Στη γιαγιά μου θα το πω...

Τα περισσότερα καλοκαίρια της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας τα πέρασα στο σπίτι της γιαγιάς μου, της Γιασεμώς. Και του παππού του Λουκά φυσικά – του Λούκα, που λέμε κι εμείς στα Καμίνια-… Εκείνος ήταν όλη μέρα στο καφενείο…. Στο καφενείο που λειτουργούσε ο ίδιος, στη γειτονιά. Τον έβλεπα λίγο το πρωί, λίγο το μεσημέρι και κάθε φορά που η γιαγιά με έστελνε εκτάκτως στο μαγαζί με κατά παραγγελίαν πεσκέσια για ανεφοδιασμό… πατατοσαλάτες, μαϊντανοσαλάτες, μελιτζανοσαλάτες, τυροπιτάκια, σπανακοπιτάκια και πολλούς ακόμη μεζέδες από τα χεράκια της Καμινιώτισσας «Λωξάντρας».

Με τη γιαγιά Γιασεμώ ήμασταν αυτοκόλλητοι. Εκείνη με κυνηγούσε για να φάω… Εκείνη με μάζευε από το δρόμο… Εκείνη με δικαιολογούσε όταν μάλωνα με τη μάνα μου ή όταν έσβηνα τις κασέτες του θείου μου με τα συλλεκτικά θεατρικά και κινηματογραφικά τραγούδια, γράφοντας από πάνω τη φωνή μου… Εκείνη μου τραβούσε ύπουλα τα δόντια που κουνούσαν, δίνοντας πρώτα κανονική παράσταση –«μη φοβάσαι καλέ, μόνο να το δω, θέλω» και κρατς… Εκείνη μου σταματούσε την αιμορραγία… Εκείνη με γιατροπόρευε όταν στομάχιαζα με σκατολοΐδια. Εκείνη μου συμπαραστάθηκε θεϊκά όταν πήρα την απόφαση να γίνω χορτοφάγος. «Ναι, παιδί μου, ό,τι θες εσύ… να σου φτιάξω δυο μπιφτέκια;».

Τα απογεύματα παρελαύνανε από την αυλή της όλα τα Καμίνια, η Νεάπολη και γκρουπ συγγενών από όλη τη Σύρο κι όχι μόνο. Νύφες, συννυφάδες, γαμπροί, μπατζανάκηδες, ανιψιές, ανιψιοί, μόνο χαμένα ξαδέρφια από τη Μικρά Ασία δεν είχαν περάσει. Η γιαγιά έτρεχε να τους βγάλει σπιτική λεμονάδα, γλυκά του κουταλιού και ό,τι είχε και δεν είχε. Καθόντουσαν με τις ώρες γύρω από το τραπέζι, μιλούσαν και γελούσαν. Γυρνούσα από το παιχνίδι και ήταν ακόμα εκεί. Μου άρεσε να γράφω τα δικά μου στα σκαλιά και να τους ακούω. Αλλά περισσότερο, μου άρεσε που έβλεπα τη γιαγιά να απολαμβάνει το ρόλο της οικοδέσποινας. Ήταν χαρούμενη. Έντονα θυμάμαι να τραγουδούν μες τη νύχτα το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» κι άλλα τραγούδια που τότε μου φαίνονταν κάπως στενάχωρα, όμως μπορούσα να διακρίνω τη λάμψη στα μάτια τους και να καταλάβω ότι εκείνοι δεν ήταν λυπημένοι, αλλά πλημμυρισμένοι από όμορφες αναμνήσεις.

Όλα τα παραπάνω πέρασαν από το μυαλό μου, κατά την επίσκεψη των καρναβαλιστών στα Γηροκομεία του νησιού. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάλυψα δημοσιογραφικά κάποια συνάντηση εκπροσώπων φορέων, συλλόγων και ομάδων με τους γέροντες, ήταν όμως η πρώτη φορά που η περιρρέουσα συναισθηματική ατμόσφαιρα κατάφερε να τρυπώσει μέσα μου και να με φέρει ενώπιον με τις δικές μου αναμνήσεις.

Ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους να υποδέχονται τους επισκέπτες τους με θερμές χειραψίες, αγκαλιές και φιλιά. Να τραγουδούν μαζί τους παραδοσιακά και τραγούδια της εποχής. Αυτούς που στέκονται στα πόδια τους να χορεύουν γύρω γύρω στο δωμάτιο κι αυτούς που δεν μπορούν να το κάνουν, να συμμετέχουν με κάθε τρόπο από τη θέση τους.

Η τελευταία εικόνα με πήγε και πάλι πίσω. Τότε που η γιαγιά μου είχε περάσει στο στάδιο της δυσκινησίας και τη βάζαμε να καθίσει σε μια μεγάλη πολυθρόνα, στο διάδρομο. «Σαν κολομβιανός βαρόνος ναρκωτικών είσαι, κυρία μου, που περιμένει να του φέρουν τις εισπράξεις», της έλεγα και γελούσε. Κι όταν στη συνέχεια, δεν μπορούσε να σηκωθεί καθόλου από το κρεβάτι, πήγαινα και της έλεγα αυτά που ήξερα ότι ήθελε να ακούσει. «Γιαγιά, του Ευαγγελισμού αύριο. Σήκω να μου φτιάξεις μπακαλιάρο». Και γελούσε ξανά… Όπως γελούσαν κι αυτοί οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη να νιώθουν ότι δεν είναι μόνοι τους. Ότι έχουν γύρω τους πρόσωπα αγαπημένα, αλλά και νέα να δώσουν αλλά και να λάβουν αγάπη από τους ίδιους.

Η πρωτοβουλία του Αυτοτελούς Τμήματος Πολιτισμού του Δήμου ήταν ένα «δώρο» τόσο σε εκείνους όσο και σε εμάς που ήμασταν εκεί, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Τέτοιου είδους δράσεις που ξεφεύγουν από τις κλισέ «εκρήξεις ανθρωπιάς» μόνο τις ημέρες των εορτών, σε βάζουν στη διαδικασία να θυμηθείς… Να θυμηθείς ότι υπήρχαν άνθρωποι που λείπουν σήμερα από τη ζωή σου, αλλά και να θυμηθείς τους ανθρώπους που βρίσκονται ακόμα εδώ και ζητούν από τη ζωή να μην τους γυρνά την πλάτη. Στα δικά τους μάτια μπορείς να αναγνωρίσεις τον παππού σου, τη γιαγιά σου, ανθρώπους οικείους που θα ήθελες να τους κρατάς το χέρι και να τραγουδήσεις μαζί τους «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία, σ’ αγαπώ γιατί είσαι εσύ».

Διαβάστε ακόμα