“Και θα συναντηθούμε στον Παράδεισο”. Αφηγήσεις ζωής τριάντα ανθρώπων της Σύρου.

Συνέντευξη με τον συγγραφέα του βιβλίου, Νίκο Αλμπανόπουλο

To βιβλίο του Νίκου Αλμπανόπουλου αποτελεί ένα νοσταλγικό ταξίδι σε προηγούμενες δεκαετίες και στις ζωές ανθρώπων μιας άλλης εποχής, σχεδόν ξεχασμένης. Ο τρόπος που ο συγγραφέας έχει αποτυπώσει τις χαρές, τις λύπες, τους έρωτες, τα βάσανα των αφηγητών είναι σαν να παρακολουθείς σκηνές από κινηματογραφική ταινία, επηρεασμένος ίσως από τον κινηματογραφιστή πατέρα του Αντώνη Αλμπανόπουλο, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένο το βιβλίο.

Οι πρωταγωνιστές είναι άνθρωποι δικοί μας, όχι μόνο υπό την έννοια του γνωστού και συντοπίτη μας, αλλά λόγω μιας βαθύτερης συγγένειας που συνδέει τις ζωές όλων όσων περνάμε από αυτήν τη ζωή απαλά και αθόρυβα, καταδικασμένοι να ξεχαστούμε κάποτε για πάντα.

Ο Νίκος Αλμπανόπουλος παραθέτει με γενναιοδωρία και τρυφερότητα, χωρίς μελοδραματισμούς, ένα απόσταγμα από τις ζωές 30 ανθρώπων της Σύρου και προσφέρει μια παράταση ζωής πριν τον αναπόφευκτο ερχομό της λήθης.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για αυτό το βιβλίο;

"Πάντα με γοήτευε να παρακολουθώ το πέρασμα του χρόνου. Τους ανθρώπους που μεγαλώνουν και κάποια στιγμή χάνονται. Και σκεφτόμουν ότι αυτοί οι άνθρωποι κάπως πρέπει να μένουν, στη μνήμη όχι μόνο των δικών τους αλλά και της υπόλοιπης κοινωνίας -στη συλλογική μνήμη. Γι' αυτό στον επίλογο του βιβλίου μου παροτρύνω τους αναγνώστες να μιλήσουν μαζί τους, να καταγράψουν την ιστορία των ηλικιωμένων ανθρώπων και να τους φωτογραφίσουν.

Η ιδέα γεννήθηκε πριν δυο χρόνια τυχαία, όταν συνάντησα έναν μεγάλο άνθρωπο ο οποίος γνώριζε καλά τον πατέρα μου και μου είπε δύο λόγια για εκείνον. Με αφορμή αυτό το περιστατικό, αποφάσισα να μιλήσω και με άλλους μεγάλης ηλικίας ανθρώπους για να μου διηγηθούν κάποιο περιστατικό με τον πατέρα μου και, κυρίως, να μου αφηγηθούν τη ζωή τους. Γιατί κάθε ζωή, κάθε βίος, έχει ενδιαφέρον. Συνολικά, μίλησα με 50 περίπου άτομα. Όταν αποφάσισα πως όλο αυτό μπορεί να γίνει βιβλίο, κάτι που δεν το είχα εξαρχής στο νου, υποχρεώθηκα να κάνω τρεις βασικές επιλογές ώστε να περιορίσω το μέγεθός του. Ήταν πρακτικοί οι λόγοι, δεν θα μπορούσα διαφορετικά να το εκδώσω! Η πρώτη επιλογή ήταν οι συνομιλητές να είναι πάνω από 80 ετών. Η δεύτερη, να έχουν ζήσει χονδρικά τις δεκαετίες του '30, '40 και '50 στη Σύρο, γιατί με ενδιέφερε να αποδώσω την εικόνα του νησιού εκείνης της περιόδου. Η τρίτη ήταν να γνωρίζουν τον πατέρα μου, να έχουν διασταυρωθεί με κάποιο τρόπο οι πορείες τους και να έχουν να μου διηγηθούν κάποιο περιστατικό με αυτόν. Γιατί το βιβλίο είναι επίσης, δευτερευόντως έστω, ένα μνημόσυνο για εκείνον".

Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να σου "ανοιχτούν" και να σου μιλήσουν για τη ζωή τους;

"Δεν ήταν δύσκολο. Ήθελαν να μιλήσουν και να πουν την ιστορία τους. Δεν μου αρνήθηκε σχεδόν κανείς. Ο καθένας έχει περάσει μία σπουδαία ζωή. Ωστόσο οι περισσότεροι δεν έχουν σκεφτεί ότι η ζωή τους μπορεί να ενδιαφέρει τους άλλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι συχνά συνέβαινε να πάνε να προσπεράσουν κάτι που εγώ θεωρούσα σημαντικό και εκείνοι ασήμαντο! Το πρώτο βήμα ήταν να με εμπιστευθούν -και από κει και πέρα ο λόγος έρεε. Να σημειώσω ότι τους εξηγούσα εξαρχής ότι όλο αυτό θα δημοσιευθεί. Όπως επίσης, ότι αν κάτι ειπωθεί πάνω στην κουβέντα αλλά δεν επιθυμούν να μπει στο βιβλίο, έτσι θα γινόταν. Οι συζητήσεις μας ήταν πολύωρες και θα μπορούσαν να έχουν γεμίσει πολλές σελίδες. Αυτό που τελικά μπήκε στο βιβλίο είναι ένα απόσταγμα. 

