Ο αγωνιστής της λάσπης

Τη σκυμμένη, πάνω από το νωπό χώμα, φιγούρα φωτίζει μόνο η αχνή ασημένια λάμψη από το μισογεμάτο φεγγάρι. Ο άνδρας, μετρίου αναστήματος, κρατά ένα φτυάρι και συνεχίζει, μετά το σύντομο διάλειμμα να σκάβει μανιωδώς, ενώ η κούρασή του και η πίεση από την έντονη δραστηριότητα, στην οποία και δεν ήταν συνηθισμένος, ξεχειλίζουν μέσα από τους πνεύμονές του, ως βαθιές εκπνοές, που αχνίζουν στο παγερό για την εποχή νυχτερινό αεράκι, συνοδευόμενες από γρυλίσματα εξάντλησης.

Ξέρει, όμως, ότι δεν μπορεί να σταματήσει τώρα. Μετά από μία σύντομη και πάλι παύση, κατά την οποία γύρισε το κεφάλι του προς όλες τις κατευθύνσεις, ώστε να σιγουρευτεί, ότι δεν τον παρακολουθεί κανείς, ο άνδρας με το μέτριο ανάστημα, εφαρμόζει τα δάχτυλά του σφιχτά πάνω στη λαβή του φτυαριού και ξεκινά για ακόμη μία φορά το σκάψιμο.

Μετά από αρκετή ώρα, κουρασμένος και γνωρίζοντας, ότι ο σκοπός του έχει επιτευχθεί, πιάνει ξανά το φτυάρι, τοποθετώντας το όρθιο, κάτω από τον αγκώνα του και χρησιμοποιώντας το, για να στηριχθεί, αφήνει λίγο από το μέτριο βάρος του να πέσει πάνω στο τόσο χρήσιμο αυτό εργαλείο. Τα μάτια του λάμπουν, κάτω από τη χλωμή φεγγαράδα, με κάτι, που κανείς θα μπορούσε να περιγράψει μόνο ως ευτυχία, με τα χείλη του να σχηματίζουν μία μικρή αρχικά καμπύλη και στη συνέχεια να χωρίζουν, για να αποκαλύψουν τα δόντια του, σε μία έκφραση απόλυτης παρανοϊκής χαράς, ακολουθούμενης από ένα σύντομο ξεφύσημα γέλιου.

Τα κατάφερα!, σκέφτηκε και παρατήρησε ενδελεχώς το αποτέλεσμα του κόπου του. Ένας λάκκος, μία βαθιά και μεγάλη πληγή στο κατά τ' άλλα επίπεδο έδαφος, πολλές φορές μεγαλύτερος από τον ίδιο, κατασκευασμένος, για να χωρέσει, προφανώς, περισσότερα από ένα σώματα, βρισκόταν ακριβώς μπροστά στα πόδια του. Αμέσως, σίγουρος πια, ότι είχε σκαρφιστεί και εκτελέσει το μεγαλύτερο μέρος του σατανικού του σχεδίου, βγάζει το τηλέφωνό του και ξεκινά να καλεί. Η παγίδα ήταν έτοιμη, το σχέδιο ξεκάθαρο‧ το μόνο που έλειπε ακόμη, ήταν το άλλοθι.

Λίγη ώρα αργότερα, τη γαλήνια σιωπή της νύχτας κοντά στον άνδρα του μετρίου αναστήματος, ταράζει ο ήχος από πατημασιές, που με βιασύνη τον πλησιάζουν. Εκείνος, χωρίς ίχνος αγωνίας, γυρίζει το κεφάλι του αργά, για να χαιρετίσει, με ένα συνωμοτικό νόημα, τις τρεις φιγούρες, που πλέον στέκονταν δίπλα του. Οι τρεις φιγούρες, με στραμμένο το βλέμμα προς τον τεράστιο λάκκο, περιμένουν τον άνδρα να σπάσει τη σιωπή. “Όλα είναι έτοιμα”, τους λέει. “Το μόνο, που χρειάζεται”, ψιθυρίζει ο άνδρας με το μέτριο ανάστημα, “είναι να καλυφθεί. Αυτό, το αφήνω πάνω σας”.

Οι τρεις φιγούρες γνέφουν καταφατικά και οι δύο απομακρύνονται, όσο βιαστικά είχαν έρθει. Η τρίτη φιγούρα, ένας ακόμη άνδρας, παρέμεινε δίπλα του. “Φοράς ακόμη τα ρούχα της ομάδας μας. Ελπίζω να μην ξεχάσεις να αλλάξεις”, είπε με έναν αμυδρά σαρκαστικό τόνο ο άνδρας μετρίου αναστήματος. “Δεν το ξεχνάω”, απάντησε, σοβαρότερα, η έτερη ανδρική φιγούρα, “τη στολή του διαιτητή την έχω στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου”. “Καλώς”, είπε, γυρνώντας προς το δικό του μέτριο αυτοκίνητο ο άνδρας μετρίου αναστήματος. “Σε εσένα στηρίζομαι για αύριο”, φώναξε, κλείνοντας την πόρτα του αυτοκινήτου και εξαφανίστηκε στη νύχτα.

Την επόμενη ημέρα, τα γκρίζα απαλά σύννεφα, είχαν καταφέρει να εμποδίσουν την περισσότερη ζέστη του μεσημεριού, από το να φτάσει έως τη γραμμή της εκκίνησης, όπου διάφοροι αθλητές είχαν αρχίσει να ζεσταίνονται πίσω από τους βατήρες τους, μεταξύ των οποίων και ένας άνδρας μετρίου αναστήματος, ο οποίος επιχειρούσε να τραβήξει τα βλέμματα των θεατών στις εξέδρες, κάνοντας μεγάλες, δραματικές κινήσεις, που έμοιαζαν με προθέρμανση, αλλά στην ουσία, μάλλον ήταν παράσταση.

