Θερμή η υποδοχή του κοινού στο 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σύρου

Ο αγαπημένος σινεφίλ θεσμός επέστρεψε

Θεματική ενότητα της πρώτης ημέρας «Ο Ανήθικος Αφηγητής»

Να ταξιδέψουμε στον χρόνο και σε κάθε άκρη της γης μέσα από πρόσφατες και παλαιότερες ταινίες που διατυπώνουν το ερώτημα «Είναι αλήθεια;» μας προσκαλεί φέτος το 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σύρου, η έναρξη του οποίου δόθηκε το βράδυ της Τρίτης στον κατάμεστο από κόσμο θερινό κινηματογράφο «Παλλάς», στην Ερμούπολη.

Ο Τζέικομπ Μο και η ομάδα του SIFF καλωσόρισαν το ένθερμο κοινό, έχοντας στο πλευρό την εκπρόσωπο του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης Μαρίζα Αγγελοπούλου, καθώς και την κ. Κατερίνα Τριανταφύλλου, εκ μέρους του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, που αποτελεί Αποκλειστικό Δωρητή του Φεστιβάλ.

Στον χαιρετισμό της, η κ. Τριανταφύλλου σημείωσε πως η στήριξη και η ανάδειξη των Τεχνών και του Πολιτισμού αποτελεί βασικό πυλώνα της κοινωφελούς δράσης του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ιδιαίτερα δε όταν αυτές γίνονται το όχημα για τη δημιουργία ευκαιριών για τους νέους και την ενθάρρυνση της διαρκούς εξέλιξής τους.

Η συνεργασία του Ιδρύματος με το SIFF ξεκίνησε το 2013 και σήμερα, πέντε χρόνια αργότερα, το Φεστιβάλ έχει γίνει πια θεσμός, αναδεικνύοντας νέους καλλιτέχνες, προσφέροντας μοναδικές κινηματογραφικές αφηγήσεις, οργανώνοντας ειδικά εργαστήρια για νέους και συνδυάζοντας τη μεγάλη οθόνη με άλλες μορφές δημιουργίας σε ξεχωριστές τοποθεσίες της Σύρου, αναμειγνύοντας το τοπικό με το διεθνές.

Με τη σειρά της, η κ. Αγγελοπούλου, αφού συνεχάρη τους διοργανωτές του φεστιβάλ, τόνισε ότι, ο Δήμος στήριξε και στηρίζει ένα διεθνές κινηματογραφικό δρώμενο με κέντρο την Σύρο που είναι θεσμός πια και γνωστό σε όλη την χώρα. «Θυμάμαι πριν από πολλά χρόνια μια νεαρή φοιτήτρια την Κασσάνδρα Σελεστίν που ζει τα καλοκαίρια της από νήπιο  στη Σύρο μας, να οραματίζεται αυτό το φεστιβάλ. Πέτυχε να εμπνεύσει και σήμερα μια ολόκληρη ομάδα πραγματοποιεί ένα από τα σημαντικότερα φεστιβάλ της χώρας».

«Είναι αλήθεια;»

Ο κινηματογράφος συχνά εξαίρεται για τη μοναδική του δύναμη να «κρατά έναν καθρέφτη στραμμένο στην πραγματικότητα», βοηθώντας μας να δούμε τον κόσμο και τον εαυτό μας.

Άραγε αντικατοπτρίζει απλώς ό,τι βρίσκεται ήδη εκεί; Ή ίσως εστιάζει την προσοχή μας στην υπόγεια αλήθεια πως, η πραγματικότητα είναι κάθε άλλο παρά «δεδομένη» και πάντα διακυβεύεται; Αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στην εικόνα, στον ήχο και στον χρόνο, παραμέτρους που βιώνουμε ταυτοχρόνως, δεν είναι μια κοινή περίσταση σαν κι αυτή όπου κοιταζόμαστε στον καθρέφτη του μπάνιου. Ο κινηματογράφος είναι πολλά περισσότερα από την επανάληψη της πραγματικότητας, μπορεί να αμφισβητήσει το ίδιο το οικοδόμημα που μας επιτρέπει να αποκαλούμε κάτι πραγματικό.

Το πρόγραμμα της φετινής διοργάνωσης εξετάζει το ερώτημα «Είναι αλήθεια;».  Οι ταινίες δίνουν διάφορες απαντήσεις, είτε μιλάμε για κλασικά δείγματα του σινεμά ντιρέκτ και τις ταινίες που παίζουν με την κατασκευή «πραγματικών» τόπων, είτε μιλάμε για πράξεις χειραγώγησης της ιστορίας και της μνήμης ή ζωντανές, επιτελεστικές παρεμβάσεις πάνω στην ίδια τη λωρίδα του φιλμ, ή το ψηφιακό αρχείο. Καθώς εκτυλίσσεται το φεστιβάλ, το πρόγραμμα της κάθε ημέρας μας περιηγεί στις θεματικές της διασπασμένης, της διττής και της επινοημένης πραγματικότητας, οι οποίες μας οδηγούν ξανά σ’ ένα κοινό θέμα: στη δυνατότητα του σινεμά να προσδιορίζει το «πραγματικό» ως ερώτημα και όχι ως τετριμμένο γεγονός.

