Εδώ ο κόσμος χάνεται και …

Εικόνα Τέτα Βαρλάμη

Ξύπνησα μ’ ένα χαμόγελο καρφωμένο στο αγουροξυπνημένο μούτρο μου, που είχε ακόμα τα σημάδια από το μαξιλάρι. Μόλις συνειδητοποίησα ότι χαμογελώ, τρόμαξα με τον εαυτό μου.

«Μάλλον θα έβλεπα αστείο όνειρο» σκέφτηκα, αλλιώς δεν εξηγείται! Εγώ όταν σηκώνομαι από το κρεβάτι, έχω επάνω μου όλη τη γρουσουζιά του κόσμου. Μέχρι να έρθει η ώρα που θα νιώσω την πρώτη γουλιά καφέ να γλιστράει στο λαρύγγι μου δεν μιλάω σε άνθρωπο. Και καλημέρα να μου πουν εγώ μουγγρίζω. Μια μουρτζουφλιά άλλο πράγμα. Πώς να εξηγήσω λοιπόν το χαμόγελο. Ακόμα δεν είχα κατεβάσει τα πόδια μου από το κρεβάτι και αυτή την πρωινή μου ευδιαθεσία ήρθε να συμπληρώσει μια αχτίδα ενός ανοιξιάτικου ήλιου, δίνοντας μου έναν τσαχπίνικο μπάτσο στο μάγουλο.

Κάτι συμβαίνει σήμερα! Όλα ωραία μου φαίνονται. «Σε καλό να μου βγει» μονολόγησα και άρχισα, σφυρίζοντας, να ετοιμάζω τον καφέ μου.

«Βρε τι κάθομαι και παιδεύομαι. Γιατί δεν πάω μέχρι την παραλία να πιω το καφεδάκι μου, να χαρώ και το ανοιξιάτικο πρωινό» είπα στον εαυτό μου και πριν προλάβω να καλοσκεφτώ ήμουν ήδη στο δρόμο.

Τι το ήθελα! Μόλις παίρνω τη στροφή και φτάνω στο Νεώριο βλέπω μπροστά μου ένα σύννεφο, ντουμάνι ολόκληρο, να σκεπάζει το ναυπηγείο και να θολώνει τον ορίζοντα.

Ένας τρελός νοτιάς να το σπρώχνει σε μήκος της παραλίας και εγώ να μην πιστεύω στα μάτια μου. Προχωρώντας είδα κάτι φίλους να πίνουν αμέριμνοι τον καφέ τους και με φώναξαν να καθίσω μαζί τους. «Το είδατε το σύννεφο της αμμοβολής ρε παιδιά;» τόλμησα να ρωτήσω. «Μα τι γινόταν στο καρναβάλι!» συνέχισαν την κουβέντα τους για την αποκριά, σαν να μη με άκουσαν. «Ως πότε θα εισπνέουμε τον καρκίνο;» επέμεινα εγώ. «Άκου τίτλο που βρήκανε! «Το νινί σέρνει καράβι», που το σκεφτήκανε!» είπε η θεούσα της παρέας. «Ρε εσείς έχετε παιδιά, δεν σας νοιάζει;» εκεί εγώ να προσπαθώ να πάρω μια απάντηση.

«Ναι ρε, μας νοιάζει και μας κόφτει» μου αντιγύρισε έτοιμος να αρπαχτεί ο πιο οξύθυμος απ’ όλους. «Τι θες να κάνουμε; Τόσα χρόνια με αυτό τον καρκίνο ζούμε, γιατί μας μάθανε να μη μιλάμε» είπε ανεβάζοντας ακόμα περισσότερο τον τόνο της φωνής του και όλοι, ακόμα και από τα διπλανά τραπέζια, σταμάτησαν απότομα να μιλάνε.

Η επόμενη φράση του, με τον τόνο του να χαμηλώνει απότομα, μου έριξε γροθιά στο στομάχι «Πάντα κάναμε ότι δεν καταλαβαίνουμε γιατί το ναυπηγείο έδινε δουλειά σε τόσο κόσμο. Πώς να μιλήσεις και τι να πεις; Αυτό μας ταΐζει και αν λείψει, σκέψου τι θα απογίνουν τόσες οικογένειες, ήταν αυτό που μας είχαν περάσει στο μυαλό, με την αμμοβολή να περνάει στα πνευμόνια μας. Κατάλαβες τώρα γιατί κάνουμε πως δεν σ’ ακούμε; Γιατί αν σ’ ακούσουμε θα πρέπει να ακούσουμε αυτό που όλοι θέλουμε να πούμε και κανένας δεν τολμάει. Γι’ αυτό προτιμάμε να μιλάμε για αυτές τις ανώδυνες σάχλες του καρναβαλιού, ακόμα και αν ήταν μια αηδία αυτό που στήθηκε. Γι’ αυτό» είπε και η φωνή του έσπασε σαν να πνίγηκε από έναν λυγμό. Κι εγώ ξεχνώντας ήλιους, ανοιξιάτικα πρωινά και χαμόγελα, κατέβασα το κεφάλι νιώθοντας ένα κόμπο στον λαιμό, χωρίς να ξέρω αν είναι από τον ίδιο λυγμό ή την αμμοβολή που μ’ έπνιγε.

Διαβάστε ακόμα