Δίπλα του, ένας άνδρας μεσόκοπος και υψηλού αναστήματος, παρέμενε σιωπηλός, με κλειστά μάτια, σχεδόν σαν να διαλογίζεται, παραδίπλα ένας επίσης υψηλός νεαρότερος μελαχρινός άνδρας, ο οποίος διάβαζε ένα σετ οδηγιών, από κάποιον που φαινόταν σαν τον προπονητή του και από την άλλη πλευρά, μία γυναίκα.

“Είμαστε έτοιμοι; Λάβετε θέσεις!”, αντήχησε μία ανδρική φωνή και όλοι οι αγωνιστές έστρεψαν το βλέμμα τους στην κατεύθυνσή της, με τους τρεις εκ των τεσσάρων, να γουρλώνουν τα μάτια τους με έκπληξη, βλέποντας ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης της. Ο υψηλός μεσόκοπος αγωνιστής, γύρισε το κεφάλι του προς τον μετρίου αναστήματος διπλανό του, μισοκλείνοντας τα μάτια του με δυσπιστία. “Αυτός είναι συμπαίκτης σου στην ομάδα”, είπε ξερά. “Ναι, αλλά δεν έχει σημασία!”, έσπευσε να φωνάξει, επιχειρώντας η φωνή του να φτάσει έως τις εξίσου έκπληκτες εξέδρες. “Αυτός είναι ένας αγώνας αρχηγών εξάλλου και εκείνος έχει και δίπλωμα διαιτητή! Και κοίτα, έχει και βοηθούς διαιτητή!”, είπε με μία ανάσα, δείχνοντας δύο ακόμη γνώριμα άτομα, ντυμένα με τα χαρακτηριστικά χρώματα του διαιτητή.

Οι αγωνιστές έλαβαν τις θέσεις τους στους βατήρες, ο διαιτητής έβγαλε το ειδικό όπλο, έκλεισε το μάτι στον άνδρα με το μεσαίο ανάστημα, ως μία διακριτική διαβεβαίωση, πως όλα έβαιναν βάσει σχεδίου. “Έτοιμοι;”, φώναξε καθώς οι αγωνιστές σήκωναν τους μηρούς τους και στήριζαν το βάρος τους στα χέρια τους πίσω από τη γραμμή. “Πυρ!”.

Ο άνδρας μεσαίου αναστήματος ξεκίνησε να τρέχει σαν μανιασμένος, με το κεφάλι του στραμμένο πίσω. Οι δύο υψηλοί αγωνιστές, ο μεσόκοπος και ο νεότερος, είχαν παραμείνει στη γραμμή εκκίνησης, κοιτώντας τον, ενώ αρκετά πίσω του, με εσκεμμένη καθυστέρηση, έτρεχε η γυναίκα αγωνίστρια. Το πρόσωπό του γέμισε απορία και στη συνέχεια, ένα ακόμη διαβολικό χαμόγελο, άφησε περισσότερο χώρο για τις βαθιές ανάσες, που χρειαζόταν για να συνεχίσει να τρέχει. “Δειλοί!”, αναφώνησε, συνεχίζοντας να κοιτάζει τους φαινομενικά παραιτημένους αντιπάλους του. “Δεν τολμάτε καν να με κοντράρετε; Καταλαβαίνετε πόσο καλύτερός σας είμαι και θέλετε να γλιτώσετε τον εξευτελισμό; Μια ζωή θα κοιτάτε την πλά-”, δεν πρόλαβε να τελειώσει το αλαζονικό του ντελίριο και σε μία μόλις στιγμή, βρέθηκε με το πρόσωπο στη λάσπη. Η στιγμιαία αίσθηση που τον είχε ζαλίσει, σαν να αιωρούνταν στον αέρα, λίγο πριν η κρύα και βρωμερή λάσπη τυλίξει το σώμα του σε έναν υγρό γδούπο, του εξήγησε όλα όσα θα έπρεπε να ξέρει.

Ξέφρενο γέλιο ξέσπασε στις εξέδρες, αλλά και ανάμεσα στους υπόλοιπους αγωνιστές. Μόνο οι διαιτητές έτρεξαν με αγωνία στο χείλος του λάκκου. “Το χρυσό μετάλλιο αποδίδεται στον αγωνιστή στη λάσπη, επειδή ήταν ο πρώτος που έτρεξε μέχρι εδώ!”, αναφώνησε ο διαιτητής, με τους δύο βοηθούς του να συμφωνούν.

Όσο ο άνδρας μετρίου αναστήματος σηκωνόταν από τη λάσπη, καθαρίζοντας το πρόσωπό του και τη λερωμένη πια στολή του, το γέλιο συνέχιζε να αντηχεί στα αυτιά του. Χωρίς αναπνοή το γέλιο θεατών και ανταγωνιστών συνεχίστηκε ακόμη κι όταν η ομάδα των τριών διαιτητών, πέρασε γύρω από τον λασπωμένο του λαιμό το χρυσό μετάλλιο, το οποίο είχε κατασκευάσει ο ίδιος, για τον αγώνα που ο ίδιος είχε οργανώσει, σχεδόν μόνος είχε τρέξει και που ενδόμυχα ήξερε, πως στην ουσία... έχασε.

 

Διαβάστε ακόμα