Σέριφος: από την ανεξερεύνητη καταχνιά της 10ετίας του ’80 στην κραυγαλέα μετάλλαξη του σήμερα – Πότε ήταν καλύτερα…

  • Κυριακή, 27 Ιουλίου, 2025 - 11:21

Σέριφος: η ανεξερεύνητη καταχνιά της 10ετίας του ’80 και η κραυγαλέα μετάλλαξη του σήμερα…  Ο 20ος αιώνας έφθινε απαλά… Ήταν 1980: η χρονιά που ο Μίσσα αποκάλυπτε πως οι «κακοί» Σοβιετικοί έχουν και μια σταγόνα συναίσθημα στον ωκεανό της εσωστρέφειάς τους· ήταν η χρονιά που ο Γεώργιος Ράλλης, ο γιος του Ιωάννη Ράλλη- του δωσίλογου πρωθυπουργού- αναλάμβανε πρωθυπουργός της Ελλάδας και ήταν κι η χρονιά που «ταξίδεψαν» στα σύννεφα του θρύλου μορφές που σημάδεψαν τον πολιτισμό: Σαρτρ, Χίτσκοκ, Νίκος Ξυλούρης, Χένρι Μίλερ, Τζον Λένον, Στιβ ΜακΚουίν…

Ε, εκείνο το καλοκαίρι ταξίδεψα κι εγώ για πρώτη φορά στη ζωή μου σε ελληνικό νησί… Και πού; Στη Σέριφο! Γυμνός από τη μέση και πάνω, με έναν χρυσό σταυρό να στολίζει το άτριχο στέρνο μου και με την ορμή μιας νιότης που δεν θα δίσταζε να βουτήξει από τα Θερμιά, κιόλας, για να φθάσει μια ώρα αρχύτερα στο λιμάνι της Σερίφου, αφού εκείνο το καράβι, το ωχρόλευκο από την οξείδωση, ο «Άγιος Γεώργιος», ταξίδευε με 8 κόμβους την ώρα κι ένοιωθες σαν να ‘σουν ναυτικός σε μπάρκο στον Ινδικό…

Τέλος, κάποια στιγμή, φάνηκε κάτι να ασπρίζει πίσω από το φόντο του μπλε της θάλασσας και τ’ ουρανού το γαλάζιο· «είναι η Χώρα», είπαν στο καράβι, όσοι την είχαν ξαναδεί…

 

«Ο Θεός να φυλάει μην και πάμε εκεί πάνω» σκέφτηκα. Και εκεί, στα πάνω πάνω της Χώρας, ήταν το σπίτι που μας περίμενε ατάραχο από τους ανέμους και τα δρολάπια, σιωπηλό πια έπειτα από χρόνια σκέπης περισσότερων από δέκα ανθρώπων· κι αν ήταν δεν ήταν 20 τετραγωνικά!
Στο λιμάνι με περιμέναν οι δικοί μου: ο Μήτσος, η Αθηνά, ο Γιάννης ο Γούναρης· με ρίζες σερφιώτικες όλοι και με ανθούς, πού αλλού; Στην Αττική.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η Σέριφος; Μόνη! Παραδομένη- παραμονή Δεκαπενταύγουστου- στο ανόσιο λιοπύρι. Ελάχιστοι οι ταξιδιώτες, που μοιάζανε σαν κυνηγημένοι παράνομοι που αναζητούσαν μια σκιά να ομολογήσουν τις αμαρτίες τους… Κι ανάμεσά τους κι εγώ, που θαύμαζα!
Αύγουστος 1980 Σέριφος: μια χούφτα σπίτια στο Λιβάδι, σταλαματιές λευκού στην κοκκινόχρωμη δυσπρόσιτη κορφή της Χώρας και παραλίες αμέτρητες, απάτητες, αφρόντιστες, απερίγραπτες, απέριττες. Πανηγύρι στον Ράμο και στην Παναγιά τη Σκοπιανή, πανηγύρι στην Παναγία την Ξυλοπαναγιά που λένε οι ντόποι και στον Πύργο. Και «Χρόνια και χρόνια τώρα τριγυρνώ σαν πουλί περιπλανώμενο»…

 

Το καλοκαίρι εκείνο μπήκε στη ζωή μου σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού που για πρώτη φορά τακτοποιούσε τοπία και εποχές στο νου του χωρίς προοπτικές, δίχως αποστάσεις, και χωρίς να 'χει ιδέα από τέτοια έντονα χρώματα…
Ενός παιδιού που από την ευφάνταστή άγνοια πυρπολήθηκε με μιαν άτακτη αφθονία: πρωτάκουστοι ήχοι, περιπλανώμενα τοπία, λευκά ιπτάμενα ξωκλήσια, απόβραδα βραδυκίνητα, βουνά ασύμμετρα- γυμνόστηθα στο πυρ του μεσημεριού, εξαϋλωμένοι καφενέδες· λιγομίλητοι ντόπιοι με την αυλακιά των καιρών στα μέτωπα και τη λάμψη της σοφίας στο βλέμμα.
Ε, εκείνο το καλοκαίρι ήρθε σαν να το περίμενα καιρό. Κι έμεινε στη ζωή μου για χρόνια. Κάθε που ‘πιανε η άνοιξη, οι πυξίδες έδειχναν Σέριφο. Πάσχα εκεί, τ’ Αγίου Πνεύματος εκεί με τον Μήτσο πάντα αδελφό και συμπάσχοντα… Εκεί, στην ταβέρνα του Σταύρου που μας απόπαιρνε: «…εδώ ήρθατε να φάτε; Τραβάτε σπίτια σας». Στην πιάτσα για δυο κεφτεδάκια και με τα πόδια από τη Χώρα στο Λιβάδι από μονοπάτια, που τα μουλάρια πισωπατούσαν: στον Κουταλά και στο Μέγα Λιβάδι και στον Άγιο Σώστη και στη Συκαμιά και στον Πλατ’γιαλό με τα πόδια…

 

Κι ύστερα ήρθαν οι καύσωνες των χρόνων. Οι αποστάσεις των ανθρώπων μεγάλωσαν κι η Σέριφος, παρόλο που τα καράβια ήταν πια ταχύπλοα, «έφυγε» πιο μακριά… Και το καλοκαίρι εκείνο, αίμα ξεραμένο πάνω στην πληγή των χρόνων.

https://www.ethnos.gr/