Συνέντευξη με τον δημιουργό του συστήματος παρακολούθησης, διαχείρισης, προστασίας και προβολής των Ιστορικών Κτηρίων «HERMeS», Παύλο Χατζηγρηγορίου

«Η φυσιογνωμία της Ερμούπολης είναι δυνατή και ζωντανή»

Ο μεγάλος αριθμός κτισμάτων της Ερμούπολης με σημαντικά προβλήματα παθολογίας, που καθιστούν επιτακτική την ανάγκη άρσης της επικινδυνότητάς τους, ήρθε για πρώτη φορά στο φως, πριν από πολλά χρόνια, μέσα από το καινοτόμο σύστημα ψηφιακής διαχείρισης ιστορικών κτηρίων της πρωτεύουσας των Κυκλάδων με το όνομα «HERMeS».

Η -βραβευμένη από τη Europa Nostra- μεθοδολογία που αναπτύχθηκε από τον μεταδιδακτορικό Ερευνητή της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αιγαίου και νυν προέδρου του Ινστιτούτου Σύρου, Παύλο Χατζηγρηγορίου συνέβαλε σημαντικά στην ευρεία ανάδειξη του προβλήματος, ανάβοντας τη «σπίθα» στους αρμόδιους φορείς του νησιού για τη διάσωση του αρχιτεκτονικού πλούτου του.

Σε συνέντευξη στην «Κοινή Γνώμη», ο κ. Χατζηγρηγορίου αναφέρεται στις γενναίες προσπάθειες που πρέπει να γίνουν τόσο για τη συντήρηση και αποκατάσταση των ετοιμόρροπων κτιρίων, όσο και για τη διατήρηση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της Ερμούπολης.

Το σύστημα HERMeS υπήρξε η πρώτη στεντόρεια φωνή που επίστησε την προσοχή σχετικά με τον μεγάλο αριθμό των ιστορικών κτιρίων της Ερμούπολης. Σε ποιο βαθμό εισακούστηκε αυτή η φωνή στο πέρασμα των ετών και ποιες ενέργειες έγιναν για τη διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της;

«Πράγματι, η μεθοδολογία καταγραφής HERMeS ξεκίνησε με αφορμή την κατάρρευση ενός νεοκλασικού στην οδό Ανδρέα Κάργα, το 2002. Αν και η αρχή έγινε με στόχο την τεκμηρίωση για τα επικίνδυνα κτήρια, η καταγραφή συστηματοποιήθηκε με τη βοήθεια του ΕΜΠ και δέκα συναδέλφων μηχανικών στην Ερμούπολη. Ολοκληρώθηκε το 2008 με περισσότερα από 1.200 κτήρια στην ψηφιακή βάση HERMeS. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά, καθώς από τη μία ο αριθμός επικίνδυνων κτηρίων ήταν μεγαλύτερος από αυτόν που είχαμε προβλέψει και από την άλλη τα νεοκλασικά που κατάφεραν να επιβιώσουν μέχρι σήμερα ήταν σχεδόν διπλάσια από αυτά που γνωρίζαμε μέχρι τότε. Τα νούμερα αυτά βοήθησαν για να ξεκινήσει η δημοτική αρχή μια περισσότερο συντονισμένη προσπάθεια άρσης επικινδυνότητας. Η καταγραφή “HERMeS” αποτέλεσε πηγή έμπνευσης μέχρι και σήμερα για να δημιουργηθούν πολλές παράλληλες προσπάθειες για τη διάσωση των κτηρίων αυτών, ενώ βοήθησε να γίνει γνωστό το μέγεθος του προβλήματος στην κεντρική διοίκηση της χώρας, μέσα από τα ΜΜΕ».

