Της Μαρίας Ρώτα

Η καταστροφή της Σμύρνης

Μια συγκλονιστική αφήγηση της Αμφιλύκης Χατζημάρκου
  • Πέμπτη, 4 Οκτωβρίου, 2018 - 06:22

Μέσα από τη συγκλονιστική αφήγηση μιας νεαρής τότε Σμυρνιάς, αναβιώνει η πιο σκοτεινή σελίδα του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, 96 χρόνια μετά τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης, τον Σεπτέμβριο του 1922.

Η νεαρή Αμφιλύκη έγραψε: «Οι γονείς μου κατοικούσαν στην Σμύρνη και ωνομάζοντο Ανδρομάχη και Κωνσταντίνος Χατζημάρκου. Ο πατέρας μου είχε ξενοδοχείο ύπνου, καφενείο και ηλεκτροκίνητο καφετριβείο «η Μόκα» στην προκυμαία της Σμύρνης.

Γεννήθηκα στη Σμύρνη, στο ξενοδοχείο μας, στες 15 Μαρτίου του 1909. Επειδή οι αδελφές μου μεγάλωσαν και δεν ήθελε ο πατέρας μου να ζούμε στο ξενοδοχείο, κατοικήσαμε σ’ άλλο προάστιο, το Κιός Τεπέ. Το σπίτι μας ήταν μια ωραία έπαυλης σ’ ένα ύψωμα, από όπου εφαίνετο ωραία η κίνησις του κόλπου… Η ζωή μας κυλούσε ήρεμη και ανέφελη, την ευτυχία μας δε, τη μεγάλωσε ο Ελληνικός στρατός, που κατέλαβε τη Σμύρνη. Θυμούμαι μάλιστα με τι λαχτάρα στες 2 Μαΐου 1919 τους υποδεχθήκαμε στο σπίτι μας, τον χορό που έδωσε ο πατέρας μου στον 1ο λόχο των ευζώνων, που ήλθε στο χωριό καθώς και τον Εθνικόν Ύμνον που για πρώτη φορά έπαιζα στο πιάνο με την αδελφούλα μου. Έτσι πέρασαν τρία χρόνια γεμάτα χαρά και ευτυχία, που βλέπαμε τη Σμύρνη μας γαλανόλευκη. Η ευτυχία μας όμως δεν βάσταξε πολύ και μια μέρα του 1922, στις 14 Αυγούστου, μάθαμε την οπισθοχώρηση του Ελληνικού στρατού. Στην αρχή μας φάνηκε απίστευτο, γιατί ο εγωισμός μας δεν μας άφηνε να το πιστέψωμε. Και όμως ένα Σάββατο….ακούστηκε ο φοβερός ερχομός των Τούρκων….»

Η Αμφιλύκη Χατζημάρκου, ήταν ένα κορίτσι που μεγάλωσε στη Σμύρνη ανέμελα και με σχετική οικονομική άνεση μέχρι την καταστροφή της πόλης τον Σεπτέμβριο του 1922. Τα κείμενά της περιγράφουν τις πιο μαύρες σελίδες της Ελληνικής ιστορίας, τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης, που σφράγισε επί της ουσίας το θάνατο του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Μικρασιατική καταστροφή για τους Έλληνες, Αγώνας Ανεξαρτησίας για τους Τούρκους.

Το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 1923 ο τουρκικός στρατός, ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ και οι δικοί του, μπήκαν στη Σμύρνη. Επτά μέρες πριν είχε αποχωρίσει και το τελευταίο ελληνικό τμήμα από τη Μικρά Ασία με το μέτωπο να έχει καταρρεύσει από τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου. Η ήττα του Ελληνικού στρατού και η κατάληψη της πόλης από τους κεμαλικούς βρήκε την οικογένεια της Αμφιλύκης απροετοίμαστη. Αναζήτησαν ασφάλεια στο ξενοδοχείο της Προκυμαίας και κατάφεραν να σωθούν με τη βοήθεια ενός άλλου ξενοδόχου (αν και μουσουλμάνου) του Ναϊμ Μούλαβιτς, ιδιοκτήτη των ξενοδοχείων «Σμύρνα Παλλάς» και «Σπλέντιτ Παλλάς». Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι αντάλλασσαν εξυπηρετήσεις και προστασία κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Υπήρχαν μερικοί άνθρωποι (λίγοι βέβαια) που αν και Οθωμανοί φρόντιζαν να βοηθούν ανθρώπους (μη Οθωμανούς) να αποφεύγουν τη βιαιότητα των άτακτων ενόπλων ομάδων.

Τον Αύγουστο όμως και τον Σεπτέμβριο του 1922 αυτές οι ομάδες ανθρώπων που φρόντιζαν να ασφαλίσουν στην αρχή όσους Χριστιανούς προσπαθούσαν να σωθούν, αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Ο κίνδυνος πλησίαζε.

