Καλοκαιρινή στεναχώρια

Σου γράφω ένα γράμμα, όχι πως θέλω να σ' το δώσω.

Αλλά να, είδα, ότι το Eye's Walk Digital Festival μας δίνει την ευκαιρία να γράψουμε τα ραβασάκια μας και είπα κι εγώ να βγάλω τον καημό μου. Το ντέρτι μου. Δε θα το μάθεις ποτέ, θα το ρίξω στο love post-box και θα το ξεχάσω κι εγώ για πάντα.

Κάποτε...

Κάποτε ήσουνα πουλί και σ' αγαπούσανε πολλοί. Και έτσι, είχες όρεξη να δουλέψεις. Τώρα, να δουλέψεις στο γραφείο σου, να δουλέψεις τον κόσμο, δεν βάζω και το χέρι μου στη φωτιά για κανένα από τα δύο, αλλά τουλάχιστον δούλευες. Και όσο δούλευες είχαμε ένα “κονέξιο”. Μία επαφή. Είχα κι εγώ κάτι να κάνω. Όσο εσύ δούλευες (όπως, ή όποιον δούλευες), δούλευα κι εγώ. Κάθε σου λέξη και κάποια κλικ στο πληκτρολόγιό μου. Τώρα βλέπω τις παλιές μας δόξες και θλίβομαι.

Θλίβομαι, σου λέω.

Από τότε, που η ζεστή θαλπωρή προς το πολλά υποσχόμενο κόσνεπτ μετατράπηκε σε ένα αδιάφορο “άσε μας κι εσύ χρυσέ μου”, άλλαξες κι εσύ. Απομακρύνθηκες. Ο κακομοίρης ο κόκκορας έχει πάθει τέσσερις φορές λουμπάγκο μέσα σε ένα μήνα, από τα όσα του έχεις φορτώσει. Και τι να πω εγώ με τον φορτωμένο κόκκορα, μου λες; Τι να τον ρωτήσω; Ποια αλοιφή κάνει περισσότερο καλό στη μέση ή στα πόσα κιλά φόρτωμα βγάζει κήλη; Δεν μου κάνει.

Και δεν είσαι μόνο εσύ. Είναι όλη η χώρα. Μπορεί να μου εξηγήσει κάποιος υπεύθυνα, γιατί σε αυτή τη χώρα το καλοκαίρι σημαίνει το απόλυτο κενό; Λες και ανοίγει μία μαύρη τρύπα και καταπίνει το χωροχρόνο. Θέλεις να κάνεις μία δουλειά, να ενημερωθείς από έναν άνθρωπο για κάτι και δεν υπάρχει κανείς, ποτέ, πουθενά. Σλουρπ! Όλα, μέσα στη μαύρη τρύπα που ονομάζεται καλοκαίρι.

Βάλε τώρα στην εξίσωση και την νεοαποκτηθείσα αδιαφορία, που ακολούθησε – όπως ήταν αναμενόμενο, ας μην λέμε ψέμματα μεταξύ μας – τον υπερβάλλοντα ζήλο των προηγούμενων έξι – και πλέον – μηνών, που δεν επιβραβεύτηκε εν τέλει.

Άρα, καλοκαίρι, συν αδιαφορία στο τετράγωνο, μείον παραγωγικότητα, διά δεκατέσσερα, μας κάνει... το χάος. Αυτό το χάος το βιβλικό – αυτό που ο ίδιος ο Θεός δεν άντεξε και άρχισε να φτιάχνει πλανήτες και να μεταμορφώνει μπιρμπιλίκια από χώμα σε ανθρώπους, να έχει κάποιον να λέει μια κουβέντα, να περνάει η ώρα. Κάτι τέτοιες ώρες Τον νιώθω. Συμμερίζομαι τον πόνο Του.

Αν μπορούσα, θα έπαιρνα κι εγώ μια χούφτα χώμα και θα το έπλαθα να μοιάζει με έναν υπεύθυνο αιρετό, που να ασχολείται σοβαρά με τα ζητήματα του τόπου του και θα του φυσούσα και λίγο, να του εμπνεύσω μπόλικες ικανότητες. Και για ντεκόρ, θα του χάραζα στο μυαλό πολιτικό κριτήριο, βούληση και συνεκτικό, ορθό λόγο. Αλίμονο, όμως! Όπως λέει και ο σύγχρονος Πλούταρχος, τι να σου κάνω, που δεν είμαι θεός; Τι παραπάνω να μπορέσω και πως;

Κι έτσι, θα αρκεστώ στην υπομονή. Υπομονή, μέχρι το χάος να υποχωρήσει και να δώσει τη θέση του σε ένα “big bang”, που στην αρχή θα είναι ταραχώδες (μπορώ να δουλέψω με το ταραχώδες), αλλά μέσα από αυτό θα προκύψει ύλη, που θα φέρει σε κίνηση ξανά το σύμπαν και θα επανέλθει η τάξη.

 

Διαβάστε ακόμα