Μία πόλη περιβαλλομένη από κτίρια ετοιμόρροπα, αφημένα στη φθορά του χρόνου δημιουργεί την εντύπωση μιας πόλης γερασμένης που η ανάκτηση της χαμένης αίγλης της φαντάζει άπιαστο όνειρο. Η πρωτεύουσα των Κυκλάδων διατρέχει αυτό τον κίνδυνο;

«Ο κίνδυνος που αναφέρεστε αφορά στη «φυσιογνωμία» της Ερμούπολης, δηλαδή στον χαρακτήρα της και στην εικόνα της. Οφείλω να τονίσω σε αυτό το σημείο ότι η Ερμούπολη και η αίγλη της δεν κινδυνεύουν από την εγκατάλειψη των κτηρίων, αλλά από την εγκατάλειψη των ανθρώπων. Αν θέλουμε να την κρατήσουμε ζωντανή, θα πρέπει να φροντίσουμε να υπάρχουν συνθήκες ελκυστικές και ικανές να προσελκύσουν νέους κατοίκους για να μείνουν, να εργαστούν και να ζήσουν σε ένα βιώσιμο ανθρωπογενές και φυσικό περιβάλλον. Να φροντίσουμε με γνώμονα όχι μόνο το παρόν αλλά και το μέλλον, ώστε τα παιδιά μας και οι νέοι να αγαπήσουν τον τόπο τους και να θέλουν να  ζήσουν στο νησί. Για αυτό τα τελευταία χρόνια η HERMeS και το Ινστιτούτο Σύρου προσπαθούν εντατικά με δράσεις που απευθύνονται σε παιδιά και νέους (σχολεία και πανεπιστήμιο) να βοηθήσουν να δημιουργηθεί μία γενιά ευαισθητοποιημένων πολιτών που θα έχουν διαφορετική σχέση με την πόλη τους. Όλη η Ευρώπη αντιμετωπίζει παρόμοιο πρόβλημα γερασμένων κτηρίων. Η πρόκληση είναι να μετατρέψεις το πρόβλημα σε ευκαιρία με στόχο να αποκτήσεις ρίζες και δεσμούς με τον τόπο σου. Να χρησιμοποιήσεις το βαρύ φορτίο της «χαμένης αίγλης»  ως επιχείρημα επανεκκίνησης, δράσης, έμπνευσης και δημιουργίας σύγχρονου πολιτισμού. ΄Ας αναρωτηθούμε γιατί η Ερμούπολη είναι ξεκάθαρα μέχρι και σήμερα τόπος γέννησης πολιτισμού με δεκάδες φεστιβάλ και δράσεις; Διότι πέρα από τις αντίξοες συνθήκες, η φυσιογνωμία της Ερμούπολης είναι δυνατή, ζωντανή και συνεχίζει να εμπνέει δημιουργικά ντόπιους και επισκέπτες».

Η πρόσφατη κατάρρευση δημοτικού ακινήτου επί της οδού Γεωργίου Σουρή επανέφερε στον αφρό την επιτακτική ανάγκη για άμεσες παρεμβάσεις στα διατηρητέα κτίρια του νησιού. Υπήρξαν προειδοποιήσεις γι’ αυτή τη δυσάρεστη εξέλιξη;

