Αρχίζει το ματς!

Μπήκαμε εν τέλει στην περίοδο, που τα αίματα ανάβουν, βράζουν, τα μαχαίρια αρχίζουν να βγαίνουν δειλά-δειλά από τα θηκάρια τους και να παίρνουν την φυσική τους θέση, κρυμμένα πίσω από την πλάτη, την ώρα, που στην όψη, πλατιά χαμόγελα ξεγελούν τους φωτογραφικούς φακούς.

Οι κόρες των οφθαλμών διαστέλλονται, οι γροθιές σφίγγουν, τα πόδια στυλώνονται σταθερά στο έδαφος και λαμβάνονται οι θέσεις μάχης.

Ποια μάχη, θα ρωτήσει ο αναγνώστης, εύλογα. Η μάχη αυτή, για τους δεινούς πολιτικούς «παίκτες» δίνεται, είτε κάτω από τραπέζια, είτε πίσω από επτασφράγιστες πόρτες, ενώ για τους λιγότερο δεινούς έως ανίκανους, οι «εχθροί» βρίσκονται παντού και επιλέγουν, βλακωδώς, να τους προκαλέσουν σε μονομαχία δημοσίως. Η μάχη αυτή αποτελεί προπαρασκευαστική μάχη, για την «μητέρα των μαχών», που έπεται, ήτοι τη μάχη της καρέκλας.

Υποψήφιοι διεκδικητές; Πολλοί. Ικανοί διεκδικητές; Ελάχιστοι. Φαβορί για την πρωτιά; Οι ανικανότεροι, των ανικανοτέρων. Κανόνες; Δεν υπάρχουν κανόνες. Και οι προκριματικοί ξεκινούν από τώρα.

Πλέον, εισερχόμαστε σε αυτή την εποχή της πενταετίας, που αρχίζουν να διαφαίνονται οι «συμμαχίες», οι οποίες βέβαια θα κομματιαστούν επίσης, αν σταματήσουν να εξυπηρετούν, ξεπροβάλουν οι πρώτες κοκορομαχίες, η ανάδειξη των wannabe «επαναστατών», αλλά και των περιπτώσεων, τύπου Δον Κιχώτη.

Χωρίς να έχει ηχήσει καμία σφυρίχτρα, το «ματς» ξεκινά σιγά-σιγά, υπογείως, ύπουλα, μυστικά, σχεδόν αθόρυβα.

Η δυστυχής πτυχή όλων αυτών των διεργασιών, στο «καζάνι», που τώρα βγάζει τις πρώτες φουσκάλες, μετά την ολοκληρωτικά αθόρυβη διαδικασία ζύμωσης των υλικών, είναι, πως όλο αυτό το «παιχνίδι», παίζεται στις πλάτες των πολιτών. Στις πλάτες, όσων περιμένουν από τους αιρετούς αυτής της μικρής κοινότητας, να μεριμνήσουν για τις ανάγκες τους, να διεκδικήσουν το καλύτερο για τον τόπο τους, να ενεργούν άμεσα και με γνώμονα το συμφέρον των πολλών – κάτι, που φυσικά, δεν ισχύει σε πολύ μεγάλο βαθμό, ούτε τις «ήρεμες» εποχές, πόσω μάλλον τώρα.

Πλέον, όμως, τα «αρπακτικά» αντιλαμβάνονται το κάθε τι, μικρό ή μεγάλο ζήτημα για τον τόπο, ως ευκαιρία ανάδειξης της πολιτικής τους περσόνας και αυτοπροβολής, με αποτέλεσμα, κάθε ενέργειά τους να εκπορεύεται από έναν διακαή πόθο κάρπωσης όλων των ευσήμων, ώστε να γεμίσουν την πολιτική «φαρέτρα» τους, με «επιτυχίες». Μέσω αυτών των πρακτικών, ωστόσο, υποβαθμίζεται κάθε ενέργεια, που απαιτεί συνεργασία, ή κοινή γραμμή και κατά συνέπεια, η ασκούμενη πολιτική, με επί της ουσίας χαμένο, μονάχα τον ίδιο τον πολίτη.

Εν ολίγοις, το «παιχνίδι» ξεκινά τώρα και οποιοδήποτε ζήτημα, μικρό ή μεγαλύτερο, από τούδε και στο εξής, συνιστά μία αφορμή, για μάχες, μεταξύ εχθρών, αλλά και φίλων. Ποιος θα «καπελώσει» ποιον, ποιος θα φανεί περισσότερο, ποιος θα δείξει περισσότερο μαχητικός, ποιος θα πει την τελευταία κουβέντα, ποιος θα πάρει τη δόξα. Από τις τσιμεντοστρώσεις και την τοποθέτηση πλακών σε πεζοδρόμια, έως και θέματα, που αφορούν στο μέλλον και την ευημερία του τόπου, όπως το θέμα της έδρας της Πολυτεχνικής Σχολής, το θέμα των επικείμενων επενδύσεων, ή ακόμη η εν δυνάμει υποχρεωτική ανάληψη διοικητικών καθηκόντων άλλων φορέων, όλα πλέον, αποτελούν «γήπεδα» για τις προκαταρκτικές μάχες, έως την ανάδειξη των επικρατέστερων υποψηφίων της μεγάλης μάχης της καρέκλας.

Διαβάστε ακόμα