Φωτιά, μαχαίρι και θάλασσα

Η Αμφιλύκη Χατζημάρκου αναφέρει στα γραπτά της κείμενα: «Την Τετάρτη το βράδυ έρχεται ο Τούρκος ξενοδόχος και μας λέγει: Όποιος μπορέσει ας σωθεί, η Σμύρνη καίεται. Βγήκαμε όλοι έξω και βλέπομε τη Σμύρνη να καίεται από τέσσερα μέρη και όλος ο κόσμος να φωνάζει και να μη ξεύρη που πηγαίνει. Ο πατέρας μου βλέποντας το κακό που γινότανε έξω, αποφάσισε να καούμε εκεί για να μη πέσωμε στα χέρια των θηρίων αυτών. Η απόφασίς του ήτο σταθερά. Η μητέρα μου κ’ εμείς με κλάματα τον παρακαλούσαμε να φύγωμε. Τόσο τραγικό το σύμπλεγμα αυτό φάνηκε στον Τούρκο ξενοδόχο που ήρθε και είπε στην μητέρα μας: «Έλα πάρε τα παιδιά σου και να σωθούνε όλοι μαζί. Έχω ατμάκατο» Μια αχτίνα χαράς μας παρηγόρησε ακούγοντας τα λόγια του Τούρκου. Και αφού μας έδωσαν από το ξενοδοχείο σκεπάσματα οθωμανικά, μαζί με τη μητέρα και την αδελφή του ξενοδόχου, μας παρέλαβαν μερικοί οπλισμένοι Τούρκοι και μας πήγαν στην ατμάκατο.

Προχωρήσαμε λίγο και ύστερα από πολλά εμπόδια, γιατί τα πτώματα των πνιγμένων χτυπούσαν δεξιά και αριστερά στην ατμάκατο, σταθήκαμε στο μέσον του κόλπου. Μπροστά στα μάτια μας είχαμε το τραγικό θέαμα, που μας παρουσιάζει φωτιά, μαχαίρι και θάλασσα.

«Σ’ όλη μου τη ζωή δε θα ξεχάσω την τραγική αυτή νύχτα». Η μεγάλη πυρκαγιά εκδηλώθηκε στις 13 και διήρκησε έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922 όπως γράφουν τα κείμενα. Στην αφήγηση της η Αμφιλύκη περιγράφει ημερομηνίες που ίσως δεν είναι σωστές λόγω θλίψης γιατί καθώς η οικογένεια προσπαθούσε να διαφύγει, ο πατέρας συνελήφθη… και γράφει: «Στες 4 το πρωί της 1ης Σεπτεμβρίου φθάσαμε στο Κορδελιό, προάστιο της Σμύρνης. Οι Τούρκοι για να δείχνουν δυσκολίες στους Χριστιανούς, ζητούσαν διάφορα πιστοποιητικά. Ο πατέρας κατόρθωσε με τη βοήθεια ενός δικηγόρου, Τούρκου να κάνει ένα τέτοιο πιστοποιητικό, που έπρεπε να επικυρωθεί από την Τουρκική κυβέρνηση και γι’ αυτό πήγε στο Διοικητήριο. Αλλά δυστυχώς εκεί κρατήθηκε από τους Τούρκους. Ήταν Σάββατο στες 15 Σεπτεμβρίου του 1922, η πιο δυστυχισμένη μέρα της ζωής μου. Αφού άδικα γυρέψαμε να τον σώσωμε και δεν μπορέσαμε, στες 15 Σεπτεμβρίου το πρωί φύγαμε αφήνοντας πίσω μας τον καλό μας πατέρα, περιουσία, σπίτι και την πατρίδα μας, με ένα επίτακτο Αμερικανικό που ήλθε να μας σώσει». Πιθανόν η Αμφιλύκη αναφέρεται στο Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου, τελευταία μέρα που επιτρέπονταν η ελεύθερη αποχώρηση του χριστιανικού πληθυσμού από τον Τουρκικό στρατό. Η οικογένεια εξάντλησε άδικα κάθε περιθώριο για την σωτηρία του πατέρα….Ο ξεριζωμός ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού έφτανε τις 250.000. Οι μαρτυρίες και τα γραπτά κείμενα για όσα συνέβησαν στην πόλη πριν την πλήρη εκκένωση της είναι ανατριχιαστικές. Οι Ευρωπαίοι μάρτυρες διέκριναν ακέφαλα βρέφη στους δρόμους των συνοικιών. Ολόκληρες οικογένειες εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Υπάρχουν πολλά γραπτά κείμενα που αποτυπώνουν αυτή την τραγική ιστορία.

Μαρία Ρώτα.

Ετικέτες: 

Διαβάστε ακόμα