«Κατάρρευση κτηρίων είχαμε και στο παρελθόν. Ήταν όμως η πρώτη φορά που έγινε κατάρρευση ολόκληρης όψης ορόφου στο κέντρο της πόλης, μάλιστα σε σημείο που ήμασταν τυχεροί που δεν θρηνήσαμε θύματα. Οι υπηρεσίες θα εξετάσουν τις αιτίες κατάρρευσης και θα δουν αν υπήρχαν σημάδια. Η πρόκληση στην Ερμούπολη είναι ότι έχοντας πάνω από 130 κτήρια με προβλήματα παθολογίας, η πτώση ακόμη και ενός κομματιού μαρμάρινου εξώστη (βλ. 2012 κέντρο Ερμούπολης) μπορεί να αποβεί εξίσου μοιραία με την κατάρρευση ενός ολόκληρου κτηρίου. Ο μόνος τρόπος να το διαχειριστούμε είναι να υπάρχει ένας σχεδιασμός προτεραιοτήτων με στόχο την επέμβαση από τους ιδιοκτήτες, σε συντονισμό με τον Δήμο. Το νομικό πλαίσιο οφείλει να αναβαθμιστεί για να βοηθήσει ώστε αυτές οι επεμβάσεις να είναι πιο άμεσες, ειδικά στις περιπτώσεις που ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί (οικονομικά) να ανταπεξέλθει. Πρόσφατα υπήρξαν δημοσιεύματα για το νέο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας με το οποίο αλλάζει ριζικά το νομοθετικό πλαίσιο άρσης επικινδυνότητας κτηρίων, δίνοντας τη δυνατότητα σε ιδιωτικά χρηματοδοτικά σχήματα να αναλαμβάνουν την αποκατάσταση και εκμετάλλευση των κτηρίων αυτών για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η κίνηση αυτή είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και αναμένουμε να δούμε πως (και πότε) θα δημοσιευτεί».

Μέσα από το Ινστιτούτο Σύρου έχετε καταγράψει κι άλλα επικίνδυνα κτίρια;

«Το Ινστιτούτο Σύρου δεν συνεχίζει με νέες καταγραφές στα επικίνδυνα κτήρια, καθώς έχει στραφεί περισσότερο στην έρευνα για την παρακολούθηση της παθολογίας και αποφυγής ψαθυρών (απότομων/απροειδοποίητων) καταρρεύσεων, καθώς και στην προσπάθεια ένταξης της Ερμούπολης και της Άνω Σύρου στην UNESCO. Ως φορέας εθελοντισμού στην πολιτιστική κληρονομιά, έχει μειωμένους πόρους και δυνατότητες να εργάζεται σε πολλά πεδία. Με την πρόσφατη ένταξή του στο Πράσινο Ταμείο με το έργο “HERitage MONitoring (HERMON)” το Ινστιτούτο στοχεύει να εγκαταστήσει ένα δίκτυο αισθητήρων σε δέκα κτήρια για να γνωρίζει κάθε μεταβολή (κλίση, κρούση, υγρασία κ.α.) που συμβαίνει σε αυτά. Δυστυχώς ένα από τα κτήρια που σκοπεύαμε να εγκαταστήσουμε αισθητήρες ήταν και αυτό που κατάρρευσε στην οδό Σουρή. Αν και το έργο είναι ερευνητικό και πρωτοποριακό για την Ελλάδα, αξίζει να σημειωθεί ότι παρόμοια δίκτυα αισθητήρων έχουν εγκατασταθεί σε δεκάδες μνημεία στην Ευρώπη, ως μία προληπτική λύση στο πρόβλημα της φθοράς. Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται μια εντονότερη παθολογία όχι μόνο στα επικίνδυνα κτήρια αλλά γενικότερα στα ιστορικά μνημεία. Σε παγκόσμιο επίπεδο εξελίσσονται πολλές έρευνες στο θέμα της επιρροής της κλιματικής αλλαγής στα κτήρια αυτά καθώς υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι έντονες βροχοπτώσεις και η μεγάλη περίοδος ξηρασίας επιταχύνει το μηχανισμό φθοράς των μνημείων. Πιστεύω ότι η έρευνα και η τεχνολογική εξέλιξη θα μας βοηθήσει πολύ στον αγώνα να διατηρηθεί η πολιτιστική κληρονομιά και στην Ερμούπολη».

