"Από μόνη της η δικαιοσύνη δε σώζει"

  • Σάββατο, 2 Απριλίου, 2022 - 12:24

Την παραβολή του Ασώτου Υιού, αναλύει σήμερα ο π. Γιάννης Μαραγκός.

Καθώς οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς έβλεπαν τον Ιησού να συντρώγει και να συνδιαλέγεται με αμαρτωλούς, αγανακτούσαν.

Για το λόγο αυτό ο Ιησούς, αποφάσισε να αφηγηθεί την παραβολή του Ασώτου. Όπως εξηγεί ο π. Γιάννης, σε αυτή την ιστορία, από τη μία έχουμε την ανιδιοτελή και ευσπλαχνική πατρική αγάπη και από την άλλη το συμφέρον.

Σύμφωνα με τον πατέρα, ο νεαρότερος γιος, κοιτώντας το συμφέρον του, αποφασίζει να φερθεί άσχημα στον πατέρα του, παίρνοντας την περιουσία που του αναλογούσε και χαλώντας τη σε άσωτο τρόπο ζωής. Όταν πια, τελείωσαν τα χρήματά του και περιέπεσε σε ένδεια, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στον πατέρα του, με βάση και πάλι το συμφέρον του, την επιβίωσή του με καλές συνθήκες.

Από την άλλη, ο μεγαλύτερος γιος, βλέποντας τον πατέρα περισσότερο ως εργοδότη και λιγότερο ως πατρική φιγούρα, ενίσταται, που ο πατέρας, για την επιστροφή του μικρότερου γιου δείχνει να αγαλλιάζει τόσο, αφού για τον ίδιο, που παρέμεινε πιστός και δούλεψε για λογαριασμό του πατέρα του, δεν υπήρξε ποτέ τόση χαρά.

Ωστόσο, η πατρική αγάπη, σύμφωνα με τον π. Γιάννη, "δεν είναι άλλη από την ανιδιοτελή αγάπη. Ο πατέρας αγαπά ακόμη και αυτόν που τον εγκατέλειψε. Αυτόν που ζήτησε εκείνο που του ανήκει και πήγε και το κατασπατάλησε. Και για τα δύο αδέλφια αποδεικνύεται ένας πατέρας φιλεύσπλαχνος. Δεν κάνει παζαρέματα με τα παιδιά του. Στον μικρό δεν περιμένει να ακούσει τη συγγνώμη του, αλλά αμέσως θέλει να τον αποκαταστήσει, στη χαμένη αξιοπρέπειά του. Στο μεγάλο γιο, δεν περίμενε εκείνος να μπει μέσα, αλλά βγήκε έξω στη συνάντησή του, σαν να έφταιγε προκειμένου να του εξηγήσει τη συμπεριφορά του. Δεν αφήνει τα πράγματα να κυλήσουν και όσα πάρει ο χρόνος, ώσπου να αποκατασταθεί μία κάποια ηρεμία. Δεν επιδιώκει να επιβληθεί με την εξουσία του πατέρα".

Όπως τονίζει ο π. Γιάννης, αποδέκτες της παραβολής αυτής είναι όλοι εκείνοι που μοιάζουν με το μεγάλο γιο, "που διαπνέονται από το πνεύμα του δούλου και του μισθωτού, "για να τους πείσει, ότι δεν είναι ούτε μισθωτοί, ούτε δούλοι, αλλά είναι σαν κι εκείνον. «Τα πάντα που είναι δικά μου είναι και δικά σου». Εκείνοι που καλούνται στο πρόσωπο του μετανοημένου να βλέπουν εκείνον, όχι που πρέπει να τιμωρηθεί, αλλά για τον οποίο θα πρέπει να ευφρανθούμε και να χαρούμε".