 έως και σήμερα. Τις συνεχείς αλλαγές στη φορολογία επιχειρήσεων, που, μεταξύ άλλων, καθιστούν αδύνατη την κατάρτιση ενός στοιχειώδους businessplan δεκαετίας, ή ακόμη και πενταετίας. Την άνευ προηγουμένου υπερφορολόγηση που έχει υποστεί η μέση ξενοδοχειακή επιχείρηση – όπως κάθε ελληνική επιχείρηση – μακράν τη χειρότερη μεταξύ όλων των άλλων ανταγωνιστικών χωρών, όπως απέδειξε και πρόσφατη μελέτη του ΣΕΤΕ. Το ότι πέρασε και ο Μάρτιος και ακόμα δεν έχουμε δει παρά ένα προσχέδιο, μόνον, –και αυτό ανεπίσημο- του νέου Αναπτυξιακού Νόμου. Τη διαιώνιση των καθυστερήσεων στις αδειοδοτήσεις και στις εγκρίσεις για όσους τολμούν ή μπορούν να επενδύσουν και γραφειοκρατία που όπως είπαμε αντιστέκεται σθεναρά στις μεταρρυθμίσεις”.

Συμπλήρωσε τα λεγόμενά του μάλιστα, εξηγώντας πως, διανύοντας ήδη τους πρώτους μήνες του 2016, “βρισκόμαστε αντιμέτωποι, με νέες επαπειλούμενες επιβαρύνσεις, όπως η περαιτέρω αύξηση των φορολογικών συντελεστών, η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, ο διπλασιασμός της προκαταβολής φόρου, οι νέες αυξήσεις των συντελεστών ΦΠΑ σε νησιά, η αλλαγή, σε πολλές περιπτώσεις, του τρόπου υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ και η λίστα δεν έχει τέλος”.

Κόκκινα δάνεια και χωροταξικό

Στη λαίλαπα των αλλαγών που απειλούν ευθέως τις τουριστικές επιχειρήσεις, πρόσθεσε και δύο “ειδικού χαρακτήρα ζητήματα” που βάσει των όσων σχολίασε, “έχουν βαρύνουσα σημασία” για τον κλάδο. “Πρώτον, η “δαμόκλειος σπάθη” της διαχείρισης των “κόκκινων δανείων”. Έχουμε επισημάνει - εδώ και πολύ καιρό - πως στο ζήτημα της αντιμετώπισης των “κόκκινων δανείων”, μεταξύ άλλων, υποκρύπτεται ο κίνδυνος αφελληνισμού της ελληνικής Ξενοδοχίας” πρόσθεσε, εξηγώντας πως, μία βίαιη αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος, “μπορεί να έχει ευρύτερες επιπτώσεις, ειδικά μάλιστα εάν η εθνικότητα του νέου επενδυτή οδηγεί μέρος των εσόδων κατευθείαν στην έδρα του, με όλους τους νόμιμους άμεσους και έμμεσους τρόπους”. Εκτός αυτού, ο ίδιος χαρακτήρισε άδικο για τους Έλληνες επιχειρηματίες μία τέτοια εξέλιξη, αφού οι ίδιοι “παρά το δυσμενές περιβάλλον, εξακολουθούν να επενδύουν ή επιθυμούν να επενδύσουν στη χώρα τους”. Με φόντο τα προαναφερθέντα, επεσήμανε πως, “θα πρέπει οι τράπεζες – μέσω και της δημιουργίας ενός ευέλικτου και λειτουργικού κανονιστικού πλαισίου - να αναδιαρθρώσουν, κατά περίπτωση, τα δάνεια των καθ’ όλα βιώσιμων επιχειρήσεων, με πιθανή είσοδο νέων κεφαλαίων από τον υφιστάμενο ιδιοκτήτη ή από στρατηγικούς επενδυτές, ώστε αυτές να εξυγιανθούν και να συνεχίσουν τη λειτουργία τους”.

Σχετικά με το δεύτερο ζήτημα που επηρεάζει σοβαρά την επιχειρηματικότητα, κατέστησε σαφές ότι αυτό συνδέεται με τη μη ύπαρξη ειδικού χωροταξικού σχεδίου για τον τουρισμό. “Θυμίζω ότι το πλέον πρόσφατο Ειδικό Χωροταξικό του Τουρισμού, που θεσμοθετήθηκε το 2013, ακυρώθηκε πέρυσι από το ΣτΕ για λόγους διαδικαστικούς. Έκτοτε, όμως, ουδέν νεότερο από το μέτωπο” τόνισε, λέγοντας ακόμη πως, αυτό αποτελεί τον “κύριο οδικό χάρτη που συνταιριάζει και εξειδικεύει τις χωροταξικές δυνατότητες και αντοχές της χώρας, την αειφορία και την προστασία του φυσικού μας περιβάλλοντος με τις επενδυτικές και επιχειρηματικές ανάγκες του τουριστικού προϊόντος”. (...)

Ρεαλιστικές λύσεις

Προτού ολοκληρώσει την ομιλία του, ο ίδιος επανέλαβε πως, αν και το 2015 “διαπιστώθηκε ότι ο τουρισμός κατάφερε να προσεγγίσει τους στόχους του (26 εκατ. αφίξεις και των 14,5 δισ. Ευρώ έσοδα), ωστόσο, υπό άλλες (ευνοϊκές) συνθήκες, τα αποτελέσματα θα ήταν πιο θετικά. Στηριζόμενος σε πρώτα στοιχεία για το τρέχον έτος, εξήγησε πως, αυτό “προδιαγράφεται εξίσου δύσκολο με το 2015, καθώς πέρα από τα εσωτερικά “μέτωπα” που παραμένουν ανοικτά, η εξέλιξή του θα καθοριστεί κυρίως από μία σειρά εξωγενών παραγόντων και εξελίξεων στην ευρύτερη γεωπολιτική “γειτονιά” μας”. Κλείνοντας το θέμα της τουριστικής ανάπτυξης, υπογράμμισε κατηγορηματικά πως, “ο ελληνικός τουρισμός, η ελληνική τουριστική επιχειρηματικότητα δεν ζητά “μαγικές λύσεις”, ούτε κάτι άλλο εξωπραγματικό. Ζητά έναν βατό αναπτυξιακό δρόμο, ένα σταθερό, για τουλάχιστον μία πενταετία, ρεαλιστικό φορολογικό πλαίσιο και ένα πιο φιλικό χρηματο-πιστωτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, στο οποίο θα μπορέσουν να κινηθούν οι τουριστικοί επιχειρηματίες, προκειμένου να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους, να διατηρήσουν στο ίδιο επίπεδο τη συνεισφορά τους στην απασχόληση και στις τοπικές οικονομίες και κοινωνίες και να βελτιώσουν τη θέση τους έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού, ο οποίος καλπάζει”.

Ετικέτες: