Στη Μνήμη του Μάνου Ελευθερίου
- Πέμπτη, 15 Οκτωβρίου, 2020 - 06:22
Β' μέρος
Όσο ελαφραίνει ο χρόνος της συναισθηματικής επικάλυψης, τόσο συνειδητοποιώ ανασυνθέτοντας το παζλ των στιγμών ότι πράγματι, η μοναδική του φιλοδοξία ως το τέλος, αν και αξιώθηκε τίτλους, βραβεία και προπάντων την αγάπη του κόσμου, ήταν το άσπρο χαρτί που είχε απέναντί του: “Ψηλώνω μόνο αν γράφω μια αράδα της προκοπής. Τότε είμαι ευχαριστημένος” μας είχε πει σε μια από τις καθιερωμένες κυριακάτικες συναντήσεις μας με τον Ηρακλή Οικονόμου, την τριετία 2010 – 2013, κατά τη διάρκεια των συνομιλιών μας στο πλαίσιο σύνθεσης της αυτοβιογραφικής του ιστορίας. Και συνέχιζε: “Υπάρχει μια φράση εκπληκτική του Τόμας Έλιοτ για τον Βαλερύ, που την είπε στον Σεφέρη και αυτός τη γράφει σε ένα από τα ημερολόγιά του. Ο Έλιοτ έλεγε, λοιπόν, για τον Βαλερύ ότι ήταν τόσο έξυπνος που δεν είχε καμιά απολύτως φιλοδοξία. Κι εγώ δεν είχα ποτέ καμιά φιλοδοξία, αλλά ήμουν τόσο βλαξ. Αλήθεια. Καμία απολύτως. Φιλοδοξία μου ήταν να γράφω καλά πράγματα” “και όσα έγραφε ήταν όσα μπόρεσε” λέει ο ήρωας στο μεταθανάτιο μυθιστόρημά του: “Άντρες του αίματος”. “Ας βρεθούν άλλοι να τα γράψουν καλύτερα. Κι όμως τα 'γραψα με αίμα, (σκεφτόταν) δεν ξέρω αν αξίζουν και αν με πιστέψουν, έκανα το χρέος μου”. Με αυτό το χρέος κέρδισε το μέλλον. Αυτός, ένας αρρωστομανής που κατέγραφε στα ημερολόγιά του με πάσα λεπτομέρεια κάθε είδους αρρώστια και φάρμακα που έπαιρνε από τη δεκαετία του '70. Αυτός, που κατάφερε να ξορκίσει τη φθορά που τόσο τον τρόμαζε, όχι μέσα σε ένα γηροκομείο ανήμπορος, όπως το φοβόταν,αλλά προδομένος από την καρδιά του σταλάζοντας μέχρι και την ύστατη ρανίδα του αίματός του στον κόσμο.
Συνεχίζει ο ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ:
“Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα, βαθύτερο μες στην παραδοχή” όπως έγραφε ο Ασλάνογλου, “τόσο καταλαβαίνω γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία, που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι”, όπως ο Ελευθερίου. Το γιατί ήταν μανιώδης συλλέκτης ακριβών αντικειμένων, αλλά και απλών στιγμιοτύπων. Σε όλα έβρισκε το νόημα, το μεδούλι τους, σε όλα έδειχνε σεβασμό καταργώντας τα σύνορα ανθρώπων και εποχών. Θυμάμαι τη στεναχώρια του όταν μου έδειχνε μια φωτογραφία, σχολικό ενθύμιο των αρχών, νομίζω, του 20ου αιώνα, στην οποία ένα μόνο παιδί από όλη την τάξη απεικονιζόταν μισό εξαιτίας λάθους του φωτογράφου. Δεν άντεχε αυτή την “αδικία”. Δεν άντεχε τον πόνο του άλλου. Όποιος και αν ήταν αυτός. Κάποτε άλλαξε πάροχο κινητής τηλεφωνίας, όχι για να πληρώσει λιγότερα, αλλά γιατί μιλώντας στο τηλέφωνο με την άγνωστή του υπάλληλο, η οποία προσπαθούσε να του “πουλήσει” το προϊόν της, κατάλαβε πως, έστω κι έτσι, θα τη βοηθούσε να πάριε ένα μπόνους στον πενιχρό μισθό της.