Η εξεύρεση πόρων για τη συντήρηση και αποκατάσταση των κτιρίων αποτελεί διαχρονικά ένα μεγάλο «αγκάθι». Σήμερα υπάρχουν χρηματοδοτικά εργαλεία τα οποία μπορούν να βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση;

«Στο πολύπλοκο και πολυπαραγοντικό πρόβλημα της διατήρησης ενός κτηριακού αποθέματος τόσο μεγάλου όσο της Ερμούπολης, η χρηματοδότηση όχι μόνο της άρσης επικινδυνότητας των κτηρίων αλλά ακόμη και των επισκευών και συντηρήσεων όλων των κτηρίων, είναι ζητούμενο εδώ και πολλά χρόνια. Οι ιδιοκτήτες διατηρητέων ή αξιόλογων ιστορικών κτηρίων πρέπει να βοηθηθούν στο δύσκολο έργο της συντήρησής τους, ενώ όσοι έχουν ετοιμόρροπα κτήρια θα πρέπει να μπορούν ευκολότερα να λαμβάνουν μέτρα υποστήριξης και άρσης της επικινδυνότητας. Ως Ινστιτούτο Σύρου είχαμε προτείνει το πρόγραμμα “Διατηρώ” ως ένα εργαλείο συγχρηματοδότησης επεμβάσεων στα κτήρια αυτά. Με μεγάλη μας χαρά είδαμε ότι το πρόγραμμα έχει πλέον ενταχθεί στην ατζέντα της κυβέρνησης και εξετάζει τον τρόπο υλοποίησής του. Εμείς παρακολουθούμε από κοντά αυτή την προσπάθεια των στελεχών του ΥΠΕΝ, η οποία όμως είναι ιδιαίτερα απαιτητική και πολύπλοκη καθώς γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα».

Σε ποιο βαθμό θα μπορούσε να ξεπεραστεί το πρόβλημα εάν «ανοίξει ο δρόμος» για την ουσιαστική διάσωση του αρχιτεκτονικού πλούτου της Σύρου;

«Η Ερμούπολη -όπως αποδεικνύει η βιβλιογραφία περί ιστορικών κτηρίων- θα συνεχίσει να απειλείται πάντα από δύο παράγοντες: από τον χρόνο που περνάει και τους ιδιοκτήτες των κτηρίων. Ο χρόνος δεν θα σταματήσει να προκαλεί φθορά ακόμη και στα πρόσφατα αποκαταστημένα κτήρια, ενώ οι ιδιοκτήτες εξαιτίας της έλλειψης χρημάτων, της αναζήτησης μεγαλύτερου κέρδους, της έλλειψης γνώσης στην αποκατάσταση, αλλά και (πολλές φορές) της αδιαφορίας τους, θα συνεχίσουν να αφήνουν τα κτήρια σε κατάσταση κατάρρευσης. Κάθε χρόνο κάποια κτήρια στην Ερμούπολη θα αποκτούν περισσότερες φθορές ενώ κάποια άλλα θα επισκευάζονται ή θα διασώζονται από βέβαιη κατάρρευση. Το ζητούμενο δεν είναι η επίλυση του προβλήματος αλλά η σωστή διαχείρισή του, ελπίζοντας ότι τα κτήρια που θα σώζονται θα είναι περισσότερα από αυτά που θα εγκαταλείπονται. Όλα τα εργαλεία που ανέφερα (χρηματοδοτικά, νομικού πλαισίου, τεχνολογικά, ερευνητικά, παιδείας και επιμόρφωσης) μπορούν συνδυαστικά να βοηθήσουν ώστε να ξεπεραστεί ο κίνδυνος αλλοίωσης της φυσιογνωμίας της Ερμούπολης. Όμως ας έχουμε υπόψη μας ότι ο αγώνας αυτός δεν είναι ‘ταχύτητας’, αλλά ‘μαραθώνιος’'. Μάλιστα, ο αγώνας ξεκινάει από το σημαντικότερο στοιχείο του ‘προβλήματος’ που δεν είναι άλλο από εμάς τους κατοίκους, και μάλιστα από τις μικρές ηλικίες στις οποίες πρέπει να επενδύσουμε αν θέλουμε να δούμε αυτή την πόλη να συνεχίσει να εξελίσσεται διατηρώντας τη φυσιογνωμία της».