Στην τέταρτη θέση των χωρών της ΕΕ, αναφορικά με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης βρίσκεται η χώρα μας, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Εξαιρετική ποιότητα υδάτων κολύμβησης

  • Τετάρτη, 10 Ιουνίου, 2020 - 06:16

Η ποιότητα των υδάτων κολύμβησης της Ευρώπης παραμένει υψηλή, σύμφωνα με την εφετινή αξιολόγηση για την ποιότητα των ευρωπαϊκών υδάτων κολύμβησης που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την Ελλάδα στην 4η θέση πανευρωπαϊκά με 95,7% εξαιρετικής ποιότητας ύδατα.

Τα στοιχεία, αναφορικά με την αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δημοσιοποιήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τα στοιχεία να φαίνονται ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, σε σχέση με τη συλλογική χρόνια προσπάθεια για τη διατήρησή τους σε εξαιρετικά επίπεδα. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που δημοσιεύονται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ένας καλός οδηγός για το πού μπορούν να βρουν οι κολυμβητές τα πιο ποιοτικά ύδατα κολύμβησης.

7 χρόνια σταθερά τα ποιοτικά ύδατα κολύμβησης

Σχεδόν όλες οι 22.295 περιοχές κολύμβησης που αποτέλεσαν αντικείμενο παρακολούθησης την περασμένη χρονιά σε ολόκληρη την Ευρώπη (εκ των οποίων οι 21 981 βρίσκονταν στην τότε ΕΕ των 28 κρατών μελών, δηλ. μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο), πληρούσαν τις ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας σύμφωνα με την ενημέρωση. Παρακολούθηση και αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων στις περιοχές κολύμβησης πραγματοποίησαν επίσης η Αλβανία και η Ελβετία, υπέβαλαν εκθέσεις και τα στοιχεία τους περιλαμβάνονται στην αξιολόγηση.

Συγκεκριμένα αποτελέσματα κατέδειξαν μικρή μείωση του αριθμού των περιοχών που πληρούν τα υψηλότερα πρότυπα «εξαιρετικής ποιότητας» και τις ελάχιστες απαιτήσεις «επαρκούς ποιότητας» που ορίζονται στην οδηγία της ΕΕ για τα ύδατα κολύμβησης. Το 85 % των περιοχών κολύμβησης σε ολόκληρη την Ευρώπη διαθέτουν ύδατα «εξαιρετικής ποιότητας», ενώ το 95 % των περιοχών αυτών διαθέτουν ύδατα τουλάχιστον «επαρκούς ποιότητας». Από τα στοιχεία προκύπτει, επίσης, ότι η ποιότητα των παράκτιων περιοχών κολύμβησης είναι καλύτερη από εκείνες των εσωτερικών υδάτων.

Το ποσοστό των περιοχών κολύμβησης με ύδατα «ανεπαρκούς ποιότητας» ανέρχεται στο 1,3 % του συνόλου των περιοχών που αποτέλεσαν αντικείμενο παρακολούθησης στην Ευρώπη την περασμένη χρονιά. Ο αριθμός αυτός δεν έχει παρουσιάσει μεγάλη διακύμανση από το 2013, όταν το ποσοστό αυτό ήταν 2 %, γεγονός που αντικατοπτρίζει τις μακροπρόθεσμες βελτιώσεις όσον αφορά την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης στην Ευρώπη.

Η ποιότητα των υδάτων κολύμβησης στην Ευρώπη έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία 40 έτη, όταν και εκδόθηκε η οδηγία της ΕΕ για τα ύδατα κολύμβησης. Η αποτελεσματική παρακολούθηση και διαχείριση στο πλαίσιο της οδηγίας, σε συνδυασμό με άλλες νομοθετικές πράξεις της ΕΕ που αφορούν το περιβάλλον, όπως η οδηγία για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (1991), έχουν οδηγήσει σε δραστική μείωση των ανεπεξέργαστων ή μερικώς επεξεργασμένων αστικών και βιομηχανικών αποβλήτων που καταλήγουν στα ύδατα κολύμβησης. Ως εκ τούτου, ολοένα και περισσότερες περιοχές όχι μόνο πληρούν τα ελάχιστα πρότυπα, αλλά έχουν επίσης βελτιώσει την ποιότητά τους ώστε να πληρούν τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα. Παράλληλα με την εφετινή έκθεση, ο ΕΟΠ δημοσίευσε επίσης έναν επικαιροποιημένο διαδραστικό χάρτη με τις επιδόσεις κάθε περιοχής κολύμβησης. Διατίθενται, επίσης, επικαιροποιημένες εκθέσεις ανά χώρα και περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας.

