Συνέντευξη του γνωστού παρουσιαστή Φώτη Σεργουλόπουλου για τη γλωσσική «συνωμοσία» των κλειστών ομάδων και την ελευθερία έκφρασης

«Αν είσαι απενοχοποιημένος, ο άλλος θα σε δεχτεί»

Ένα αγαπημένο τηλεοπτικό πρόσωπο που κατάφερε από τα πρώτα του βήματα στο γυαλί να κατακτήσει το δικό του χώρο και ταυτόχρονα τη συμπάθεια του κοινού με την ευγένεια, τον αυθορμητισμό του, το χιούμορ και την αλήθεια του, φιλοξενήθηκε στο 5ο Διεθνές Θερινό Πανεπιστήμιο στη Σύρο.

Ο γνωστός παρουσιαστής και επιχειρηματίας Φώτης Σεργουλόπουλος συμμετείχε στις φετινές εργασίες της ακαδημαϊκής διοργάνωσης με την υπογραφή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, όπου ανέπτυξε το θέμα “Η «συνωμοσία» των ομάδων. Πόσο εύκολο είναι να αλλάξεις τη γλώσσα;”.

Σε συνέντευξή του στην «Κοινή Γνώμη», ο κ. Σεργουλόπουλος αναφέρθηκε στο «λεκτικό στίγμα» που αφήνουν στην κοινωνία οι λεγόμενες κλειστές ομάδες, καθώς και στη σημασία της απενοχοποίησης του εαυτού μας, που ανοίγει το δρόμο για να εκφραζόμαστε ελεύθερα και να υπερασπιζόμαστε με σθένος τις απόψεις μας και τον τρόπο ζωής που έχουμε επιλέξει.

Πώς προέκυψε η συμμετοχή σας στον φετινό κύκλο εργασιών του Θερινού Πανεπιστημίου με θέμα «Η γλώσσα του άλλου. Η ηθική της ετερότητας»;

«Ήταν μία πρόταση της κ. Νικολέττας Τσιτσανούδη-Μαλλίδη. Ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Τη συνάντησα μια μέρα τυχαία στην Αθήνα. Προφανώς η συνάντηση δεν ήταν τυχαία, αλλά οργανωμένη από εκείνη (γελάει). Εγώ την αισθάνθηκα τυχαία. Ήταν πραγματικά κάτι το οποίο δεν έχω ξανακάνει και με ιντριγκάρισε πολύ. Αισθάνθηκα πολύ κολακευμένος. Η συνάντηση έγινε πριν τα Χριστούγεννα. Η κ. Τσιτσανούδη μου εξήγησε τη θεματολογία όλης της εβδομάδας και με άφησε ελεύθερο να επιλέξω εγώ τι θα ήθελα να πω. Έτσι, διάλεξα να εστιάσω στο αν οι ομάδες μπορούν να αλλάξουν τη γλώσσα μας. Και όταν συνωμοτεί μια ομάδα, μπορεί να βγάλει κάποιες εκφράσεις, οι οποίες ανάλογα με το χώρο, το χρόνο και τους ανθρώπους μπορούν να αποτελέσουν γόνιμο έδαφος για να βγει μία έκφραση προς τα έξω».

Με ποιον τρόπο μπορεί μία ομάδα να αφήσει το στίγμα της;

«Οι ομάδες, για να αφήσουν το στίγμα τους πρέπει να πάρουν χρόνο. Κι επίσης πρέπει να είναι κλειστές. Στην εισήγησή μου αναφέρθηκα, μεταξύ άλλων, στις ομάδες των γκέι, παλαιότερων γενεών, που χρησιμοποιούσαν ορισμένες εκφράσεις καρλιαντών, αλλά και στην ομάδα των νέων δημιουργών ραπ, Αλβανικής καταγωγής, που δημιουργούν κι εκείνοι ένα διαφορετικό λεξιλόγιο. Φέτος βλέπουμε τα πρώτα δείγματα αυτού του φαινομένου. Άρα λοιπόν, μπαίνουμε στη λογική ότι οι ομάδες οι οποίες δέχονται μία πίεση, βρίσκονται και όταν ενώνονται, μπορούν να δημιουργήσουν λεκτικούς ιδιωματισμούς».

