Θλίψη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Σύρου κ. Δωροθέου για τη θρησκευτική και ιστορική βεβήλωση της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη

«Οφείλουμε να υπεραμυνθούμε της ιερότητας του χώρου»

 «Κατάφωρη προσβολή για τον χριστιανικό κόσμο» χαρακτηρίζει την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σύρου κ. Δωρόθεος Β’.

Ενώνοντας τη φωνή του με τις διεθνούς εμβέλειας αντιδράσεις των προκαθήμενων του Χριστιανισμού για την αλλοίωση της οικουμενικής αξίας του σεβαστού κτιρίου, ο κ. Δωρόθεος αποδοκιμάζει κάθε ενέργεια που στοχεύει στην αποδόμηση των απαράγραπτων παραδόσεων του Γένους μας και στην αποκαθήλωση των ιερών και των όσιών μας. Σημειώνει μάλιστα, πως τέτοιες κινήσεις όχι μόνο δεν κάμπτουν το φρόνημα των Ορθοδόξων Χριστιανών και δη των Ελλήνων, αλλά το καθιστούν ακόμη πιο κραταιό.

Το παγκόσμιο κύμα «κατακραυγής» για την απόφαση της Άγκυρας ολοένα και δυναμώνει με δεκάδες εκκλήσεις κυβερνήσεων, φορέων και εκπροσώπους των Εκκλησιών για συνέχιση λειτουργίας της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη ως φιλόξενου κέντρου, ανοιχτού στους επισκέπτες όλων των θρησκειών.

«Πόλεμος» κατά της θρησκείας και της μακρόχρονης ιστορίας

Σε δηλώσεις του στην «Κοινή Γνώμη», ο Μητροπολίτης Σύρου εκφράζει τόσο τη θλίψη του για την απειλή της μακρόχρονης ειρηνικής συνύπαρξης θρησκειών και πολιτισμών μέσω του διατάγματος του προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όσο και την απογοήτευσή του για τον «χαλαρό» τρόπο αντιμετώπισης της μεγάλης αυτής πρόκλησης από την παγκόσμια χριστιανική κοινότητα και ιδιαιτέρως τους κατέχοντες εξουσία ανά την υφήλιο.

 «Ο χριστιανικός κόσμος θα έπρεπε να έχει αντιδράσει περισσότερο έντονα και κατά την ταπεινή άποψή μου, η αντίδρασή του δεν είναι η αναμενόμενη», αναφέρει χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο χριστιανικός κόσμος έπρεπε να γνωρίζει ότι το Βυζάντιο επί χίλια χρόνια κράτησε πολλές ορδές βαρβάρων οι οποίες προσπαθούσαν να περάσουν από την Ανατολή στη Δύση και διαφύλαξε το δυτικό πολιτισμό και τους λαούς της Ευρώπης, οι οποίοι όφειλαν σήμερα και μόνο σε αναγνώριση αυτού του γεγονότος, να υπεραμυνθούν της ιερότητος του χώρου, του μεγάλου αυτού ναού και σεβάσματος της ορθοδόξου πίστεως που στέγασε κάτω από τους θόλους του την ιστορία, τον πολιτισμό και τις παρακαταθήκες μιας χιλιετούς ένδοξης ιστορίας».

Σημειώνεται πως, η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη αποτελεί, μέχρι σήμερα, τόπο βαθιάς πνευματικής σημασίας για διαφορετικούς ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Για περισσότερα από τρία τέταρτα ενός αιώνα, η τουρκική πολιτική διατήρησε αυτό το κτίριο ως μουσείο που μάλιστα έχει ενταχθεί και στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η κατάργηση του μουσειακού καθεστώτος του και η μετατροπή του σε τζαμί έχει προκαλέσει την ανησυχία των Ορθοδόξων εκκλησιών, καθώς βάσει της απόφασης η Αγία Σοφία θα διατίθεται αποκλειστικά σε μία θρησκεία για την τέλεση προσευχής.