Καθώς βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτή η επιλογή πρόσφατων και παλαιότερων ταινιών διατυπώνει το ερώτημα «Είναι αλήθεια;», βρίσκουμε μια εναλλακτική απάντηση για τη θέση του κινηματογράφου. Οι ιστορίες που παρακολουθούμε μπορούν να αναπαραστήσουν τη ζωή όπως τη ξέρουμε, αλλά μπορούν ταυτόχρονα να διαλύσουν κάθε προσωρινή αφηγηματική δομή και να ανατρέψουν την αντίληψή μας για την αλήθεια. Το πιο απίστευτο γνώρισμα του κινηματογράφου είναι η δυνατότητά του να διαμεσολαβεί ανάμεσα σε αυτές τις μεταβλητές – την αλήθεια, το νήμα, την ύπαρξη- για να δημιουργεί κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον από την πραγματικότητα.

Η θεματική ενότητα της πρώτης ημέρας ήταν «Ο Ανήθικος Αφηγητής». Όσο κι αν δεν θέλουμε να το πιστέψουμε, οι ταινίες λένε ψέματα. Ή μάλλον, οι ταινίες υπάρχουν χάρη στα ψέματα και στην ευπείθεια των κορόιδων που προτίθενται να τα καταπιούν. Μια σειρά ταινιών που αντλούν τη θεματική τους από αυτό το πλέγμα ανειλικρίνειας, που στηρίζει τον κινηματογράφο, όπου αυτό που μας λένε δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με αυτό που βλέπουμε.

«Παμοραμίκ»: 3 λόγοι για το φετινό πρόγραμμα

Αν τα ζωγραφικά πανοράματα του 19ου αιώνα διακοσμούσαν τους τοίχους των μεγάρων των ευγενών της Δύσης με εξωτικά τοπία και μεγαλοπρεπείς όψεις των μητροπόλεων, λειτουργώντας παράλληλα ως υπενθύμιση της κοινωνικής θέσης τους και της εξουσίας του παντεπόπτη, τα πρώτα κινηματογραφικά πανοράματα ξεκίνησαν να εμφανίζονται με την ίδια διάθεση εξερεύνησης, αλλά και εκμετάλλευσης. Οδηγώντας την κάμερα από τη θάλασσα στην ενδοχώρα και χρησιμοποιώντας την για να συλλάβουν μια γενική, αναγνωριστική εικόνα μιας νέας επικράτειας, οι πρώτοι χειριστές της κινηματογραφικής σκευής ξεκίνησαν να αλλάζουν τη θέση του φακού, βρίσκοντας την «πραγματικότητα» στην κίνηση. Αυτές οι δημοφιλείς ζωγραφικές εικονογραφήσεις εξελίχθηκαν στο λεγόμενο «πανοραμικό πλάνο», σηματοδοτώντας μιας νέα σημαντική αλλαγή: αυτός που βλέπει δεν είναι πια σταθερός, αλλά εξοικειώνεται με μια διευρυμένη θέα που δοκιμάζει τα όρια του βλέμματος.

Οι εισαγωγικοί λόγοι της φετινής διοργάνωσης επενδύθηκαν οπτικά από τρεις μικρού μήκους ταινίες από τη συλλογή του πρώιμου κινηματογράφου του EYE Filmmuseum του Άμστερνταμ: τρία πανοράματα τόπων δίπλα στη θάλασσα και πέρα από αυτήν (ανάμεσά τους και ένα πανόραμα του Πειραιά), που προέκτειναν τη γραμμή του ορίζοντα πέρα από το κινηματογραφικό κάδρο και μέχρι το Αιγαίο, έφεραν το λιμάνι του Ρότερνταμ ακριβώς δίπλα στο λιμάνι της Σύρου και αιχμαλώτισαν την παράδοξη απεραντοσύνη της Κασπίας, της μεγαλύτερης εσωτερικής θάλασσας. Τρεις ταινίες που άνοιξαν σαν ουβερτούρα το φετινό πρόγραμμα του SIFF, αφήνοντας να εννοηθεί πως η πραγματικότητα της κινηματογραφικής επικράτειας θα παραμείνει φευγαλέα και αποσπασματική, αλλά δεν θα ξαναϊδωθεί ποτέ από απόσταση ασφαλείας.

Ενδοσκόπηση στον πρώιμο κινηματογράφο

Αμέσως μετά, προβλήθηκε η ταινία «Αλήθειες και ψέματα» του Όρσον Γουέλς (1973) και ακολούθησε η νέα περφόρμανς των Γιούργκεν Ρέμπλε και Τόμας Κένερ στην Πλατεία Μιαούλη, μια οπτική ενδοσκόπηση στις απαρχές της κινούμενης εικόνας (από τα ζωοτρόπια του 19ου αιώνα και στο εξής) και στα πρώιμα χρόνια μετά την εφεύρεση του κινηματογράφου. 

Οι εικόνες είναι χημειογράμματα σε φιλμ 16 χιλιοστών, το οποίο ο Ρέμπλε επεξεργάζεται με το χέρι και τοποθετεί στο φωτεινό τραπέζι για να το επαλείψει με χημικά που αλληλεπιδρούν με τον άργυρο ή να πειραματιστεί με άλλες βαφές. Έτσι, κάθε καρέ αποκτά μια υφή που θυμίζει ζωγραφικό πίνακα και δίνει την εντύπωση πως βρισκόταν κρυμμένο ή θαμμένο για πολύ καιρό.