Όταν γύρναγα σπίτι κι έκανα την απομαγνητοφώνηση, πολλές φορές είχα κενά ή απορίες. Τότε επέστρεφα και μου μιλούσαν δεύτερη και τρίτη φορά. Μόλις τελείωνε η συζήτησή μας, τους ζητούσα να τους φωτογραφίσω. Ήταν, νομίζω, η στιγμή που τους άρεσε περισσότερο. Όταν καταλάβαιναν ότι ενδιαφέρει και η μορφή τους πέρα από την ιστορία τους."

Σε ποιές χρονικές περιόδους αναφέρονται κυρίως οι αφηγήσεις;

"Με ενδιέφερε ιδιαίτερα η περίοδος της Κατοχής και του εμφυλίου. Στη Σύρο δεν υπήρξε εμφύλιος με τη μορφή των πολεμικών επιχειρήσεων, είχε άλλες διαστάσεις. Η Κατοχή πάντως ήταν συνταρακτική για το νησί, αφού την περίοδο των Ιταλών είχαμε ανά πληθυσμό τον μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων από πείνα. Περίοδος συνταρακτική για αυτούς τους ανθρώπους, που άφησε σημάδια μέσα τους. Στεκόμουν επίσης στη φτώχεια του '50. Το 'άδειασμα' της Σύρου τότε που έκλειναν τα εργοστάσια και μειώθηκε ο πληθυσμός. Η διέξοδος ήταν τα μπάρκα. Νομίζω ότι αν διαβάσει κανείς συγκεντρωτικά και τις 30 αφηγήσεις, έχεις ένα μικρό ιστορικό του νησιού μας". 

Οι ιστορίες όλες, είναι δυνατές. Βάσανα, χαρές, λύπες, έρωτες, δυστυχίες. Χωρίς να αδικήσουμε κάποιον, ποιό περιστατικό απ΄ όσα σου διηγήθηκαν σε συγκίνησε περισσότερο;

"Όταν έκανα το απόσταγμα, συνέχεια, σε κάθε μα κάθε αφήγηση υπήρχε κάποιο σημείο που με συγκινούσε. Για παράδειγμα, έναν αφηγητή, τον Γιάννη τον Τόπακα, τον βρήκα στο σπίτι του στο μνημόσυνο της γυναίκας του, της Σμαράγδας με την οποία ήταν μαζί από έφηβοι κι έζησαν ευτυχισμένοι. Τον πέτυχα να χορεύει και να σπάει τις πορσελάνες που της έφερνε δώρο όταν ταξίδευε. Μου είπε τότε,  "όλα κομμάτια και θρύψαλα. Τίποτα μη μείνει! Για τη Σμαράγδα μου τα 'παιρνα όλα, τη μία, τη μοναδική. Ε, για αυτήν τα σπάω απόψε!"

Ο Θόδωρος ο Γιαννόπουλος, στις μεγάλες φτώχειες ταξίδευε μαζί με τη γυναίκα του. Δούλευε και εκείνη, περασμένη κανονικά στο πλήρωμα. Έλειπαν καιρό, μήνες, χρόνο και άφηναν τις δυο κόρες τους στη γιαγιά. Λυπάμαι που τις αφήναμε τόσο, μου είπε, αλλά τι να κάνουμε; Κι εμείς δεν πηγαίναμε κρουαζιέρα... Μετά βέβαια, άμα φτάνεις σπίτι, με τις βαλίτσες στο χέρι και σ' αγκαλιάζουν, ξαναγεννιέσαι. Πολλές φορές στη ζωή μου γεννήθηκα, μία θα πεθάνω... Το λες και τύχη, έτσι δεν είναι;" Το λες και τύχη, συμφώνησα με τον Θόδωρο! Να εκμυστηρευτώ λοιπόν ότι σχεδόν σε κάθε αφήγηση κάτι με συγκινούσε μέχρι δακρύων. 

Πώς πιστεύεις ότι βιώνουν αυτοί οι άνθρωποι τη δύση της ζωής τους;

"Ο χρόνος φέρνει τη σοφία της αναγνώρισης του τι είναι η ζωή. Νομίζω ότι όλοι οι συνομιλητές μου είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή τους. Είναι μεγάλοι, ξέρουν ότι δεν θα είναι μαζί μας για πάρα πολλά χρόνια ακόμα. Ήδη έχουν φύγει από τη ζωή οι τρεις από τους τριάντα... Δυστυχώς, δεν πρόλαβαν να δουν το βιβλίο! Όμως δεν είδα κανέναν να στέκεται σε αυτό, στην αναχώρηση. Στάθηκαν στη ζωή. Στη σπουδαία ζωή που είχαν, έστω και αν δεν την έβλεπαν πάντοτε εκείνοι έτσι από την πλευρά τους". 

Στο τέλος αυτού του ταξιδιού, τι νιώθεις πως κέρδισες από αυτό;

"Εγώ άγγιξα λίγο από τη σοφία και τη γαλήνη αυτών των ανθρώπων... Αλλά αν υπάρξει κάποιο κέρδος στο μέλλον, είναι ο τρόπος που θα διαβάσουν το βιβλίο τα παιδιά μου και οι υπόλοιποι έφηβοι. Σε αυτούς απευθύνομαι κλείνοντας το εισαγωγικό σημείωμα: Κάντε τη ζωή σας τέτοια, που να αξίζει να τη μοιραστείτε. Αν αυτό το μήνυμα αγγίξει τους νέους αναγνώστες, θα μπορώ να πω ότι κάτι πρόσφερα".