Θυμάμαι και τη μοναδική φορά που μου μίλησε με αυστηρό και απότομο ύφος, όταν μετά από ώρες στο κρεβάτι του προθαλάμου ενός ιδιωτικού νοσοκομείου, μην έχοντας οι νοσοκόμες αναγνωρίσει το ποιος είναι, δεν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο, κουρασμένες κι αυτές μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Όταν τους είπα ότι είναι ο Μάνος Ελευθερίου, πετάχτηκε από το κρεβάτι λέγοντάς μου με αυστηρό τόνο: “Αυτό να μην το ξαναπείς!”. Δεν ήθελε να εκμεταλλευτεί την επωνυμία του ούτε για ένα τόσο σημαντικό λόγο, όπως ήταν η φροντίδα για την δική του υγεία. Δεν ήθελε να τις επιβαρύνει περισσότερο. Ήθελε πάντα να προσφέρει με οποιοδήποτε τρόπο. Όπως σε εκείνον τον υπερήλικα, τον οποίο ένα βράδυ σε μια δεξίωση, τον άφησε μέχρι το τέλος να πιστεύει πως είναι ένας διάσημος γιατρός που είχε αναγνωρίσει από την τηλεόραση, ίσως για να τον αφήσει να διασκεδάσει για λίγο ανέμελα δίπλα σε “ασφαλή” του “χέρια”...
Αυτές τις “πρώτες βοήθειες” μας κληροδότησε για πάντα με το έργο του και με τη στάση ζωής του. Κι άφησε τα σημάδια του, στίγματα στις ζωές όσων τον γνωρίσαμε και αγαπήσαμε. Άφησε τις λέξεις του στα χείλη και στις ψυχές ενός ολόκληρου έθνους.
Γαντζώθηκαν πάνω στους αγωνιστές και διαψευσμένοι, νέοι και ηλικιωμένοι, ερωτευμένοι και πληγωμένοι, εφοπλιστές και αδέκαροι, εγωμανείς και καταφρονημένοι. Όλοι δηλαδή όσοι του έσφιγγαν καθημερινά αυτά τα αρυτίδωτα μέχρι το τέλος λευκά και καλοσχηματισμένα χέρια με τα μακριά του δάχτυλα και όλοι όσοι δεν τον γνώρισαν ποτέ εξ επαφής. Είχε για όλους.
Υστερόγραφο του κ. ΣΠΥΡΟΥ ΑΡΑΒΑΝΗ στη μνήμη του Μάνου Ελευθερίου
Μεσημέρι 22ης Ιουλίου 2018, τον πήρα τηλέφωνο για να του πω τα νέα από το θάνατό του. “Άστα αυτά τώρα Σπυράκη” μου είπε και άρχισε να μου διηγείται ιστορίες του Μεσοπολέμου και για τα καινούργια του αποκτήματα, μια φωτογραφία με νύφες του 18ου αιώνα, ένα χειρόγραφο του τάδε ποιητή κ.τ.λ. “Μα πεθάνατε!” του λέω, “Ούτε τώρα δεν θα μιλήσουμε για εσάς;” “Άλλα είναι τα σημαντικά” επέμενε. “Ο θεϊκός Καβάφης, ο Άμλετ, η Ελένη Παπαδάκη, οι πέντε δεκάρες, τα αδέλφια μου, οι δεκάδες αμελοποίητοι στίχοι στο συρτάρι, τα μελανοδοχεία μου, οι φίλοι μου, η μητέρα μου, η Σύρα.” Κι άλλα τόσα που όσοι νομίζουν πως τον ξέρουν, γνώρισαν μόνο τη θεατή πλευρά ενός παγόβουνου. “Μπορώ να συνεχίσω να σας τηλεφωνώ;” τον ρώτησα διστακτικά. “Σιγά – σιγά, που έλεγε και ο Γκάτσος, όλα θα γίνουν” μου απάντησε και κλείσαμε γιατί έπρεπε να πακετάρει ένα ακόμη δέμα για τη Σύρα και να “βγάλω τα μάτια μου” συνεχίζοντας το γράψιμο γυρτός πάνω στο ξύλινο γραφειάκι.