«Αγκάθι» στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας

Ο κ.κ. Δωρόθεος Β’ καθιστά, μεταξύ άλλων, γνωστό ότι «οι Βυζαντινοί ιεραπόστολοι ξεκίνησαν από την Αγία Σοφία και σεβόμενοι τον πολιτισμό και τη γλώσσα των λαών που πορεύτηκαν, μετέδωσαν τον χριστιανισμό και εξεπολίτευσαν πολλούς λαούς που καυχώνται σήμερα για τη χριστιανική τους καταγωγή». Αναφερόμενος στις προεκτάσεις της απόφασης Ερντογάν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο Μητροπολίτης Σύρου υποστηρίζει ότι «σε μία εποχή που η Ελλάδα έχει κατακλυστεί από μουσουλμάνους, που ζητούν τόσο την κατασκευή τζαμιών, όσο και σεβασμό της θρησκευτικής τους ελευθερίας, μόνο θλίψη προκαλεί το γεγονός ότι οι γείτονες φίλοι μας με προκλητικό τρόπο, μετά από δεκαετίες, επαναπροσδιορίζουν τη θέση της Αγίας Σοφίας ιστορικά ως τζαμιού».

Μία ημέρα μετά την υπογραφή του σχετικού διατάγματος, πραγματοποιήθηκε η επίσημη επιθεώρηση και ανακοινώθηκε ότι ο χώρος, θα ανοίξει επίσημα για μουσουλμανική προσευχή, την Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020. Σύμφωνα με τον κ. Δωρόθεο, οι διεθνείς παράγοντες θα έπρεπε να αποτρέψουν αυτή την επιθετική ενέργεια εναντίον της Χριστιανοσύνης και ολόκληρης της πολιτισμένης ανθρωπότητας που ενδεχομένως κρύβει πίσω της σημαντικούς συμβολισμούς και στοχεύσεις σε διάφορα επίπεδα.

«Δεν μπορώ να γνωρίζω τις πολιτικές προεκτάσεις του θέματος, βλέπω όμως ότι οι ισχυροί της γης δεν έχουν και πολλή διάθεση να τραβήξουν κάτω από τα πόδια όσων θα πάνε για την πρώτη προσευχή των 14.000 τετραγωνικών μέτρων κόκκινο χαλί». Καταλήγοντας, επισημαίνει ότι, από την πλευρά τους, «οι εκκλησιαστικές φωνές κατατείνουν ακριβώς στον ίδιο σκοπό, να καυτηριάσουν το γεγονός και να καταδείξουν στην παγκόσμια κοινότητα ότι αυτή η κίνηση ιστορικών διαστάσεων δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη και χωρίς συνέπειες».

«Απειλή» της πολιτιστικής αξίας του μνημείου

Σύμφωνα με τις θέσεις της διεθνούς κοινότητας, η αλλαγή της κατάστασης της Αγίας Σοφίας δεν θα επηρεάσει μόνο τη μεγάλη ιστορική και πνευματική σημασία που αυτή έχει για τον Χριστιανισμό, αλλά θα βλάψει και την πολιτιστική αξία αυτής της σπάνιας κληρονομιάς. Σημειώνεται μάλιστα, πως η απόφαση Ερντογάν για τη μετατροπή του κτιρίου σε τζαμί έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους όρους της Συνθήκης της UNESCO για την προστασία των μνημείων και περιοχών παγκόσμιας κληρονομιάς (1981). Για κάθε φυσική παρέμβαση και λειτουργικές αλλαγές στα καταγεγραμμένα κτίρια και τοποθεσίες προαπαιτείται η σχετική αδειοδότηση του Συμβουλίου Διατήρησης του Οργανισμού, όρος ο οποίος δεν τηρήθηκε στην προκειμένη περίπτωση, καθώς η τουρκική κυβέρνηση δεν απέστειλε προς την Unesco έγγραφο αίτημα, το οποίο θα εξεταζόταν από τη  διακυβερνητική Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς.

Σύμφωνα με τη Εκπαιδευτική, Επιστημονική και Επιμορφωτική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών, κάθε κράτος δεσμεύεται ότι οποιαδήποτε μετατροπή σε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς δεν θα υπονομεύσει την εξέχουσα οικουμενική αξία του. Για οποιαδήποτε μετατροπή πρέπει να ειδοποιηθεί η UNESCO από το κράτος εκ των προτέρων, και θα πρέπει να υπάρξει (νέα) διαδικασία αξιολόγησης, εάν χρειάζεται, από την Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς». Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσίευμα τουρκικής εφημερίδας έχει σχεδιαστεί ήδη η κάλυψη των αγιογραφιών της Αγίας Σοφίας με ειδική τεχνολογία και φωτισμό, έτσι ώστε να μην είναι διακριτές κατά τη διάρκεια της προσευχής.