Η υιοθέτηση αυτών των ιδιωματισμών εξαρτάται από την εποχή ή από το πόσο έτοιμοι είμαστε να δεχτούμε κάτι καινούριο;

«Όχι, νομίζω πως κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει ερήμην μας. Η κοινωνία γενικότερα δεν έχει καμία σχέση με τις κλειστές ομάδες. Όμως όταν αυτές βρουν έναν τρόπο να βγάλουν προς τα έξω κάποιες εκφράσεις, η κοινωνία τις δέχεται, είτε τις καταλαβαίνει, είτε όχι. Αρκεί να γίνουν «μόδα». Αρκεί να είναι κάτι που τους αρέσει, που θα μπορέσει να βγει με ομορφιά και να μιλήσει στην ψυχή του κόσμου. Η κοινωνία αισθάνεται μία λαγνεία απέναντι σε κλειστές πόρτες. Πολλές φορές θέλουμε να δούμε μέσα από την κλειδαρότρυπα τι συμβαίνει εκεί, τι κάνουν, πώς μιλάνε κάποιοι άνθρωποι – μέλη μιας κλειστής ομάδας.

Πόσο εύκολο είναι για μία ομάδα να αναπτύξει και να χρησιμοποιήσει ευρέως τον δικό της κώδικα επικοινωνίας;

«Στην ομιλία μου έφερα το παράδειγμα της Αμερικής και των Αφρικανών που πήγαν εκεί αρχικά ως σκλάβοι. Πέρασαν τόσα πολλά χρόνια για να μπορέσουν να φτάσουν σε ένα σημείο ώστε να συνεννοούνται με κάποιες λέξεις, να μιλούν μία άλλη γλώσσα. Ας πούμε, η γλώσσα των ράπερ είναι μια γλώσσα η οποία υπάρχει στην Αμερική, χρησιμοποιείται και είναι διαδεδομένη. Εδώ στην Ελλάδα, δεν το είχαμε αυτό. Δεν είχαμε κάποια τέτοια μεγάλη ζωή και έχουμε τώρα. Από τη στιγμή που την αποκτήσαμε, το μέλλον θα δείξει. Αλλά θέλει χρόνο για να μπορεί να πει κανείς ότι αφομοιώνεις μια έκφραση».

Η τηλεόραση ως μέσο, σου επιτρέπει να μιλήσεις στη γλώσσα που θέλεις ή σου υπαγορεύει τους δικούς της κανόνες, τους οποίους δεν πρέπει να παραβείς;

«Η εμπειρία μου από την τηλεόραση έδειξε ότι μπορούσα να πω ότι θέλω. Ήξερα μέχρι πού μπορώ να φτάσω. Αλλά μπόρεσα και χρησιμοποίησα μια γλώσσα η οποία μίλησε στο συναίσθημα του τηλεθεατή και μπορούσα να πω ακόμη και μία βρισιά η οποία θα έφευγε από το στόμα μου χωρίς να αγγίξει. Δηλαδή θα μπορούσε κατά λάθος να φύγει από το στόμα μου κάτι το οποίο δεν θα έθιγε, θα φαινόταν πάλι χαριτωμένο. Μπορώ να πω πως, ήταν μια δική μου πατέντα. Ή αν πει κανείς ότι εγώ έχω ένα χάρισμα ή ένα ταλέντο, νομίζω πως αυτό είναι περισσότερο. Στο ότι είχα τον τρόπο να μιλήσω όπως θέλω σε ένα πολύ συντηρητικό μέσο, την τηλεόραση, που τη βλέπουν άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι όλοι διανοούμενοι. Κι όμως, μιλούσα μία γλώσσα την οποία καταλάβαιναν».