- Αυτό το κείμενο τυπώθηκε στον Ιούλιο 2020 σε 100 αντίτυπα, εκτός εμπορίου, με την ευγενική μέριμνα της αδελφής του Λιλής Ελευθερίου, για την μνήμη του Μάνου Ελευθερίου. -
Λίγα λόγια από τον Γιώργο Νταλάρα στη μνήμη του Μάνου
“Ψάχνω τη λέξη...”
“Οι στίχοι από το αίμα μου παιδιά” λέει ο Καρυωτάκης. Έτσι συμβαίνει με τα τραγούδια του Μάνου. Μπορεί να μη μοιάζουν το ένα με το άλλο αλλά, διαβάζοντάς τα, μυρίζοντας την ατμόσφαιρα που μεταφέρουν, την αισθητική που αποπνέουν, καταλαβαίνεις ότι είναι παιδιά του ίδιου “πατέρα”.
Ο στίχος για το τραγούδι, καλώς ή κακώς, αντιμετωπίζεται σαν κάτι φευγαλέο. “Τρέχει” μαζί με τη μουσική, σε τρία λεπτά και κάτι. Όμως στα τραγούδια του Ελευθερίου οι στίχοι έχουν την ίδια σημαντικότητα είτε μαζί με τη μελωδία είτε χωρίς αυτήν. Ίσως είναι η παρατηρητικότητά του, η άδολη αγάπη του για τους ανθρώπους που τον κάνει να παρατηρεί τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα των ηρώων του, ο αριστοτεχνικός τρόπος που μπλέκει το παρελθόν με το παρόν, μας κάνει να αναγνωρίζουμε μέσα σε αυτά τους εαυτούς μας. Το λέω γιατί πολλές φορές έχω ακούσει ότι αυτός ο στίχος του Μάνου ταιριάζει πολύ στον τάδε συνθέτη, σε εκείνη τη μουσική, σε εκείνον τον ερμηνευτή.
Ο Μάνος έχει γράψει: “Οι λέξεις είναι σαν ορισμένους ανθρώπους. Άλλες υπάρχουν και άλλες χάνονται... και κάποιες μας ακολουθούν μέρα – νύχτα και για όλη μας τη ζωή”. Τώρα που έφυγε θα ψάχνουμε ακόμη πιο σχολαστικά τη μοιραία λέξη που έρχεται σε έναν ποιητή για να ανακαλύψουμε τον ψυχισμό του. Διαβάζω τους στίχους του Μάνου και μπαίνω πάντα σε μια μαγική διαδικασία. Από τους ολοκληρωμένους κύκλους των τραγουδιών του μέχρι τα σκόρπια στιχάκια του. Και ψάχνω τη λέξη. Και δεν την βρίσκω. Ίσως γιατί δεν είναι μία. Είναι όλοι οι χυμοί του μυαλού και της ψυχής του.
-Μάνο θα σε θυμόμαστε πάντα με αγάπη, εκτίμηση και θαυμασμό!!!”
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
Διαβάστε ακόμα
- Το Μουσείο της Σύρου
11 Σεπ. 2025 - 18:22 - ΑΙΓΑΙΟ: Το Ελληνικό Αρχιπέλαγος ΚΥΚΛΑΔΕΣ: Χαρούμενη συμφωνία σε λευκό και γαλάζιο
8 Αυγ. 2025 - 6:22 - Γνωριμία με τη Σύρο (2)
3 Ιουλ. 2025 - 6:22 - Άνω Σύρος
12 Ιουν. 2025 - 6:22 - Εκκλησίες της Σύρου
29 Μαΐου. 2025 - 6:30