Η Επιτροπή πρόκειται να ξεκινήσει αξιολόγηση της οδηγίας κατά τις προσεχείς εβδομάδες, με σκοπό να αναλύσει τι έχει λειτουργήσει και τι όχι. Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή θα αποφασίσει κατά πόσον θα πρέπει να αναληφθούν συμπληρωματικές πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της λειτουργίας της οδηγίας.

Συνεχής παρακολούθηση των υδάτων

Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς και η Αλβανία και η Ελβετία, παρακολουθούν τις περιοχές κολύμβησης σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας της ΕΕ για τα ύδατα κολύμβησης. Η αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης σύμφωνα με την οδηγία για τα ύδατα κολύμβησης χρησιμοποιεί τις τιμές δύο μικροβιολογικών παραμέτρων: των εντερόκοκκων και των κολοβακτηριδίων (Escherichia coli).

Η νομοθεσία προσδιορίζει εάν η ποιότητα των υδάτων κολύμβησης μπορεί να χαρακτηριστεί «εξαιρετική», «ικανοποιητική», «επαρκής» ή «ανεπαρκής», ανάλογα με τα επίπεδα των βακτηρίων κοπράνων που ανιχνεύονται. Όταν τα ύδατα χαρακτηρίζονται «ανεπαρκούς ποιότητας», τα κράτη μέλη της ΕΕ οφείλουν να λαμβάνουν ορισμένα μέτρα, όπως να απαγορεύουν την κολύμβηση ή να συνιστούν την αποφυγή της, να ενημερώνουν το κοινό και να προβαίνουν σε κατάλληλες επανορθωτικές ενέργειες.

Η μόλυνση των υδάτων από βακτήρια κοπράνων εξακολουθεί να θέτει σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία, ιδίως όταν διαπιστώνεται σε περιοχές κολύμβησης. Η κολύμβηση σε μολυσμένες παραλίες ή λίμνες μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση ασθενειών. Οι κύριες πηγές της ρύπανσης είναι η αποχέτευση και η αποστράγγιση υδάτων από αγροτικές εκμεταλλεύσεις και γεωργικές εκτάσεις. Η ρύπανση αυτή αυξάνεται κατά τη διάρκεια ισχυρών βροχοπτώσεων και πλημμυρών λόγω της υπερχείλισης λυμάτων και της απορροής μολυσμένων υδάτων αποστράγγισης σε ποταμούς και θάλασσες.

95,7% “εξαιρετικής” ποιότητας τα ύδατα της Ελλάδας

Όσον αφορά στην Ελλάδα συγκεκριμένα, η χώρα μας βρίσκεται στην 4η θέση του συγκριτικού διαγράμματος που δημοσίευσε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, πίσω από την Κύπρο, που είναι πρώτη, την Αυστρία και τη Μάλτα.

Τα ύδατα κολύμβησης που ελέγχθηκαν κατά την σεζόν του 2019, αφορούν σε 1.643 παραθαλάσσια δείγματα, τρία δείγματα στην ενδοχώρα, ενώ 39 δείγματα ταυτοποιήθηκαν πρώτη φορά την περασμένη χρονιά. Η ποιότητα των υδάτων κολύμβησης, βάσει περίπου 10.000 δειγμάτων, για όλο το 2019, ήταν κατά τη συντριπτική πλειοψηφία τους (95,7%) εξαιρετικής ποιότητας, 1,9% ήταν καλής ποιότητας, ενώ η Ελλάδα παρουσιάζει μηδενικά ποσοστά στις κατηγορίες “επαρκούς” και “κακής” ποιότητας υδάτων κολύμβησης.

Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΠ, η χώρα μας εφαρμόζει κατά 99,9% την πρόβλεψη για τήρηση “ημερολογίου” δειγματοληψίας για την τουριστική περίοδο, ήτοι μία δειγματοληψία πριν την έναρξη της σεζόν και τέσσερις ή περισσότερες δειγματοληψίες κατά τη διάρκεια της σεζόν, με χρονικό διάστημα ανάμεσα στις λήψεις δειγμάτων ενός μήνα.

Ωστόσο, 94% των υδάτων κολύμβησης φαίνεται να παρακολουθούνται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, σύμφωνα με τα στοιχεία της τετραετίας 2016-2019. Στο διάστημα αυτό υπήρξαν 97 περιπτώσεις, που στη χώρα μας τα δείγματα, μέχρι πρότινος μη καταγεγραμμένα, “έδειξαν” πως τα ύδατα είναι κατάλληλα προς κολύμβηση.

Τέλος, παρά το γεγονός, ότι από το 2018 το ποσοστό των κολύμβησης που χαρακτηρίζονταν ως “εξαιρετικά”, από 97% σε 95,7%, αξίζει να σημειωθεί, ότι αυξήθηκαν τα σχετικά δείγματα, από 1598 από πρόπερσι στα 1634 φέτος.