Ναι, αλλά αυτό ίσως το κατακτήσατε λόγω του χαρακτήρα σας. Στην πραγματικότητα υπάρχει ελευθερία στην τηλεόραση για να το κάνει ο οποιοσδήποτε;

«Υπάρχει χώρος, μπορείς να τον κατακτήσεις. Το ότι εγώ κατέκτησα ένα κοινό κατά βάση συντηρητικό, είναι κάτι που βάζω στα συν μου. Και του μιλώ ελεύθερα για τον εαυτό μου, για τη ζωή μου και λέω τα πιστεύω μου σε μέσα που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να το κάνει. Δεν το κάνουν και πολλοί».

Αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο το κοινό μπορεί να θεωρεί ότι πολλοί που βρίσκονται μπροστά στο φακό, υποκρίνονται.

«Το θέμα είναι η απενοχοποίηση του ίδιου σου του εαυτού. Αν είσαι απενοχοποιημένος, ο άλλος δεν έχει επιλογή. Θα σε δεχτεί. Δεν πρέπει να υπάρχει ενοχή μέσα σου για κάτι. Όταν δεν υπάρχει ενοχή, δεν υπάρχει κάτι κρυφό, άρα δεν προσποιούμαι. Δεν παριστάνω κάποιον άλλον, κάποιον που θαυμάζω. Δεν προσπαθώ να κρύψω κάτι που φαίνεται. Άρα πρέπει να αισθάνεσαι ασφαλής με τον ίδιο σου τον εαυτό, να μην έχεις τον φόβο ότι θα εκτεθείς και η παρουσία σου στο γυαλί να μη γίνεται αυτοσκοπός. Εγώ απείχα από την τηλεόραση τα τρία τελευταία χρόνια που μου έκανε πάρα πολύ καλό. Δεν με πανικόβαλε όπως συμβαίνει σε άλλους που αισθάνονται πολύ δεμένοι με το μέσο, ότι το μέσο τους έφτιαξε. Εγώ είχα ζωή και πριν την τηλεόραση, έχω ζωή και μετά την τηλεόραση και περνάω και πολύ καλά. Η τηλεόραση μου αρέσει, είναι εξαιρετική δουλειά, περνάω υπέροχα. Τη λατρεύω, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός μου, δεν είναι αυτό που θα με κάνει μακριά της να αισθανθώ άσχημα, γιατί έχω μια προσωπικότητα η οποία λειτουργεί κι αλλού».

Η τηλεόραση είναι ένα αγχωτικό μέσο;

«Εμένα τουλάχιστον η τηλεόραση δε μου έχει δημιουργήσει άγχος. Απλώς πολλοί αγχώνονται για το αν είναι καλοί. Εγώ δεν έχω να αποδείξω τίποτα ούτε στον εαυτό μου, ούτε στους άλλους. Αυτή τη στιγμή δε με νοιάζει να αποδείξω να είμαι καλός ή κακός. Οπότε είμαι χαλαρός, δεν έχω θέμα».

Το να είσαι ως άνθρωπος «ανοιχτό βιβλίο» δίνει το δικαίωμα σε κάποιους να διαβάσουν και σελίδες σου τις οποίες δε θέλεις να μοιραστείς;

«Το ότι μιλάς ελεύθερα και ότι εκφράζεις τις απόψεις σου ελεύθερα δε σημαίνει ότι ο άλλος έχει το δικαίωμα να μπει μέσα στο σπίτι σου. Ας πούμε, εγώ δεν έχω εκθέσει τον γιο μου ούτε μια στιγμή. Έχω κάνει εξώδικα στην Ένωση Φωτορεπόρτερ Ελλάδας ότι δεν επιτρέπω καμία εμφάνιση του γιου μου είτε με καλυμμένο πρόσωπο είτε χωρίς. Είχε γίνει στην αρχή και κατάλαβα ότι δεν μου αρέσει αυτό το πράγμα και ότι θέλω να προστατεύσω το παιδί μου. Έχω λοιπόν το δικαίωμα να περιφρουρήσω την προσωπική μου ζωή άσχετα με το αν δηλώνω τις απόψεις μου. Η άποψή μου είναι άποψή μου. Δε σημαίνει πως όταν την εκφράζω, μπορείς να μπεις στο σπίτι μου και να ανακατέψεις τις προσωπικές μου σχέσεις».